Έλληνες αφεντικά και ένα εργατικό δυναμικό, υπό καθεστώς χούντας.

Έχω δουλέψει και στις δυο άκρες του φάσματος. Από σερβιτόρος 2ας διαλογής σε ταβέρνες 3ης, σε συνοικιακά φροντιστήρια και πολυεθνικές. Και αυτό που συνάντησα σε κάθε περίπτωση, ήταν Έλληνες αφεντικά.

Με έμφαση στο Έλληνες.

Γιατί τα αφεντικά στην Ελλάδα, ανήκουν σε μια κατηγορία από μόνοι τους. Πολύ γρήγορα, για να μην παρεξηγηθώ, όταν λέω αφεντικά, δεν το εννοώ αριστερά. Δεν εννοώ τα αφεντικά, στα πιασάρικα συνθήματα «Πόλεμος στον Πόλεμο των Αφεντικών.» και «Μίσος Ταξικό.».

Εννοώ τον Έλληνα εργοδότη. Που την έχει δει επιχειρηματίας και νομίζει πως έχει πιάσει τον Πάπα απ’ τα αρχ!δ!@. Όταν το ’90 πήρε ένα δανειάκι, με έναν πράσινο ήλιο από πίσω του, νόμιζε πως είχε πιάσει την καλή. Όταν όμως ο κοντός κι ο χοντρός χάθηκαν διακριτικά μέσα στην νύχτα, και ο Jeffrey πήρε τα ηνία, τον έλουζε σιγά-σιγά κρύος ιδρώτας.

Και πλέον, στο έτος του κυρίου μας, 2019, ο Έλληνας αφεντικό παλεύει με νύχια και με δόντια να κρατήσει το όνειρο του νεοπλουτισμού ζωντανό.

Πλέον, έχουμε πρόσβαση σε τόση πληροφορία, η περισσότερη δωρεάν, όπου ορισμένες συμπεριφορές και νοοτροπίες η οποίες θα μας φαίνονταν απαρχαιωμένες πριν 5 χρόνια, είναι τώρα σχεδόν προϊστορικές.

Ξέρουμε πώς επιχειρήσεις καταφέρνουν να ισορροπούν τζίρο, εμπειρία για τον πελάτη και διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού. Βλέπουμε τί δουλεύει στη διαφήμιση και τί όχι.

Και παρ’ όλ’ αυτά, είμαστε κολλημένοι σε μια λούπα παράνοιας. Κάποιος χτυπάει ένα παράφωνο ντέφι και εμείς χορεύουμε σαν ζαλισμένοι.

Είναι απίστευτη η ικανότητα του Έλληνα εργοδότη, οποιασδήποτε επιχείρησης, να διαχειρίζεται την προαναφερθείσα επιχείρηση σαν συνοικιακό μπακάλικο.

Με ύφος ύψιστης ξερολίασης οξείας μορφής, θα σου μιλήσει σαν να είσαι το τελευταίο σκουπίδι στην χωματερή. Θα σε μειώσει, τις περισσότερες φορές μπροστά σε άλλους, γιατί με κάποιον τρόπο θα πρέπει να επιβάλει τον όποιο βαθμό κυριαρχίας του έχει απομείνει, και την επόμενη μέρα θα σου ζητήσει να έρθεις στη δουλειά σαν να μην έγινε τίποτα.

 

Αγαπημένες εκφράσεις του Έλληνα αφεντικού, είναι οι: «Να, έτσι να έκανα, 10 θα μάζευα για να κάνουν την δουλειά σου…», «Είσαι πολύ μικρός για να ξέρεις.» και «Είμαστε εδώ για να βγάλουμε λεφτά για την επιχείρηση.»

Θέλω, λοιπόν, να αναλύσω κάθε μια ξεχωριστά.

Βλέπεις, στα χέρια οποιουδήποτε άλλου, το μέσο αυτό, είναι ένα απλό blog. Άφησε το στα χέρια κάποιου που πλέον δεν έχει τίποτα να χάσει, και γίνεται pipe bomb.

