“ Κάτι μου λέει πως όποτε η ζωή σας χαμογελάει εσείς την σπρώχνετε πίσω. Κύριε Τόμπσον, δεν φοβάστε τις πεταλούδες, φοβάστε την ευτυχία…”

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ταλαντούχοι άνθρωποι είναι ότι προσδοκούν άμεσα αποτελέσματα.Στον έρωτα,στην δουλειά τους,ακόμη και στα τυχερά παιχνίδια.Ξεχνούν βέβαια πόσο τους έχει καλομάθει ο εαυτός τους, επαναπαύονται γιατί ξέρουν ότι θα τα καταφέρουν και εν τέλει βλαστημάνε όταν η ζωή τους αγνοεί,πράγμα αυτονόητο μεν για εκείνη,αδιανόητο δε για αυτούς…

Άναψε την πουράκλα, έφτιαξε τη μωβ γραβάτα και ανασκούμπωσε το γκρι ριγέ σακάκι του.Τον είχε ισοπεδώσει.Ούτε αυτός δεν περίμενε τέτοιο συνειρμό.

Ξέρετε,δεν μου λέτε και κάτι καινούργιο”, του απάντησε ευθύς αμέσως η Μαρί. “ Και σβήστε επιτέλους αυτό το πράμα με ΄χετε φλομώσει! “

Εκείνος γέλασε δυνατά και χαμήλωσε το σώμα και το βλέμμα του προς το μέρος της.

Γλυκιά μου ύπαρξη, είκοσι χρόνια πιανίστας στη Νέα Ορλεάνη και κανείς δεν μου ζήτησε να σβήσω την μοναδική μου αμαρτία”, έκανε γεμάτος αυτοπεποίθηση.

Αυτά λέτε και δεν ξέρω αν θα καταφέρω να σας συμπαθήσω ποτέ ”, του είπε αυτή και συνέχισε αποφασισμένη να του πάρει μια απάντηση.

Είμαστε εδώ τρεις ώρες και ακόμη δεν έχω καταλάβει αν σας άρεσε η οντισιόν μου. Πιστεύω πως αξίζω να μάθω την απόφασή σας…

Προσπαθείς να με φοβίσεις μικρή; Να μου δείξεις ότι έχεις τσαγανό; Δεν πιάνουν σε όλους τους εργοδότες αυτά τα κόλπα ξέρεις…”, έκανε αυτός ελαφρώς ενοχλημένος.

Αν ήθελα να σας φοβίσω κύριε Τόμπσον θα σας είχα φέρει ένα βάζο με αιχμάλωτες πεταλούδες…”, είπε η Μαρί.

Ο Τόμπσον προσπάθησε να καλμάρει. Κάπου εκεί έσβησε και την πουράκλα.

Η φωνή σου με ταξιδεύει όταν τραγουδάς…Δεν μπορώ να πω το ίδιο και για το όταν μιλάς όμως…

Στην πραγματικότητα ο Τόμπσον θα μαγευόταν απ΄την φωνή της ακόμη και αν ήταν απλά μέτρια. Η φρεσκάδα και τα μάτια της πλαισίωναν και πολλές φορές υπερνικούσαν κάθε ερμηνεία της. Κάθε φορά που ξεγύμνωνε την ψυχή της τραγουδώντας, τον λύγιζε χωρίς προσπάθεια. Δεν ήταν οι νότες που έφτανε. 

Ήταν ο τρόπος που αγκάλιαζε τη μουσική για να πει μια ιστορία.

Αγνόησε την επιμονή της Μαρί που ήθελε απεγνωσμένα να μάθει αν πήρε την δουλειά. Τον είχε ξεγυμνώσει και αυτόν αποκαλύπτοντας μπροστά του την φοβία του και έπρεπε κάπως να το διευθετήσει. Όσο και αν ξέρεις τους φόβους σου, η στιγμή που κάποιος στους ξαναβγάζει στη φόρα από κει που τους είχες καλά θαμμένους ,είναι πιο ανατριχιαστική και απ΄τους ίδιους.

Κοίταξε να δεις…Όλα ξεκίνησαν από μία χαζή φάρσα του αδερφού μου, όταν ήμασταν στο εξοχικό μας, πολλά καλοκαίρια πριν…”, έκανε ο Τόμπσον.

