• 1976: «Band of the year» -Rolling Stone
  • 1978: Του απονέμεται το Μετάλλιο Ειρήνης του Τρίτου Κόσμου από τον Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών.
  • 1981: Του απονέμεται η τρίτη μεγαλύτερη τιμή στη Τζαμάικα, το Τιμητικό Τάγμα της Τζαμάικα.
  • 1994: Μπήκε στο Rock and Roll Hall of Fame.
  • 1999: Το περιοδικό Time αναδεικνύει το «Exodus» σε άλμπουμ του αιώνα.
  • 2001: Αστέρι στο Hollywood Walk of Fame
  • 2001: Βραβείο Grammy για την Συνολική Προσφορά του.
  • 2004: Rolling Stone’s 100 Greatest Artists of All Time (#11)
  • 2006: The United Kingdom’s “Blue Plaque”
  • 2006: Ο δρόμος όπου βρίσκεται το διαμέρισμα του Bob Marley στο Brooklyn μετονομάζεται σε Bob Marley Boulevard.
  • 2010: GRAMMY Hall Of Fame (Catch A Fire)
  • 2012: Το Λος Άντζελες ανακυρήττει την 7η Αυγούστου επίσημη Μέρα του Bob Marley.
  • 2013: GRAMMY Tribute Performance
  • Το BBC ανέδειξε το «One Love» σε τραγούδι της χιλιετίας.
  • Ψηφίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους στιχουργούς σε ψηφοφορία του BBC.

 

O Bob MarleyRobert Nesta Marley– γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου του 1945 στο μικρό χωριό Nine Mile του Saint Ann Parish, στην Τζαμάικα. Η μητέρα του, Cedella Marley, σε ηλικία 18 χρονών παντρεύτηκε τον «λευκό» ναυτικό αξιωματούχο Norval Marley, ηλικίας 60 ετών. Ο τελευταίος πέθανε, όταν ο Bob ήταν μόλις 10 χρονών. «Ο τύπος δεν υπήρχε, ήταν μόνο μία φωτογραφεία εκείνου σε ένα άλογο, ένας λευκός άντρας πάνω σε ένα άλογο», αναφέρει η ηθοποιός Esther Anderson που διατηρούσε ερωτική σχέση με τον Bob τη δεκαετία του 70’. Ο Bob δεν μιλούσε συχνά για τον πατέρα του και τις φορές που αναφερόταν σε αυτόν, τον αποκαλούσε ως τον άνθρωπο που τον χώρισε από την μητέρα του, μόλις λίγο μετά την γέννηση του.

Ως μιγάς ο Bob θα δεχθεί, ήδη από πολύ μικρός, έντονη αποδοκιμασία από το περίγυρο του. «Τον πείραζαν που ήταν μιγάς, τον απέρριπταν […] τον αποκαλούσαν γερμανάκι» αναφέρουν φίλοι του. Ο ίδιος αργότερα θα δηλώσει «Δεν είμαι ούτε μαύρος ούτε λευκός, είμαι του Θεού που με δημιούργησε από το μαύρο και το άσπρο […]»

Σε ηλικία 12 ετών θα μετακομίσει μαζί με την μητέρα του στο Kingston για να αναζητήσουν μία καλύτερη ζωή. Εκεί θα εγκατασταθούν στην Trench Town, μία φτωχή πόλη με πλούσια όμως πολιτιστική δραστηριότητα. Στην Trench Town, ο Bob θα μάθει αυτοάμυνα για να υπερασπίζεται τον εαυτό του σε διάφορους καβγάδες, αλλά ταυτόχρονα θα εμπνευστεί από την πόλη και θα μεταφέρει, στην συνέχεια, τις εμπειρίες του από αυτήν στα τραγούδια No woman no cry”,Trench Town Rock και “Trench Town”-το τελευταίο κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του, το 1983.

Η αγάπη του για την μουσική, το κρίκετ και το ποδόσφαιρο ήταν εμφανής ήδη από πολύ νωρίς. Μόλις 14 χρονών, θα αποφασίσει να παρατήσει το σχολείο για να αφιερωθεί στην μουσική.

