Κυριακή απόγευμα. Λίγα λεπτά πριν την παράσταση, ένας «Ήρωας με Παντόφλες» μας υποδέχτηκε στο σπίτι του… στο θέατρο Βρετάνια. Αντικειμενικά, είναι ένας από τους πιο καταξιωμένους ηθοποιούς της χώρας και (υποκειμενικά!) ένας πολύ ζεστός και φιλόξενος άνθρωπος. Ο Γιάννης Μπέζος, που σκηνοθέτησε και πρωταγωνιστεί στο έργο των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου, μας άνοιξε το καμαρίνι του και μας χάρισε μια μοναδική κουβέντα. Μας μίλησε για το έργο που πρωταγωνιστεί, αλλά και για τη διαχρονικότητα και τη σημασία του σήμερα. Ο Γιάννης Μπέζος ακόμα πιστεύει ότι υπάρχουν ήρωες στις μέρες μας και ότι δεν ξεπουλιούνται όλα, σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται η χώρα. Μας μίλησε για το καθήκον και την αξία που έχει  καθένας μας. Τον δυσκολέψαμε, αλλά πραγματικά προσπάθησε να μας εξηγήσει τι μαγικό συμβαίνει σε μια θεατρική παράσταση. Τι σκέφτεται ο ηθοποιός; Τι ο θεατής; Και ποιος τελικά παίζει στο θέατρο, αφού δεν παίζει ο ηθοποιός;

Τι είναι για εσάς ο Στρατηγός Δεκαβάλλας;

Συνέντευξη με το Γιάννη Μπέζο

Το έργο αυτό είναι ένα έργο μακριά από την ηλικία των νέων ανθρώπων. Είναι  γραμμένο το 1947, που η Ελλάδα βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο και αυτό σημαίνει ότι έχει μια δυναμική, που σήμερα δεν μπορούμε να την καταλάβουμε ακριβώς. Αφορά σε έναν απόστρατο ανώτατο αξιωματικό και τίμιο άνθρωπο. Έχει πολεμήσει και στους Βαλκανικούς Πολέμους και στο Αλβανικό Μέτωπο. Έχει πάρει μια μικρή σύνταξη, ζει ήρεμα με την οικογένειά του και πέφτει θύμα μιας πλεκτάνης επιτηδείων της εποχής –ξέρετε αυτοί είναι διαχρονικοί, γι’ αυτό και το έργο έχει ενδιαφέρον ακόμα-. Αυτοί του στήνουν μια κομπίνα, πάνω στη δόξα και στον ηρωισμό του, πάνω στην αφέλειά του ίσως, με σκοπό να βγάλουν λεφτά. Τον πουλάνε όλοι. Παράλληλα έχει και ένα οικογενειακό δράμα που ζει με την κόρη του. Όπως βλέπουμε στο τέλος παίρνει θέση πάνω σε αυτό. Και για να μπορέσει να πάρει το φάρμακο του παιδιού του, πουλάει το κουστούμι του. Δεν πουλάει όμως το παράσημό του. Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό του έργου, ότι δεν ξεπουλιούνται όλα. Ότι υπάρχει και κάτι που είναι στην καρδιά των ανθρώπων, στη μνήμη, στην ιστορία τους, που είναι ο εαυτός τους, που είναι η αξία τους. Αυτό είναι και η λέξη αξιοπρέπεια –του πρέπει η αξία δηλαδή-. Αυτό είναι κάτι που δεν ξεπουλιέται. Αυτό είναι το νόημα του έργου και το ενδιαφέρον να το ανεβάσει κανείς σήμερα.

Ο ρόλος που ενσαρκώνετε, είναι ένας άνθρωπος με πίστη και αφοσίωση στο καθήκον, ενώ ταυτόχρονα δεν περιμένει κανένα αντίτιμο. Πόσο συχνά συναντάμε σήμερα έναν τέτοιο άνθρωπο στην ελληνική κοινωνία και με τι μορφές;