Η Μαρί ήθελε τόσο πολύ να τον βρίσει χυδαία που άλλαζε πάλι θέμα, όμως αποφάσισε να αλλάξει στρατηγική. Ίσως αν τον άφηνε να εξομολογηθεί κάτι πολύ δικό του, θα μπορούσε να τον φέρει με τα νερά της και γιατί όχι να τον χαλιναγωγήσει μακροπρόθεσμα στην κουβέντα. Ακούμπησε τους αγκώνες της στο τραπέζι, έβαλε τις γροθιές στο πηγούνι της και προσποιήθηκε αρχικά πως άκουγε.

Ο πατέρας μας ήταν πολύ αυστηρός…Όχι βέβαια περισσότερο αυστηρός από κάθε πατέρα εκείνη την εποχή, αλλά εγώ ένιωθα την πίεση του παραπάνω απ΄το κανονικό. Είχε αποδεχτεί την κλίση και την αγάπη μου στο πιάνο, παρ΄όλα αυτά δεν μπορούσε να αποδεχτεί την κλίση και την αγάπη μου στους νέγρους πρωτεργάτες της τζαζ. Κάθε φορά που με πιανε να εξασκούμαι στα κομμάτια τους μου έκοβε την φόρα και κουνώντας το δάχτυλο μου λεγε πως η μόνη μουσική που θα μου δώσει λέφτα και παιδεία ήταν η κλασική. Μελετούσα για χρόνια τους κλασικούς συνθέτες, μα μόνο όταν αποδεσμεύτηκα απ΄τον πατέρα μου τους εκτίμησα. Ένα απ΄τα πολλά λάθη που κάνουμε εμείς οι γονείς είναι πως πιστευούμε ότι η οπτική που έχουμε για τον κόσμο είναι οικουμενική. Δεν του κρατώ κακία όμως, για τον Θεό. Αν δεν ήταν από πίσω μου αυτός, ο κατά τ΄άλλα αγράμματος πωλητής, εγώ δεν θα ΄χα ούτε ένα πλήκτρο να πατήσω…

Κατά την διάρκεια της παύσης που έκανε ο Τόμπσον για να πιει μια γουλιά απ΄το ποτό του, η Μαρί άρχισε να αναρωτιέται γιατί της έκανε όλη αυτή την εισαγωγή. Περίμενε να ακούσει για την φοβία του και όχι τα παράπονα ενός πενηντάρη για οικογενειακά θέματα απ΄ την παιδική του ηλικία! Πριν προλάβει να σκεφτεί κάτι να του πει όμως, εκείνος επανήλθε.

Ένα κυριακάτικο πρωινό αποφάσισα να μην πάω την καθιερωμένη μου βόλτα με το ποδήλατο και να μελετήσω στο πιάνο…Όταν έκατσα και επιχείρησα να παίξω το πιάνο ήταν παράδοξα φάλτσο. Λες και κάποιος το ΄χε ξεκουρδίσει με μανία….Εγώ, αν και δεκάχρονος μαθητής τότε μπορούσα κουτσά στραβά να το κουρδίσω…Οπότε ως είθισται πήγα να ανοίξω το καπάκι για να δω τι ακριβώς είχε γίνει…

Η Μαρί δεν ήξερε να παίζει κανένα μουσικό όργανο. Ήξερε όμως οτί ήταν αδύνατον να κουρδίσει ένα πιάνο ένας δεκάχρονος μαθητευόμενος πιανίστας.Ούτε κουτσά στραβά, ούτε ίσια. Τον άφησε να συνεχίσει όμως γιατί το “ψέμα” αυτό έκανε την εξομολόγηση πιο ενδιαφέρουσα.

“…Όταν το άνοιξα,από μέσα απ’ τις χορδές πετάχτηκαν εκατοντάδες πεταλούδες και μου επιτέθηκαν πετώντας κατευθείαν στο πρόσωπό μου…Άρχιζα να ουρλιάζω για βοήθεια κι έτρεξα προς ένα κουζινάκι που είχαμε τότε, για να βρω τελικά τον αδερφό μου λυμένο στα γέλια με δάκρυα στα μάτια απ΄την χαρά του που μου την είχε φέρει…Όπως καταλαβαίνεις εγώ ήμουν σε κατάσταση σοκ…Οι πεταλούδες δεν ξεκόλλαγαν από πάνω μου και με τσιμπούσαν ασταμάτητα…”

¨Θέλετε να μου πείτε ότι ο μικρός σας αδερφός είχε μαζέψει εκατοντάδες πεταλούδες,οι οποίες τσιμπάγανε και από πάνω και ότι τις αποθηκεύσε στην ουρά του πιάνου στην οποία αυτές επιβίωσαν για να σας επιτεθούν εν τέλει;Πως ακριβώς μάζεψε ο μικρός εκατοντάδες πεταλούδες; “, ρώτησε η Μαρί μισογελώντας.

