Μία χρωματική και συναισθηματική περιπέτεια στο τελευταίο βιβλίο του Χαρούκι Μουρακάμι.

Ο Χαρούκι Μουρακάμι είναι πλέον γνωστός. Και αυτό μπορεί πλέον να είναι δεδομένο, ένα όνομα που οι κριτικοί λατρεύουν και το κοινό αποθεώνει, αλλά στα αλήθεια πριν χρόνια δεν ήταν ακριβώς έτσι και ο ίδιος εμφανίστηκε στη σκηνή μάλλον απότομα, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει επουδενί το ταλέντο του.

Χάρηκα πάρα πολύ όταν μου έκαναν δώρο το τελευταίο του βιβλίο, “Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα Χρόνια του προσκυνήματός του” (εκδόσεις Ψυχογιός). Μεγάλος τίτλος, μικρό βιβλίο, σε ένα βαθμό ήμουν περίεργος να το διαβάσω μόνο και μόνο για να έρθω σε επαφή με το στυλ γραφής που λέγεται πως έχει ο Μουρακάμι και αποκαλείται μαγικός ρεαλισμός. Ο μαγικός ρεαλισμός συνίσταται στην αρμονική μίξη της καθημερινότητας με το υπερφυσικό στοιχείο και είναι κάτι που υπάρχει σε όλα τα βιβλία του συγγραφέα, κάποιες φορές έντονα και κάποιες άλλες υποδόρια.

Στην περίπτωση του Τσουκούρου Ταζάκι έχουμε ένα παιδί που ούτε λίγο ούτε πολύ πιστεύει πως είναι κενός, άδειος. Υπάρχει, αλλά δεν προκαλεί αντίδραση, αλληλεπιδρά χωρίς να πιστεύει πως αφήνει στίγμα. Ένας άνθρωπος που πιστεύει πως απλά είναι μία σκιά, άγευστος. Ο Τσουκούρου είχε την τύχη στο γυμνάσιο να είναι μέλος μίας υπέροχης παρέας 5 ατόμων, που όλα τους εκτός από τον ίδιο έτυχε να έχουν χρώματα μέσα στα γράμματα του επιθέτου τους (δηλαδή κάποια από τα ιδεογράμματα που χρησιμοποιούσαν για το επώνυμο ήταν ιδεογράμματα που σήμαιναν κάποιο χρώμα). Εκτός βέβαια από τον ίδιο που το επώνυμό του γραφόταν με το ιδεόγραμμα για το “κατασκευάζω/χτίζω”, ένας διαχωρισμός λεκτικός πρώτα από όλα λοιπόν, που αργότερα θα γίνει και συναισθηματικός. Σύμφωνα με τον ίδιο το να μην έχει χρώμα στο επίθετό του τον διαχώριζε από την παρέα, τον έκανε άχρωμο.

Κάποια στιγμή η παρέα του Τσουκούρου επικοινωνεί μαζί του και του λέει ούτε λίγο ούτε πολύ πως δεν θέλουν πια να κάνουν παρέα και να μην τους ξαναμιλήσει. Κεραυνός εν αιθρία για τον πρωταγωνιστή μας, ο οποίος πέφτει σε κατάθλιψη και φλερτάρει με το θάνατο. Τα χρόνια περνάνε και παρόλο που ο Τσουκούρου έχει επανέλθει μέχρι ένα σημείο, έχει φτάσει σχεδόν 40 και ακόμα το τραύμα του εκδιωγμού του δεν έχει κλείσει. Μέχρι που η Σάρα, μία μεγαλύτερή του γυναίκα με την οποία διατηρεί σχέση, θα τον πείσει πως για να προχωρήσει σαν άνθρωπος πρέπει να μιλήσει με τους 4 φίλους του και να μάθει τα αίτια για τα οποία τον έδιωξαν από την παρέα. Το βιβλίο με λίγα λόγια είναι ένα ταξίδι στην Ιαπωνία του σήμερα, αργότερα και λίγο στη Φιλανδία, αλλά κυρίως στη μνήμη και στον εσώτερο εαυτό, προκειμένου να αναζητηθεί η συγχώρεση, η εξιλέωση, ίσως πιο πολύ από όλα η κατανόηση της ευαίσθητης φύσης των ανθρώπων και των απερίγραπτων δυσκολιών που εγκυμονεί κάθε σχέση, φιλική ή ερωτική.

Να το πω; Θα το πω. Το βιβλίο δεν μου άρεσε. Ο  Μουρακάμι γράφει καταπληκτικά, περιγράφει με αναπάντεχο τρόπο πολύ καθημερινά πράγματα και αυτό δίνει μία φρεσκάδα στις σελίδες του, ωστόσο δεν μπορώ παρά να δυσανασχετήσω, ή τουλάχιστον να σηκώσω το δεξί φρύδι πολύ πολύ ψηλά, όταν βλέπω την πορεία των γεγονότων που ακολουθεί. Για την ακρίβεια, τουλάχιστον στο συγκεκριμένο βιβλίο, το στοιχείο του υπερφυσικού κάνει μεν την εμφάνισή του, αλλά με τρόπο που δεν εξυπηρετεί τίποτα. Ο Τσουκούρου ταξιδεύει μέσα στον κόσμο και έρχεται αντιμέτωπος με ιστορίες οι οποίες έχουν μέσα τους ένα βαθμό υπερβατικότητας της καθημερινότητας, χωρίς όμως να καταφέρνουν να επηρεάζουν στο ελάχιστο την ζωή του ή τον τρόπο που την αντιμετωπίζει.