Δεν τους συναντάμε με καμία μορφή, τους συναντάμε με τη μορφή του αγνώστου. Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που ενδεχομένως να ζουν με αυτόν τον τρόπο, δεν περιμένουν καμία αναγνώριση. Η αναγνώριση έχει να κάνει με το πόσο εσύ μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος, να είναι τίμιος με τον εαυτό σου, με το αίσθημά σου, με το παρελθόν σου, με τις αξίες σου, με αυτά που έχεις μεγαλώσει, με τις σκέψεις σου. Και για να γίνω πιο σαφής, κάποια στιγμή στο έργο λέει ο ένας «Δεν είναι ρουσφέτι η πατρίδα». Αυτό ακριβώς είναι το νόημα. Δεν είναι όλα ρουσφέτι. Απλώς στην Ελλάδα, που λίγο πολύ όλα είναι εσφαλμένα, δεν καταλαβαίνουμε τι εννοούμε με την έννοια «πατρίδα», δεν έχουμε ενιαία αντίληψη. Πατρίδα είναι ένας τρόπος που έχουμε συναποφασίσει να ζούμε. Είναι το κλίμα μας, ο τρόπος που χαιρόμαστε, ο τρόπος που θρηνούμε τους νεκρούς, ο τρόπος που συμμεριζόμαστε τη χαρά μας, που χορεύουμε, η κουλτούρα, τα έθιμα, η γλώσσα μας. Όταν λοιπόν υπερασπίζεσαι την πατρίδα, αυτά υπερασπίζεσαι, όχι τη σημαία. Η σημαία αποτελεί ένα σύμβολο και οι άνθρωποι δεν υπερασπίζονται τα σύμβολα, αλλά την ουσία των πραγμάτων. Και για αυτό δεν μπορείς να περιμένεις κάποια αναγνώριση, γιατί είσαι μέρος της πατρίδας. Αν αγαπάς την πατρίδα, αγαπάς όλον τον κόσμο. Αν δεν αγαπάς πολύ την πατρίδα σου, την εκμεταλλεύεσαι λέγοντας ότι την αγαπάς και μισείς τους υπόλοιπους. Είναι συμπλεγματική συμπεριφορά αυτή.

Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά των ανθρώπων που προσφέρουν ανιδιοτελώς στην πατρίδα τους, σε σχέση με τους υπόλοιπους;

Είναι η γενναιότητα και η αίσθηση της αξιοπρέπειας και της ντροπής. Αυτές οι λέξεις που λείπουν από το λεξιλόγιό μας. Η λέξη καθήκον, θεωρείται παλιομοδίτικη και κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει. Διότι η επίσημη κουλτούρα της χώρας μας, απαξίωσε λίγο έννοιες όπως το καθήκον. Κυρίως μετά την Μεταπολίτευση, που όλα θεωρήθηκαν πολύ απλά και αυτονόητα ενώ δεν ήταν και το αποτέλεσμα το ζούμε σήμερα. Σε αυτήν την κρίση και την κατάθλιψη που έχει πέσει σε όλους. Και υπάρχει κατάθλιψη γιατί δεν νιώθουμε δυνατοί μέσα μας. Τόσα χρόνια μας έδινε δάνεια το χρήμα. «Έχω χρήμα αισθάνομαι δυνατός, δεν έχω αισθάνομαι αδύναμος». Ενώ ο άνθρωπος νιώθει δυνατός μόνο όταν έχει πραγματική αξία. Όλες αυτές οι έννοιες έχουν αμβλυνθεί σήμερα. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι ιδιαίτερα εκπαιδευμένοι, οι οποίοι παρ’ όλα αυτά έχουν μια αριστοκρατική καταγωγή με την έννοια της παιδείας μέσα τους. Συγκαταλέγονται στην κατηγορία των αρίστων και αυτή η παιδεία δεν μαθαίνεται στο σχολείο, είναι προσωπική περιπέτεια του καθενός. Το κατά πόσο θέλει να παιδευτεί κανείς και να ανησυχήσει.Συνέντευξη με το Γιάννη Μπέζο

Τι είναι για εσάς καθήκον;

Τι είναι καθήκον; Για παράδειγμα, όταν βγαίνω στη σκηνή, δε μπορώ να κάνω την πλάκα μου. Πρέπει να είμαι παρών και αυτό είναι το καθήκον μου απέναντι σε αυτούς που έχουν έρθει. Και αυτό μη νομίζετε, δεν είναι αυτονόητο! Άλλο παράδειγμα, όταν διδάσκεις στο πανεπιστήμιο, καθήκον σου είναι να στέκεις κερί αναμμένο μπροστά στους φοιτητές σου. Ή αν είσαι αστυνομικός, καθήκον σου είναι να είσαι υπεύθυνος για την ασφάλεια του πολίτη, όχι για τον τρόμο του ή για την αδιαφορία. Επίσης , όταν είσαι γονέας, καθήκον σου είναι να υπερασπίζεσαι την αξιοπρέπεια του παιδιού σου, όχι μόνο τη διατροφή του. Το καθήκον δηλαδή περνά σε επίπεδο αξιών και όχι μόνο στα δεδομένα και ευκόλως εννοούμενα.