«Άρχισα να ενδιαφέρομαι για την
μουσική από την στιγμή που βρήκα κάποιον που να ξέρει πώς να τραγουδάει. Ήταν ο Desmond Dekker».

 Το 1962 ο Marley θα συναντηθεί με τον παραγωγό Lesly Kong και θα ηχογραφήσει τα πρώτα του singles: “Judge Not”, “Terror” και το “One More Cup of Coffee”- cover του επιτυχημένου κομματιού του Claude Gray. Η solo του δουλειά όμως δεν θα γνωρίσει επιτυχία και θα επιδιώξει τον σχηματισμό ενός μουσικού γκρουπ. Το οποίο τελικά και δημιούργησε με τον παιδικό του φίλο Bunny Wailer (Neville Livingston) και τον Peter (Macintosh) Tosh.

Ξεκίνησαν ως «The Teenagers» να παίζουν μουσική στα γνωστά στέκια της 1ης οδού της Trench Town . Στη συνέχεια μετονομάστηκαν σε «Juveniles» για να καταλήξουν ως «The Wailers» -δηλαδή  οι Άθλιοι, όνομα εμπνευσμένο από τις κακουχίες και την φτώχεια που είχαν υποφέρει και οι τρεις τους. Έχοντας για μάνατζερ τον Joe Higgs κατάφεραν να κλείσουν τα πρώτα τους live στο κεντρικό πάρκο της πόλης και σε γιορτές των Ράσταμαν. Ο Joe Higgs δεν δίστασε να τους βάλει να παίξουν ακόμα και σε νεκροταφεία ώστε να γίνουν αρκετά «γενναίοι» και να ξεπεράσουν τον φόβο τους για την σκηνή.  Το 1964 θα κυκλοφορήσει το πρώτο τους single «Simmer down» από το  Studio One, το οποίο και γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Τζαμάικα.

Την ίδια περίοδο, σε ηλικία περίπου 18 χρονών, ο Bob είχε ήδη μυηθεί στην φιλοσοφία και την θρησκεία των Ράσταμαν.  Υιοθέτησε  τα χαρακτηριστικά ράστα κοτσίδια, τα οποία «είναι η ταυτότητα μου» θα δηλώσει αργότερα. Για τους Ράσταμαν, τα κοτσίδια τους είναι πολύ σημαντικά διότι δηλώνουν το πόσο χρόνο είναι Ράσταμαν. Το κάπνισμα μαριχουάνας, ένα ακόμα στοιχείο που συνδέθηκε με τον Bob Marley, ήταν και αυτό μέρος της Ρασταφαριανής ιδεολογίας. Σύμφωνα με την οποία, η μαριχουάνα επιτρέπεται από την Αγία Γραφή και βοηθάει στον διαλογισμό. Ο Bob είχε μεγάλη πίστη στην θρησκεία, η μουσική του και η θρησκεία ήταν αλληλένδετες.

 

« […] ξέρεις ότι είσαι πάντα μόνος στον κόσμο και ψάχνεις ανθρώπους που να σκέφτονται  σαν εσένα. Έτσι όταν πήγα στο Κίνγκστον, γνώρισα τους Ράστα και αισθάνθηκα ότι ήμασταν στην ίδια πλευρά».  

Το 1966, παντρεύεται με την Rita Anderson και μία μέρα μετά αναχωρούν για τις Η.Π.Α λόγω οικονομικών προβλημάτων. Εκεί ο Bob θα δουλέψει σκληρά.

«see, I work for my pay, night and day (all night, alright)
Work for my pay, night and day (all night, alright)» –  
Το It’s Alright κυκλοφόρησε το 1970 και είναι εμπνευσμένο από την ζωή του Bob στο Γούλμιγκτον.

Επιστρέφοντας στην Τζαμάικα θα δημιουργήσει με τους The Wailers την δική τους δισκογραφική εταιρεία, εν ονόματι  «Wail’N Soul’M label» , κυκλοφορώντας  το «Bend Down Low». Ωστόσο, λόγω διάφορων προβλημάτων με τις ραδιοφωνικές εταιρείες και άλλων οικονομικών δυσκολιών, η εταιρία θα διαλυθεί το 1968.