«Να, έτσι να έκανα, 10 θα μάζευα για να κάνουν την δουλειά σου.»

Ο Χίτλερ εμψύχωνε καλύτερα τους υφιστάμενούς του. Πώς περιμένεις, ειλικρινά, να έχω οτιδήποτε μπορεί να παρομοιωθεί με όρεξη για δουλειά, όταν μου λες πως εκτιμάς περισσότερο τα πλακάκια στο μπάνιο απ’ ότι εμένα;

Και όχι, το ότι με πληρώνεις, δεν είναι ένδειξη εκτίμησης για τη δουλειά που κάνω. Είναι το bare minimum των υποχρεώσεών σου.

«Είσαι πολύ μικρός για να ξέρεις.»

Όχι, εσύ είσαι πολύ μεγάλος για να ξέρεις. Σε έναν κόσμο που όλα πάνε με ταχύτητα διάττοντα αστέρα, εσύ στην καλύτερη θυμίζεις πετραδάκι που χοροπηδάει στα νερά της λίμνης.

Αν όλοι ακολουθούσαν τη λογική σου, θα κολλάγαμε ακόμα βδέλλες πάνω μας, θα ανοίγαμε τρύπες στα κεφάλια μας, για να βγουν τα κακά πνεύματα και οι ψυχίατροι θα συνταγογραφούσαν πρώτα λοβοτομές και μετά Xanax.

«Είμαστε εδώ για να βγάλουμε λεφτά για την επιχείρηση.»

Τελευταίο και αγαπημένο. Η επιτομή της νοοτροπίας μπακάλικου την οποία έχουν οι Έλληνες αφεντικά. Κοίτα, θα σου πω, εξαρτάται μεγάλε. Πώς το εννοείς;

Να βγάλουμε λεφτά, επειδή κάνουμε καλά την δουλειά μας και χεζόμαστε στον κόσμο ή επειδή κάναμε εκπτώσεις σε οτιδήποτε άλλος εκτός από το τελικό κέρδος;

Γιατί κι εγώ, προφανώς, δεν σκίζομαι για τη ψυχή της μάνας μου. Πρέπει να φάω κιόλας.
Όταν, όμως, κάνω δουλειά για αύξηση, και παίρνω βασικό, οι πελάτες σου φεύγουν πιο γρήγορα απ’ ότι έρχονται, και όποιος σε ξέρει σε κράζει, ε, μάλλον κάτι δεν πάει καλά, δεν νομίζεις;

Η επιχείρησή σου, και η όποια σχετική επιτυχία αυτή επέφερε, υπάρχει ακόμα, όχι εξαιτίας των αποφάσεων και της διαχείρισής σου, αλλά παρά τους. Βασισμένος σε μια φευγαλέα αίσθηση καταξίωσης, η οποία είναι πλέον στα τελευταία της, νομίζεις πως τα καλά αφεντικά, είναι μόνο αφεντικά.

Βέβαια, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, φταίμε κι εμείς. Ναι, εμείς, οι υπάλληλοι. Ξέρεις συναγωνιστή εργαζόμενε, από πού απέκτησαν αυτή την αυτοπεποίθηση πως τα σκατά τους δεν βρομάνε; Πώς έφτασαν στο σημείο, να πιστεύουν πως κάθε τους απόφαση είναι χρυσός;

Από σίελους, δουλοπρεπής μαλιστάκιδες, οι οποίοι κάθονται και τρώνε ό,τι πρωϊνή καύλα έχουν τα αφεντικά τους εκείνη τη μέρα. Και ξέρεις ποίοι είναι αυτοί;

Είναι εγώ, είναι εσύ, είναι όλοι μας. Όλοι όσοι ανέχονται την παράνοια, με τον φόβο της απόλυσης. Ξεχνώντας, πως αν μια μέρα κάνουμε ένα έτσι, σηκωθούμε όλοι από τις καρέκλες μας και παρατήσουμε τα πόστα μας, θα μείνουν μόνοι τους να δουλεύουν.

Και δεν ξέρουν τη δουλειά.

Σχόλια