Έχετε δηλώσει ότι ο ηθοποιός, πρέπει να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά από τον θεατή. Ποια είναι η ματιά του σκηνοθέτη;

Να ξεκαθαρίσουμε ότι ο σκηνοθέτης είναι εφεύρημα στα τέλη του 19ου αιώνα, δεν υπήρχαν πριν σκηνοθέτες. Το θέατρο είναι ο ηθοποιός και τίποτε άλλο. Όλα τα υπόλοιπα είναι για να γράφουν τα περιοδικά, οι κριτικοί και οι σχολιαστές. Και να τονίσουμε ότι ο ηθοποιός οφείλει να έχει διαφορετική ματιά σε ολόκληρη τη ζωή του, όχι μόνο στη δουλειά του.

Τι είναι για εσάς θέατρο;

Το θέατρο είναι τέχνη και η τέχνη όπως και η πίστη απευθύνονται στον καθένα ξεχωριστά. Θέατρο είναι το πώς ζωντανεύεις ένα κείμενο και αυτό είναι δουλειά του ηθοποιού. Δεν είναι σκοπός του η παιδεία, γι’ αυτό το λόγο πολλές φορές γίνεται και από ανόητους ανθρώπους, που όμως έχουν μέσα τους ένα θεϊκό χάρισμα. Το θέατρο έχει να κάνει με το αίσθημα. Προηγείται το θεωρητικό υπόβαθρο, αλλά δεν είναι υποχρεωτικό να εκπαιδεύσει. Αυτό γίνεται για τις τεθλασμένες, δηλαδή κάνω εγώ κάτι στη σκηνή, που θα σου πυροδοτήσει τη φαντασία και την ευαισθησία και αν θέλεις μετά παίρνεις δουλειά για το σπίτι. Αλλά δεν σε εκπαιδεύει εκείνη την ώρα. Ο Μπρεχτ πήγε να το κάνει, απέτυχε παταγωδώς και ησύχασε. Ο Μπρεχτ, έκανε το πολιτικό θέατρο στην προ-χιτλερική Γερμανία, με κοινό όλη την μπουρζουαζία του Βερολίνου. Το κοινό για το οποίο έγραφε, συμμερίστηκε τελικά τον Χίτλερ ιδεολογικά. Είναι λάθος να πιστεύουμε λοιπόν ότι το θέατρο είναι σχολείο! Η θέατρο είναι μια τέχνη, η οποία όμως δεν έχει σαν στόχο να εκπαιδεύσει. Αν το έκανε αυτό, τότε οι άνθρωποι θα ήταν καλύτεροι από την εποχή του Αισχύλου.

Συνέντευξη με το Γιάννη Μπέζο

Γιατί ο θεατής πηγαίνει στο θέατρο;

Ο άνθρωπος γεννιέται πάντα με την ανάγκη της μεταμόρφωσης. Θέλει να φύγει από τον εαυτό του, να γίνει κάτι άλλο. Τώρα που έρχονται οι απόκριες θα το δείτε! (γελάει). Θέλει να βάζει μια μάσκα την οποία θα βγάλει μετά. Αυτό το στοιχείο της μεταμόρφωσης εμείς οι ηθοποιοί προσπαθούμε να το πετύχουμε, αλλάζοντας όχι το εξωτερικό
μας, αλλά τη ματιά που οι θεατές βλέπουν εμάς. Δηλαδή, όταν ο θεατής βλέπει την παράσταση, ξέρει ότι ο ηθοποιός δεν είναι στ’ αλήθεια ο ήρωας. Ξέρει ότι εγώ, είμαι στο καμαρίνι μου πριν βγω στη σκηνή και ότι μετά θα πάω στο σπίτι μου. Κάνει όμως ότι δεν το ξέρει! Αυτό είναι μεταμόρφωση, την οποία κάνει ο θεατής. Σύμβαση είναι στην ουσία. Και έρχεται ο θεατής πληρώνοντας, για να ζήσει δύο στιγμές από το χρόνο του ήρωα. Κάνει λοιπόν μια διαδικασία στο μυαλό του και στην καρδιά του, ότι για δύο ώρες, αυτός ο ηθοποιός θα είναι αυτός ο ήρωας. Και ο ηθοποιός κάνει ότι είναι αυτός. Αλλά την ώρα εκείνη δεν μεταμορφώνεται, τα ρούχα δε σημαίνουν μεταμόρφωση. Είναι ο ίδιος ο ηθοποιός που το κάνει και ο θεατής το ξέρει αυτό. Ο θεατής πληρώνει για να παίξει ο ίδιος στο θέατρο! Οξύμωρο ε; Το κάνει για να τρέξει η φαντασία του. Είναι ένα παιχνίδι σύμβασης, στο οποίο το κοινό μπαίνει πληρώνοντας, για να μπορέσει να πυροδοτήσει τη φαντασία του. Όταν ο θεατής πληρώνει, θέλει να δουλέψει το μυαλό και η καρδιά του. Δική μου δουλειά, είναι να του πυροδοτήσω τη φαντασία!

