Το 1922, λίγα χρόνια μόνο μετά τη Ρώσικη Επανάσταση και μεσούσης της άνθισης σοσιαλιστικών και αναρχικών κινημάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο Φερνάντο Πεσσόα, ένα από τα μεγαλύτερα και πιο γριφώδη κεφάλαια της πορτογαλικής λογοτεχνίας, γράφει τον Αναρχικό Τραπεζίτη, μια ολιγοσέλιδη διαλογική αντιπαράθεση, η οποία βασισμένη σε μια αλληλουχία φαινομενικά λογικών συλλογισμών οδηγεί σε ένα ιδεολογικά παράδοξο άτοπο.
Τα πρόσωπα σε αυτόν το διάλογο, που θυμίζει έντονα σωκρατική διαλεκτική είναι δύο, ο αυτοαποκαλούμενος αναρχικός τραπεζίτης και ο ανώνυμος συνομιλητής του, που εκφράζει -χωρίς να σκιαγραφείται καθόλου σαν προσωπικότητα- τις εύλογες απορίες που γεννώνται και στον αναγνώστη από τους συλλογισμούς του τραπεζίτη.
Στην ερώτηση του συνομιλητή αν είχε υπάρξει ποτέ αναρχικός, ο τραπεζίτης απαντά πως όχι μόνο έχει υπάρξει, αλλά παραμένει αναρχικός, και μάλιστα όχι μόνο στη θεωρία, αλλά και στη πράξη. «Το ότι η ζωή μου δεν είναι ίδια με τη ζωή των τύπων που ανακατεύονται με βόμβες και συνδικάτα, αυτό είναι αλήθεια. Αλλά η δική τους ζωή είναι αντίθετη με την αναρχία και τα ιδανικά τους και όχι η δική μου». Καθώς ο έκπληκτoς συνομιλητής του θίγει το ασυμβίβαστο μεταξύ της αναρχικής σκέψης και των καπιταλιστικών συμφερόντων που εξυπηρετεί όντας τραπεζίτης, ο άντρας επιχειρεί μια αναδρομή στην θητεία του στην αναρχία. Ξεκινώντας ως εργάτης με λαϊκό υπόβαθρο, ο τραπεζίτης αντιλαμβάνεται σε νεαρή ηλικία τις πιο σκληρές προεκτάσεις της κοινωνικής ανισότητας και επιχειρεί να στραφεί κατά όλων των κοινωνικών επινοημάτων που παρεμβαίνουν στη φύση και την εγγενή ελευθερία του ανθρώπου. Απορρίπτοντας σοσιαλιστικές ιδέες ή κάθε άλλη προοδευτική σκέψη πέρα από την αναρχία μεμφόμενος την επιδίωξη τους για εγκαθίδρυση άλλων κοινωνικών επινοημάτων, ο τραπεζίτης οργανώνεται μαζί με άλλους νεαρούς σε μια αναρχική οργάνωση, και διαβάζοντας αναρχικούς συγγραφείς και παρακολουθώντας διαφωτιστικές διαλέξεις, αφοσιώνεται στον αγώνα διάδοσης και εφαρμογής των αναρχικών ιδεωδών. Καθώς η εσωτερική οργάνωση της ομάδας αποκτά αυταρχική δομή, στοιχεία τυραννίας όπως κατονομάζει ο ίδιος την επιβολή ορισμένων σε άλλους μέσα στην ομάδα, ο τραπεζίτης απορρίπτει την συλλογική προσπάθεια ως μέσο εφαρμογής της αναρχίας, και καταλήγει πως μόνο ατομικά μπορεί να δουλέψει κανείς για την επίτευξη του κοινού στόχου. «Σας είπα.., να εργαστούμε όλοι για τον ίδιο στόχο, αλλά χωριστά. Δουλεύοντας όλοι για τον ίδιο σκοπό, την αναρχία, καθένας μας συμβάλλει στην καταστροφή των κοινωνικών επινοημάτων και στην οικοδόμηση της ελεύθερης κοινωνίας του μέλλοντος. Δουλεύοντας χωριστά, δεν μπορούμε με κανέναν τρόπο να δημιουργήσουμε νέα τυραννία.»
Μόνος του πλέον, ο αναρχικός τραπεζίτης προσπαθεί να πολεμήσει ενάντια στα κοινωνικά επινοήματα που στέκονται τροχοπέδη στην ευαγγελιζόμενη ελευθερία του. Καθώς όμως δεν μπορεί να τα καταστρέψει, μιας και μονάχα μια κοινωνική επανάσταση θα μπορούσε να φέρει τέτοια αποτελέσματα, συλλογίζεται να καταστρέψει τους εκπροσώπους τους. Η δράση αυτή σύντομα απορρίπτεται ως αλυσιτελής: «Ας υποθέτουμε πως σκότωνα μια ντουζίνα καπιταλιστές. Ποιο θα ήταν το όφελος τελικά; Με την εξουδετέρωση μου, (..) η υπόθεση της αναρχίας θα έχανε έναν αγωνιστή- ενώ οι δώδεκα καπιταλιστές που θα είχα εξοντώσει δεν θα ήταν δώδεκα άτομα που έχασε η αστική κοινωνία, γιατί τα άτομα που την συνθέτουν δεν είναι στοιχεία μαχητικά, αλλά παθητικά, δεδομένου του ότι η πάλη δεν εξαρτάται από τα μέλη της, αλλά από το σύνολο των κοινωνικών επινοημάτων στα οποία βασίζεται η κοινωνία αυτή». Συμβιβασμένος με την διαπίστωση της αδυναμίας του να καταστρέψει τα κοινωνικά επινοήματα, στρέφεται σε ένα άλλο τρόπο να τα νικήσει, προσπαθεί να τα υποτάξει, να αδρανοποιήσει την επιρροή τους πάνω του. Και θεωρώντας εύλογα το χρήμα ως το σπουδαιότερο από αυτά, ο ήρωας μας επιλέγει να γίνει τραπεζίτης ώστε μέσω του πλούτου του να αποδεσμευτεί απόλυτα από το χρήμα, πλησιάζοντας έτσι στην μετουσίωση μιας αναρχικής ελευθερίας. Θεωρεί μάλιστα πως μετατρεπόμενος σε γρανάζι ουσιαστικά της αγοράς, δεν εξυπηρετεί με κάποιο τρόπο το κοινωνικό οικοδόμημα, αντίθετα πως το καταστέλλει ελαχιστοποιώντας την εξάρτηση του από αυτό.


Ο αναρχικός τραπεζίτης διαβάζεται απνευστί. Φλερτάροντας με μοναδική οξυδέρκεια με το παράλογο, ξενίζοντας ίσως με την μηδενιστική συλλογιστική πορεία του ομιλητή, το δοκίμιο αυτό ξεδιπλώνει με ενάργεια μια προβληματική πάνω στην αναρχία και την αστική δημοκρατία, στα κοινωνικά επινοήματα και την ελευθερία, στις μεθόδους εντατικοποίησης του αγώνα ενάντια στη καταπίεση και τις διακρίσεις, αλλά τέλος και στην φύση του ανθρώπου, στην ενδεχόμενη καταδίκη σε αποτυχία κάθε προσπάθειας αντίστασης απέναντι σε ένα πανίσχυρο σύστημα.

Σχόλια