Κάποια στιγμή ο Χάιντα, ένας φίλος του Τσουκούρου, του λέει για μία ιστορία που του είπε ο πατέρας του, όπου συνάντησε έναν άνθρωπο που μπορούσε υποτίθεται να βλέπει τις αύρες των ανθρώπων (και κάποια άλλα πράγματα, αλλά θα ήταν λίγο spoil να τα αναφέρω). Ε, το βιβλίο έχει δύο ολόκληρα κεφάλαια αφιερωμένα σε αυτήν την ιστορία και ωστόσο η ίδια στο τέλος δεν έχει κανένα μα κανένα αντίκτυπο. Δεν πυροδότησε τίποτα. Κανένας χαρακτήρας δεν εξελίχθηκε, η πλοκή δεν προχώρησε, δεν μάθαμε περισσότερα, τίποτα. Απλά διαβάσαμε ένα μικρό κεφάλαιο για έναν τύπο που βλέπει αύρες και τελικά αυτό δεν είχε καμία μα καμία σχέση με το υπόλοιπο βιβλίο.

Το ίδιο υπάρχει σε παραπάνω από ένα σημεία. Ένας χαρακτήρας κατηγορεί τον Τσουκούρου πως έκανε κάτι φριχτό, και εκείνος μερικές φορές σκέφτεται πως όντως μπορεί και να το έκανε μία νύχτα που είχε χάσει τον έλεγχο. Μόνο που δεν υπήρχαν τέτοιες νύχτες. Ίσως ο Μουρακάμι ήθελε να τονίσει πως ο Τσουκούρου θα μπορούσε να το είχε κάνει οπότε το σκέφτεται σαν μία παράλληλη πραγματικότητα στην οποία το έκανε. Δεν ξέρω αν μου αρέσει αυτό όμως. Εν τέλει γράφεις για να δείξεις τι; Ποιος είναι ο στόχος του συγγραφέα όταν ο πρωταγωνιστής του νιώθει τύψεις για κάτι που δεν έκανε; Ποιος είναι ο στόχος όταν ο Τσουκούρου ακούει μία μακροσκελέστατη υπερφυσική ιστορία η οποία πλασάρεται σαν αληθινή, αλλά που όμως από εκεί και μετά δεν τον αλλάζει καθόλου; Του δίνει βέβαια τροφή για σκέψη, αλλά δεν φτάνει σε κανένα συμπέρασμα, δεν αλλάζει σαν χαρακτήρας, δεν ανακαλύπτει τίποτα καινούριο ούτε για τον ίδιο ούτε για τους άλλους.

Με λίγα λόγια με προβληματίζει το γεγονός πως υπάρχουν πολλά σημεία, καθόλου μικρής έκτασης, μέσα στο βιβλίο που είτε υπήρχαν είτε δεν υπήρχαν το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο.

Και ίσως αυτό να μην το σκεφτόμουν τόσο πολύ αν το τέλος δεν ήταν κάπως αδύναμο κατά την γνώμη μου. Φλερτάρουμε σε πολύ κοντινή απόσταση με βαρύτατα spoilers, αλλά δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως ο Τσουκούρου στην τελευταία σελίδα είναι σε μία demi κατάσταση που δύσκολα χαρακτηρίζει καλύτερη από αυτή στην οποία ήταν προηγουμένως. Ναι, έμαθε κάποια πράγματα, έμαθε αυτά που ήθελε, αλλά τι καλό του έκαναν; Τον έκαναν ανεξάρτητο; Τον ελευθέρωσαν από το παρελθόν, μήπως όμως παράλληλα τον αλυσόδεσαν κάπου αλλού;

Αν ο Τσουκούρου στο τέλος ξεπερνά ένα πρόβλημα, δίνει ταυτόχρονα την εντύπωση πως δημιουργεί τα θεμέλια για ένα νέο, τοποθετημένο κάπου στο μέλλον, το οποίο δυστυχώς έχει την ίδια βάση με το προηγούμενο, το τυφλό δέσιμο το οποίο καταπίνει την ατομικότητα.

Και ίσως αυτό είναι κάτι που επίσης δεν μου άρεσε. Σε όλο το βιβλίο αποθεώνεται η ανάγκη εύρεσης “λύσης”, αλλά τελικά όλο το βιβλίο είναι μία ενδελεχής εξερεύνηση του προβλήματος, και όταν τελικά έρχεται αυτή η “λύση” δεν είναι λύση, αλλά ημίμετρο. Δεν θα με πείραζε στο τέλος ο Τσουκούρου να μην κατάφερνε τίποτα. Η ζωή είναι κάτι πολύ σύνθετο και σπάνια πετυχαίνουμε αυτό που θέλουμε. Με πειράζει όμως που ο Μουρακάμι προσπαθεί να πλασάρει το τίποτα σαν νίκη, χωρίς την ίδια στιγμή ο πρωταγωνιστής του να έχει (κατά την γνώμη μου) προχωρήσει. Απλά μετατοπίζει τις ανάγκες του.

Το βιβλίο είναι καλογραμμένο και η ανάγνωση βγαίνει αβίαστα, χωρίς να θυσιάζεται η τεχνική. Αλλά παρόλο που η σκηνοθεσία παίρνει άριστα και εύγε (με καρδούλα αντί για τόνο πάνω από το “υ”),  δεν μπορεί να σώσει ένα προβληματικό κατά την γνώμη μου σενάριο.

Τσουκούρου Ταζάκι

Σχόλια