“ Άκουσε να δεις μικρή…Επειδή βλέπω ότι υπονοείς πως λέω ανακρίβειες και χαζός δεν είμαι,προφανώς και δεν τις παγίδευσε όλες…Θα ‘χε μαζέψει κανά,δυο κι αυτές με τον καιρό πολλαπλασιάστηκαν…”, έκανε ο Τόμπσον ώντας σίγουρος ότι η ερμηνεία του ήταν απολύτως λογική.

“ Μάλιστα…Δεν το ‘ξερα ότι οι πεταλούδες αναπαράγονται σαν τα κουνέλια”, είπε η Μαρί.

“ Η συνάντησή μας δεν οδεύει σε καλό δρόμο…Πιστεύω πως ψυχανεμίστηκες την αποτυχία σου και θέλεις απλά να προσβάλεις έναν άνθρωπο,χτυπώντας τον στην αχίλλειο πτέρνα του…Περίμενα να ‘σαι γυναίκα κάποιας ανώτερης κλάσης…Μάλλον έκανα λάθος…Δεν είσαι καν γυναίκα ακόμα…” 

Ο Τόμπσον δεν εννοούσε τίποτα απ΄αυτά που της είπε περί αποκλεισμού. Ούτε καν αυτά που είχαν να κάνουν με το ποιόν της. Ναι,στα μάτια του δεν ήταν γυναίκα, τουλάχιστον με την συμβατική έννοια του όρου. Είχε όμως μια παιδική αθωότητα στις κινήσεις και τα μάτια της, και αυτή η παιδική αθωότητα του θύμιζε κάτι που είχε χάσει εκείνος χρόνια τώρα. Συν το ότι του θύμιζε τις πεταλούδες!

Απ΄την άλλη η Μαρί δεν ενοχλήθηκε απ΄τα λόγια του. Κι αυτό γιατί ήξερε πλεόν πως είχε πέσει μέσα στου αρχικούς της υπολογισμούς. Πριν τους αναφέρει όμως, προσπάθησε να προβεί σε μια τελευταία διαπίστωση. Δεν απάντησε ποτέ στις ωμές του φράσεις.

Είναι αλήθεια, κύριε Τόμπσον, πως χωρίσατε την γυναίκα σας στην  πέμπτη επέτειο του γάμου σας, όταν σας πρόσφερε ένα κάδρο με βαλσαμωμένες πεταλούδες;

“ ‘Εγινες και μπάτσος τώρα; “,έκανε έξαλλος ο Τόμπσον. “ Δεν μιλάμε για τους νεκρούς πιτσιρίκα και μάζεψε λίγο το στόμα σου!

“ Δεν μιλάμε για τους νεκρούς αλλά παρ’ όλα αυτά ηχογραφήσατε έναν ολόκληρο δίσκο για την γυναίκα σας… Και χάρη σε αυτόν κάνατε το όνομα που κάνατε αν δεν κάνω λάθος…”

“ Άν δεν ήταν αυτός θα ‘ταν κάποιος άλλος…”, προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο Τόμπσον.

Η Μαρί θέλησε να τον ηρεμήσει.

Την αγαπούσατε πολύ,έτσι δεν είναι; “

Την αγάπησα ναι…

“ Τότε γιατί για έναν τόσο χαζό λόγο….”

Ο Τόμπσον την διέκοψε.

Σε παρακαλώ πολύ…σεβάσου έστω την ηλικία μου…”

Την είχε πράγματι αγαπήσει. Και φυσικά, δεν την είχε χωρίσει για τις βαλσαμωμένες πεταλούδες. Απλά σαν κάθε μεγάλος καλλιτέχνης, αισθανόταν πολύ… και για λίγο…

Νομίζω, κύριε Τόμπσον, πως το θέμα σας είναι πολύ μεγαλύτερο απ΄αυτό που φαντάζεστε. Για παράδειγμα εγώ βρίσκομαι εδώ, διεκδικώντας αυτή την θέση, επείδη διώξατε το προηγούμενο αστέρι που εσείς ο ίδιος είχατε επιλέξει με ενθουσιασμό απλά και μόνο εξ αιτίας μιας έκπληξης που σας έκανε…”

“ Δεν μου αρέσουν οι εκπλήξεις επί σκηνής,αυτό είναι όλο…Δεν θεωρώ σοβαρό η δικιά μου τραγουδίστρια να βγαίνει με φτερά πεταλούδας…Ακόμη κι αν ο κόσμος το λατρεύει…¨

Η Μαρί ήταν η πρώτη που είχε καταφέρει να τον μαγέψει ξανά όσο εκείνη. Για τη στιγμή αυτή ο Τόμπσον , έστω και ελάχιστα, θορυβήθηκε μέσα του. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πια γιατί την είχε διώξει.

