Ο Νίκος Καββαδίας υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και λογοτέχνες της γνωστής ″γενιάς του ’30″. Ο ποιητής των θαλασσών γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 στο Ουσουρίσκι της Μαντζουρίας- επαρχία της τότε Τσαρικής Ρωσίας (σήμερα αποτελεί τμήμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας). Ο πατέρας του, Χαρίλαος Καββαδίας, διαχειριζόταν ένα εμπορικό γραφείο και διακινούσε μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο αποδέκτη τον τσαρικό στρατό. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οικογένεια του ποιητή έχοντας καταστραφεί οικονομικά λόγω της επανάστασης των μπολσεβίκων επιστρέφει στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κεφαλλονιά, τόπο καταγωγής των γονιών του. Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στο Πειραιά. Αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο, ο Καββαδίας δίνει εισαγωγικές εξετάσεις για την Ιατρική, εντούτοις ο θάνατος του πατέρα του τον οδηγεί προς τη θάλασσα. Το 1928 βγάζει ναυτικό φυλλάδιο ως ναυτοπαίς και την επόμενη χρονιά ξεκινάει την περιήγηση του στις θάλασσες του κόσμου, με το φορτηγό πλοίο ″Άγιος Νικόλαος″.

Νίκος Καββαδίας

O ποιητής, το 1934.

Ο Καββαδίας, ήδη από 18 ετών, δημοσιεύει ποιήματά του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, υπογράφοντας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας. Το 1933 εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο ″Μαραμπού″, η οποία, δυστυχώς για τον ποιητή, γνωρίζει την περιφρόνηση από το μεγαλύτερο μέρος του λογοτεχνικού κόσμου που αδυνατεί να κατανοήσει το ύφος και την γραφή του. Μονάχα ο λογοτέχνης Κώστας Βάρναλης και ο θεατρικός σκηνοθέτης και θεωρητικός του θεάτρου, Φώτος Πολίτης θα αναγνωρίσουν την αξία των ποιημάτων του Καββαδία.

Τα ποιήματά του κατά κανόνα στερούνται των κλασσικών ποιητικών μοτίβων, π.χ. πλούτο γλώσσας ή λυρικό στίχο. Αντιθέτως υιοθετεί συνειδητά έναν απλό ποιητικό λόγο που αφενός τονίζει σε αρκετές περιπτώσεις  τις ατέλειες των εκφραστικών του μέσων, αφετέρου όμως αναδεικνύει την αλήθεια των στίχων του. Στίχων που αποτελούν έργο όχι ενός ποιητή, αλλά ενός ανθρώπου που αγαπά την ποίηση και μεταμορφώνεται σε ποιητή, επειδή επιδιώκει μέσω αυτής να εξωτερικεύσει συναισθήματα και σκέψεις και να καταγράψει τις αναμνήσεις, που σημάδεψαν το ”είναι” του κατά την διάρκεια των ταξιδιών του. Τα έργα του Καββαδία σε ταξιδεύουν μ΄έναν τρόπο που οι σύγχρονοι του ήταν δύσκολο να καταλάβουν.

Οι προσευχές των ναυτικών (από τη συλλογή ″Μαραμπού″, 1933)

Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μία γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται, βουβοί, γονατιστοί
μπρός σ’ ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.

Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μία χάλκινη παγόδα που καπνίζει.

Οι Κούληδες με τη βαριά ωχροκίτρινη μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.

Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γεμάτοι από ικεσία,
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που έμαθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.

Και οι Έλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν, το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή «Πάτερ ημών…»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.

Έξι χρόνια μετά την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής (1939), λαμβάνει το δίπλωμα του ασυρματιστή και έπειτα από λίγο καιρό παίρνει το δρόμο για τα βουνά της Αλβανίας μαζί με τον ελληνικό στρατό, ώστε να πολεμήσει στο αλβανικό μέτωπο ενάντια στους Ιταλούς. Με την ελληνική συνθηκολόγηση κατά την άνοιξη του ’41, ο Καββαδίας  εντάσσεται αρχικά στο ΕΑΜ και εν συνεχεία γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Παρά τις αντιξοότητες της κατοχής εξακολουθεί να γράφει ποιήματα, ενώ παράλληλα γίνεται μέλος και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Κατά το χειμώνα του 1945 εγκαταλείπει την χώρα αφού οι ελληνικές αρχές του επέτρεψαν να ταξιδέψει καθώς τον θεωρούσαν ανενεργό κομμουνιστή.

Νίκος Καββαδίας

Το 1947 δημοσιεύεται η δεύτερη ποιητική του συλλογή (″Πούσι″) και 7 χρόνια αργότερα ακολουθεί η κυκλοφορία της ″Βάρδιας″, ενός μυθιστορηματικού διηγήματος σχετικά με την καθημερινότητα των ναυτικών. Στην πραγματικότητα η ″Βάρδια″ αποτελεί ένα εξομολογητικό έργο των περιπετειών του ποιητή και των συναδέλφων του, κατά τις ναυτικές τους αναζητήσεις. Τα ταξίδια του συνεχίζονται αδιάκοπα μέχρι και τις 10 Φεβρουαρίου του 1975, όταν τελικώς η οδύσσεια της ζωής του λαμβάνει τέλος ύστερα από 65 χρόνια στην Αθήνα, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο.

Έπειτα από τον θάνατο του κυκλοφορεί η τρίτη και η τελευταία συλλογή του υπό τον τίτλο ″Τραβέρσο″ (1975), που θεωρείται το πιο ολοκληρωμένο του έργο.

Ο ποιητής έκλεισε τους λογαριασμούς του με τα κύματα και την στεριανή ζωή με την Πικρία″, το κύκνειο άσμα του, που γράφτηκε τρεις μόλις μέρες πριν τον θάνατό του. Το ποίημα αποτελεί έναν ύστατο απολογισμό της ζωής του, τώρα που το τέλος μοιάζει να πλησιάζει ολοένα και περισσότερο.

Πικρία (από την συλλογή ″Τραβέρσο″, 1975)

Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα,
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμόι,
και τη γριά που εμέτραγε με  πόντους την ταρίφα.

Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,
για το κορμί σου, που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.

Ό ,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι:
τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας στο κατάρτι,
το μπούσουλα, τη βάρδιά μου και την πορεία στον χάρτη,
για ένα δυσεύρετο, μικρό θαλασσινό κοχύλι.

Το πυρετό στους Τροπικούς, του Rio τη μαλαφράντζα,
την πυρκαγιά που ανάψαμε μία νύχτα στο Μανάο.
Τη μαχαιριά που μου ‘δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
και «Σε πονάει με τη νοτιά; – Όχι απ’  αλλού πονάω.»

Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια
του καραβιού πού κάθισε την πλώρη την σπασμένη.
Τις ξεβαμμένες στάμπες μου, πού ‘χα για περηφάνια
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.

Τί να σου τάξω, ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου
ο σάκος μου, σ’ Αμερική κι Ασία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;
Κατακαημένε,
η θάλασσα μισάει την προδοσία.

Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι.
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
και ταψιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια.

Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.
Μία μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.

Το έργο του Καββαδία

* Ποιητικές συλλογές:  -Μαραμπού, 1933

                                          – Πούσι, 1947

                                          -Τραβέρσο, 1975

*Πεζογραφία:                 – Βάρδια, 1954

                                           – Λι, 1987

                                        -Του πολέμου/ Στο άλογό μου, 1987

Σχόλια