Το 1864 ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι γυρίζει από το Παρίσι χρεωκοπημένος και εθισμένος στη χαρτοπαιξία και βρίσκει την σύζυγό του, Μαρία Ντιμιτρίεβνα, ετοιμοθάνατη. Ενώ της παραστέκεται στις τελευταίες της στιγμές, συλλαμβάνει ένα από τα σπουδαιότερα δοκίμια της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μια κορυφαία στιγμή του ανθρωπίνου πνεύματος, το Υπόγειο. Έργο ολιγοσέλιδο, βαθιά φιλοσοφικό, τραχύ και παράξενο, όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος ο συγγραφέας, το Υπόγειο αποτελεί έναν εσωτερικό μονόλογο απευθυνόμενο σε θεατές πραγματευόμενο τη σύγκρουση της λογικής και του συναισθήματος, την ανθρώπινη φύση, τη διάκριση του ανθρώπου της μιας αλήθειας από τον αενάως βασανιζόμενο σκεπτόμενο άνθρωπο του υπογείου. Το Υπόγειο διακρίνεται σε δύο μέρη, το πρώτο, αμιγώς φιλοσοφικό, αποτελεί τον στοχαστικό μονόλογο του πρωταγωνιστή, ενώ το δεύτερο συνίσταται σε ένα διήγημα τυπικής ντοστογιεφσκικής υφής που παρουσιάζει τρία περιστατικά της ζωής του πρωταγωνιστή κατά τη νεότητα του.
Ο συγγραφέας μας συστήνεται ως ένας συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος σαράντα χρόνων που αυτοπροσδιορίζεται ως άνθρωπος του Υπογείου, ως διανοούμενος, ως ένας «ποντικός» με υπερτροφική συνείδηση. Απέναντι στον άνθρωπο του Υπογείου, ο ήρωας μας αντιδιαστέλλει τον πρακτικό άνθρωπο της δράσης, αυτόν με την ελάχιστη συνείδηση που σταματά χωρίς βαθιά περίσκεψη μπροστά στο τοίχο που ορθώνεται μπρος του και υποτάσσεται με ανακουφιστική προθυμία σε όλα τα αξιώματα της επιστήμης και της κοινωνίας. Αυτοί που ανήκουν στη κατηγορία των πρακτικών ανθρώπων δύνανται να δρουν, καθώς όντας «μετριότητες, παίρνουν τις πλησιέστερες αιτίες σαν αιτίες πρωτογενείς, και πείθονται ευκολότερα και γρηγορότερα βρίσκοντας κάποια βάση ακλόνητη για τη δράση τους». Ο άνθρωπος του υπογείου πάλι, σύνθετος και πολυεπίπεδος, μοιάζει αιώνια καταδικασμένος στην τύχη όλων των έξυπνων ανθρώπων, τη φλυαρία. Ο ήρωας μας απορρίπτει τις ρασιοναλιστικές θεωρίες της εποχής, κόντρα στον ακραιφνή ορθολογισμό που θα οδηγούσε σε μια ολότελα λογικά δομημένη, μα και ολότελα πληκτική κοινωνία, και προτάσσει την ανάγκη διαμόρφωσης της ελεύθερης βούλησης: «Ο άνθρωπος μόνο ένα πράγμα έχει ανάγκη, να είναι η θέληση του εντελώς ανεξάρτητη, όσο και αν του στοιχίζει αυτή του η ανεξαρτησία, όσες και αν είναι οι κακές συνέπειες που συνεπάγονται». Ενάντια στις κρατούσες θεωρίες της εποχής του περί του σύγχρονου, μορφωμένου, λογικώς προσδιοριζόμενου ανθρώπου, ο άνθρωπος του υπογείου κρίνει τη λογική ατελή, προβάλλοντας την ανθρώπινη θέληση, ακόμη και νοσηρή και παράλογη, ως «εκδήλωση της ζωής, με τη λογική της μαζί και όλες τις σπαζοκεφαλιές». Ο συγγραφέας, αντιτασσόμενος στην προσπάθεια του θετικισμού και της επιστήμης να παρέμβει στον άνθρωπο, διορθώνοντας τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις του, τοποθετείται με ενάργεια πάνω στην ίδια την ανθρώπινη φύση, την καταδικασμένη σε αέναη κίνηση. « Ο άνθρωπος», μας λέει, «όμως είναι επιπόλαιο πλάσμα, ανισόρροπο και ίσως, όπως ο παίκτης του σκακιού, αγαπά μόνο το παίξιμο και όχι το σκοπό του παιχνιδιού. Και ποιος ξέρει, ίσως ο σκοπός στον οποίο τείνει η ανθρωπότητα να είναι δηλαδή μόνο το ακατάπαυστο παίξιμο, ενδιαφέρεται μόνο για την ίδια