«Η μουσική του, άρεσε πολύ επειδή ήξερε να λέει σωστά αυτό που ήθελε και σε έκανε να πιστεύεις. Είχε ψυχή και πνεύμα αλλά δεν είχε αυτοέλεγχο και δεν ήξερε σαφώς τι να κάνει, έψαχνε κάποιον να τον καθοδηγήσει». – Lee “Scratch” Perry

….τον οποίο και βρήκε στα μάτια του Lee “Scratch” Perry, ενός καινοτόμου παραγωγού, ο οποίος επηρέασε έντονα τον Bob και την καριέρα του.

 Το 1970, η εύπορη οικογένεια του πατέρα του θα τον απορρίψει και εκείνος θα γράψει το «Corner stone».

You’re a builder, baby; ( Είσαι ο χτίστης)
Here I am, a stone. ( Εδώ είμαι, ένας βράχος)
Don’t you pick and refuse me, (δεν με επιλέγεις και με αρνείσαι)
Cause the things people refuse (γιατί τα πράγματα που οι άνθρωποι απορρίπτουν)
Are the things they should choose. (είναι τα πράγματα που πρέπει να επιλέξουν)

Και στην συνέχεια θα έρθει να επιβεβαιώσει τους στίχους του, κάνοντας το όνομα Marley γνωστό παγκοσμίως. Ο άνθρωπος που απέρριψαν, ήταν ο ίδιος άνθρωπος που έκανε γνωστή την οικογένεια.

Το 1973 με την κυκλοφορία του άλμπουμ «Catch A Fire» ξεκινάνε τις πρώτες τους περιοδείες στην Αγγλία και μετέπειτα στις Η.Π.Α. Σε καμία από τις δύο δεν πληρώθηκαν, όμως ήταν ο μόνος τρόπος για να γίνουν γνωστοί.  Ο  Bob επιζητούσε την επιτυχία ενώ ο Bunny και ο Peter ήταν περισσότερο στρατευμένοι. Ο  Peter θα αποχωρήσει από το γκρουπ πριν ξεκινήσει η περιοδεία στις Η.Π.Α, παίρνοντας την θέση του, ο Joel Hings. Μετά το πέρας της περιοδείας θα αποχωρήσει και ο Bunny νιώθοντας υποτιμημένος από τον τότε παραγωγό τους, Chris Blackwell. Ο Bob θα συνεχίσει την δική του πορεία με το όνομα «Bob Marley & The Wailers».

Το άλμπουμ «Natty Dread», κυκλοφορεί το 1975 και είναι η πρώτη του δουλεία ως «Bob Marley & The Wailers». Το No woman no cry θα ξεχωρίσει και το άλμπουμ θα κατακτήσει την θέση νούμερο 44 στο Billboard’s Black Albums chart και την θέση 92 στο Pop Albums chart. Τον επόμενο χρόνο θα πραγματοποιήσει μία πολύ επιτυχημένη περιοδεία στην Ευρώπη και το No woman no cry κατακτά την θέση 44 στα βρετανικά chart.

Το 1976, κυκλοφορεί το άλμπουμ «Rastaman Vibration» το οποίο περιέχει το τραγούδι «War»- εμπνευσμένο από την ομιλία του Haile Selassie στην Γενική Συνέλευση των Ην. Εθνών, το 1963. Το τραγούδι παραμένει ακόμα και σήμερα ένας ύμνος ισότητας, ενώ ο Haile Selassie θεωρείτο από τους Ράσταμαν ένας ζωντανός Θεός.

Το ίδιο έτος στη Τζαμάικα λάμβαναν χώρα ακραίος πολιτικός αναβρασμός και βίαιες συγκρούσεις. Ο Marley, πολιτικά ουδέτερος, επιδίωξε να πραγματοποιήσει εκεί, την συναυλία  «Χαμογελαστή Τζαμάικα». Όμωςλόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων η συναυλία κρίθηκε ανεπιθύμητη.  Λίγες μέρες πριν την συναυλία, σημειώθηκε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, χωρίς ευτυχώς να αποβεί μοιραία. Ο Bob αφού πραγματοποίησε την συναυλία, έφυγε στο Λονδίνο για να ηρεμήσει.