Κάτι μου λέει πως όποτε η ζωή σας χαμογελάει εσείς την σπρώχνετε πίσω…Κύριε Τόμπσον, δεν φοβάστε τις πεταλούδες, φοβάστε την ευτυχία…”, έκανε η Μαρί.

Εκείνος σταμάτησε να σκέφτεται. Ύψωσε το χέρι του και ο σερβιτόρος που είχε πίσω δεξιά του, όντας καρφωμένος πάνω του, τον πλησίασε σχεδόν τρέχοντας.

Τι σου χρωστάμε Τζόι; “, είπε και έβγαλε ένα πάκο εικοσαδόλαρα.

Για σας τίποτα κύριε Τόμπσον σας παρακαλώ πάρα πολύ…Είναι όλα από εμάς! “ , του απάντησε χαμογελαστά ο σερβιτόρος.

Σηκώθηκε απ΄το τραπέζι με μιας, και αύτη τον ακολούθησε αυτόματα σβήνοντας το τσιγάρο που μόλις είχε ανάψει. Ήξερε πως τον είχε πονέσει, αλλά σίγουρα όχι περισσότερο απ΄όσο είχε πονέσει αυτός τον εαυτό του. Έφτασαν στην γκαρνταρόμπα και η μουσική μέσα είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο έντονη. ‘Οπως του υπαγόρευαν οι τρόποι του, την βοήθησε να φορέσει το παλτό της, ανέκφραστος και χωρίς να σπάει με τίποτα την ολιγόλεπτη σιωπή του. Κατευθύνθηκαν προς τα έξω, ο πορτιέρης τον χαιρέτησε με το όνομα του, μα εκείνος εξακολουθούσε να κοιτάει το κενό. Έβρεχε.

Τα ταξί περίμεναν υποψήφιους επιβάτες,στοιχισμένα το ένα πίσω απ’ το άλλο.Σίγουρα οι οδηγοί τους ήταν οι μόνοι που έτριβαν τα χέρια τους για την ξαφνική νεροποντή.Ο Τόμπσον έβγαλε την ομπρέλλα του και της έκανε νόημα να έρθει από κάτω.Κι εκείνη δεν ήθελε να χαλάσει την ησυχία τους.

“ Δεν μπορεί, κάτι θα πει…”,σκέφτηκε.

Τον έπιασε απ΄το μπράτσο κι αυτός την κατηύθυνε στην “πιάτσα”. Όταν έφτασαν μπροστά απ’ την πόρτα κάποιου ταξί, την κοίταξε στα μάτια.

“ Το πρώτο πρόγραμμα ξέχνα το…Αλλά μπορείς να έρθεις να κάνεις τις δεύτερες όταν βγαίνει ο Χάρυ με τις άλλες κοπέλες…”, έκανε διστακτικά.

Η Μαρί έσκισε στο μυαλό της το πτυχίο της,επιτέλους μετά από δύο χρόνια προσπάθειας! Ποτέ δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει το κωλόχαρτο!

Απ΄την χαρά της δεν βρήκε λόγια. Του ‘δωσε ένα φιλί στο μάγουλο κι οι πεταλούδες δεν του φαίνονταν τόσο τρομαχτικές πια…Μόλις το αμάξι ξεκίνησε, τον έβλεπε απ΄το παράθυρο να κατευθύνεται προς το δικό του που ήταν παρκαρισμένο στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Ήταν κι η τελευταία φορά που τον είδε…

Ο Τόμπσον “πέταξε” απ΄τον κόσμο το ίδιο βράδυ.  Δεν είδε ποτέ το διερχόμενο λεωφορείο που πήγαινε στην τελευταία του στάση.

Βλέπετε, χάζευε μια νυχτοπεταλούδα που είχε κάτσει στο βρεγμένο τζάμι του αυτοκίνητου με τα φώτα της πόλης να της αλλάζουν χρώματα.

Ο κύριος Τόμπσον είχε κοντέψει να βρει την ευτυχία, μα είχε παραλείψει να θυμηθεί κάποια απ΄τα δικά του λόγια.

Πως αν επαναπαυτείς, η ζωή θα σε αγνοήσει…κι είναι πράγμα αυτονοήτο για εκείνη… 

Σχόλια