τη ζωή, και όχι για τον σκοπό της που δεν είναι άλλος από βέβαια παρά το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, δηλαδή ένας τύπος. Μα το δύο και δύο κάνουν τέσσερα δεν είναι πια ζωή, κύριε, είναι αρχή θανάτου». Καταδικάζοντας τον ακραιφνή θετικισμό, το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, ο συγγραφέας μας υψώνει τα πάθη και τη δημιουργία πάνω από τη λογική, απομυθοποιεί τον πόνο του λοξοδρομήματος, χαρακτηρίζοντάς τον αιτία της ίδιας της συνείδησης, προτάσσει τη γοητευτική ελευθερία του δύο και δύο κάνουν πέντε. Ο άνθρωπος του υπογείου με τη δριμύτητα που απορρίπτει τον πρακτικό άνθρωπο, απορρίπτει όλα τα κοινωνικά οικοδομήματα, τα κρυστάλλινα παλάτια, που περιορίζουν τον άνθρωπο παρέχοντας μια φενάκη ασφάλειας. Σε μια χαρακτηριστική φράση που μπορεί να νοηθεί ως κριτική στο σοσιαλισμό που ριζώνει σιγά-σιγά στη σύγχρονη του συγγραφέα Ρωσία, η απέχθεια του συγγραφέα προς κάθε λογής οικοδομήματα καθίσταται εμφανής: « Προσέξτε τώρα: στη θέση του παλατιού, ας υποθέσουμε, πως βρίσκεται ένα κοτέτσι, και αρχίζει να βρέχει. Είναι πολύ πιθανό να μπω μέσα στο κοτέτσι για να μη βραχώ, μα δε θα το πάρω ποτέ το κοτέτσι για παλάτι από ευγνωμοσύνη, επειδή με προστάτεψε από τη βροχή. Γελάτε. Λέτε μάλιστα πως σε μια τέτοια περίπτωση παλάτι και κοτέτσι είναι το ίδιο. Ναι, θα απαντήσω, αν ζει κανείς μόνο για να μη βρέχεται».
ντοστογιεφσκι2
Στο δεύτερο μέρος του έργου, φαινομενικά ασύνδετο, μα στην ουσία άμεσα εξαρτώμενο από το πρώτο, ο συγγραφέας παρουσιάζει τρεις ιστορίες από τα νεανικά χρόνια του ήρωα. Η νεανική του εκδοχή αποτελεί μια παρωδία του κλασσικού μοτίβου του ρομαντικού ήρωα που απαντάται στα ρώσικα μυθιστορήματα, είναι εύθικτος, μορφωμένος, δειλός, εμπνεόμενος από υψηλές ιδέες και ιδανικά, οι δε χαρακτήρες με τους οποίους αλληλεπιδρά απεικονίζουν τη παθογένεια και την υποκρισία της σύγχρονής του Ρώσικης κοινωνίας. Ο συγγραφέας κοιτά βαθιά μέσα στον ήρωα του, μια γκροτέσκα εκδοχή του εαυτού του και των λογοτεχνικών ηρώων του, τον αποδομεί και καρατομεί με τον πιο λεπτό τρόπο την πνευματική και ηθική του ακεραιότητα, τη μισάνθρωπη στάση του απέναντι στην κοινωνία. Επαναλαμβάνοντας συνειδητά το μοτίβο της σωτηρίας της αθώας πόρνης, ο συγγραφέας φέρνει στο δρόμο του ήρωά του τη Λίζα, αποδίδοντας εξαιρετικά τόσο την αυθεντική, περήφανη ρώσικη «λαϊκή» ψυχή της, όσο και την αντιφατική συμπεριφορά που ο μορφωμένος, ιδεαλιστής ήρωας του υιοθετεί απέναντι της. Και στο δεύτερο μέρος, όμως, ο άνθρωπος του υπογείου είναι παρών, δηλώνοντας εν κατακλείδι «Αφήστε μας μόνους, χωρίς βιβλία, και αμέσως θα πελαγώσουμε, θα τα μπερδέψουμε, δε θα ξέρουμε που να στηριχθούμε και σε τι να αφοσιωθούμε, δε θα ξέρουμε τι πρέπει να αγαπήσουμε ή να μισήσουμε, τι πρέπει να εκτιμήσουμε ή να περιφρονήσουμε. Βαριόμαστε ακόμη και που είμαστε άνθρωποι, άνθρωποι με σάρκα και οστά αληθινά, ντρεπόμαστε για αυτό και το θεωρούμε ατιμία. Γυρεύουμε να γίνουμε ένας τύπος γενικού ανθρώπου που δεν υπήρξε ποτέ. Είμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθούμε και χρόνια και χρόνια μας γεννούν πατέρες που δεν είναι ζωντανοί, μια κατάσταση που μας ευχαριστεί όλο και πιο πολύ. Μας αρέσει. Σε λίγο, θα επινοήσουμε κάποιο τρόπο να γεννιόμαστε από μια ιδέα. Μα δε θέλω πια να γράφω μέσα από το υπόγειο».

Σχόλια