Στο Λονδίνο θα ηχογραφήσει τα άλμπουμ «Exodus», το 1977 και «Kaya» το 1978. Και τα δύο θα
σημειώσουν μεγάλη επιτυχία. Την ίδια περίοδο τραυματίζεται κατά τη διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνα στο πόδι. Οι γιατροί διέγνωσαν κακόηθες μελάνωμα και του πρότειναν ακρωτηριασμό. Οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις, το πάθος του για τον χορό και το ποδόσφαιρο, θα τον κάνουν να αρνηθεί.

«Οι Ρασταφαριανοί δεν κάνουν ακρωτηριασμούς. Δεν επιτρέπω σε κανένα να είναι διαμελισμένος».

Το 1978, οι πολιτικές αναταραχές στην Τζαμάικα εντείνονταν όλο και περισσότερο. Εκείνος αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του για να δώσει, στις 22 Απριλίου, την Συναυλία Ειρήνης: One Love Peace Concert.

«Η ζωή μου δεν είναι σημαντική για μένα, η ζωή των άλλων είναι πιο σημαντική. Η ζωή μου είναι σημαντική μόνο αν μπορώ να βοηθάω τους ανθρώπους. Δεν χρειάζομαι ασφάλεια για την ζωή μου. Η ζωή μου είναι οι άνθρωποι, αυτοί μετράνε».

 

Στους ρυθμούς του Jamming καλεί τους αρχηγούς των δύο αντιμαχόμενων κομμάτων να δώσουν τα χέρια, σαν μία χειραψία συμφιλίωσης, και το καταφέρνει!

Θα ακολουθήσουν  περιοδείες στην Ευρώπη και την Ιαπωνία, καθώς και επισκέψεις στην Αφρική. Το 1978 κυκλοφορεί το Babylon by Bus, άλμπουμ που απέσπασε τις καλύτερες κριτικές με το Jamming να αποθεώνεται από το κοινό. Ακολουθούν το  Survival το 1979, όπου ο Marley δείχνει ανοιχτά την υποστήριξη του στους λαούς της Αφρικής. Το Uprising, το 1980 όπου θα είναι και το τελευταίο του άλμπουμ. Ενώ το Confrontation,θα κυκλοφορήσει μετά τον θάνατο του, το 1983, περιέχοντας ακυκλοφόρητες και σπάνιες ηχογραφήσεις του.

Η διάγνωση ότι πάσχει από καρκίνο στον εγκέφαλο, το συκώτι, το ήπαρ και το στομάχι, όπως ήταν φυσιολογικό επέδρασε καταλυτικά στην ψυχολογία του. Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1980, έδωσε την τελευταία του συναυλία στο Stanley Theater στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνιας. Στο soundcheck πριν την συναυλία, έπαιξε μόνο ένα  τραγούδι , το I’m Hurting Inside, το οποίο, όμως, δεν τραγούδησε ποτέ στην συναυλία. Ήταν το κομμάτι που τον εξέφραζε περισσότερο εκείνη την στιγμή.

Στο διάστημα που ακολούθησε, υποβλήθηκε σε μία σειρά από χημειοθεραπείες στην Γερμανία. ‘Όταν οι γιατροί δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν περισσότερο,  αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η πτήση του όμως προσγειώθηκε εκτάκτως στο Μαϊάμι, καθώς κρίθηκε αναγκαία η ιατρική περίθαλψη.  Στις 11 Μαΐου του 1981 άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο Cedars of Lebanon, στην ηλικία των 36.

Ανταγωνιστικός σε ότι έκανε, δύσκολος, άκαμπτος, σκληρός αλλά ταυτόχρονα φιλόδοξος, αισιόδοξος, ειρηνιστής, φιλάνθρωπος….Αυτός ήταν ο εξαιρετικός Bob Marley. Παρόλο που έχουν περάσει 34 χρόνια από τον θάνατο του, παραμένει ακόμη ζωντανός με την μουσική και το κοινωνικό έργο που άφησε πίσω του!

 «Δεν έχω καμία φιλοδοξία. Ξέρω μόνο ένα πράγμα που θα ήθελα να δω να συμβαίνει. Θα ήθελα να δω το ανθρώπινο είδος να ζει ενωμένο, μαύροι, λευκοί, Κινέζοι, όλοι. Αυτό είναι όλο».

Σχόλια