Πληθώρα έργων της αρχαίας αλλά και της νεότερης δραματουργίας, χαρακτηρίζονται ως επίκαιρα στην εποχή μας. Τι συμπέρασμα εξάγετε εσείς ως ηθοποιός/σκηνοθέτης; Είναι μήπως ένα καμπανάκι για μια κοινωνία που τόσα χρόνια δεν αλλάζει;

Αρχικά, να ξεκαθαρίσουμε ότι οι κοινωνίες δεν αλλάζουν έτσι εύκολα. Το να πιστεύεις ότι επειδή αλλάζει η κυβέρνηση αλλάζει και η κοινωνία, είναι φαιδρό. Άμα άλλαζαν έτσι οι κοινωνίες… (γελάει!). Τα μεγάλα έργα τέχνης -οποιασδήποτε τέχνης- συνομιλούν με τον καιρό τους, δεν συνομιλούν με το κοινό της εποχής. Αυτό το κάνουν οι μετριότητες. Συνομιλούν με το μέλλον, είναι δηλαδή διαχρονικά. Δεν σχετίζεται με την επικαιρότητα της ζωής μας, αλλά έχει να κάνει με τις αιώνιες αξίες, αυτή είναι η διαφορά. Και πολλές φορές επειδή δεν γνωρίζουμε, φέρνουμε τα πράγματα στα μέτρα μας. Για παράδειγμα, ταυτίζουμε τον μύθο της Αντιγόνης που επαναστατεί στον Κρέοντα, με έναν που έσπασε μια βιτρίνα και τον έβαλαν φυλακή. Πρέπει να καταλάβουμε ότι είναι διαφορετικά μεγέθη και να μην απλοποιούμε τα πράγματα λόγω αμάθειας. Ενώ ο μύθος της Αντιγόνης μιλά για τον αγώνα του ηθικού δικαίου απέναντι στο νόμο, που υπάρχει πάντα αυτό το θέμα. Αυτός που ηγείται του κράτους δηλαδή, πρέπει να εφαρμόσει το νόμο για να δώσει το παράδειγμα. Από την άλλη πλευρά όμως, βλέπεις ότι αυτός ο νόμος έρχεται σε αντίθεση με αυτό που αισθάνεται ο άνθρωπος. Αυτές οι συγκρούσεις και η τραγωδία (που είναι αδιέξοδη πάντα, γι’ αυτό ονομάζεται και τραγωδία)  ασχολείται με αιώνιους μύθους και αιώνιες αξίες. Αναφέρομαι στην «Τραγωδία» και όχι στον «Αριστοφάνη». Αυτά λοιπόν, θα είναι πάντα επίκαιρα, γιατί οι άνθρωποι έχουν πάντα αυτές τις ανησυχίες. Ή όπως η Αττική Κωμωδία, αναφέρεται πιο πολύ σε πράγματα του καιρού της και επικεντρώνεται σε διαχρονικές συμπεριφορές, όχι σε μεμονωμένα άτομα. Δεν σατιρίζει δηλαδή, διακωμωδεί. Έχει διαφορά! Μιλά για την τσιγκουνιά και όχι για τον τσιγκούνη. Τα μεγέθη και πάλι είναι διαφορετικά. Τα μεγάλα έργα ασχολούνται με έννοιες που είναι πάντα δίπλα μας και θα μας απασχολούν. Γι’ αυτό και τα έργα χαρακτηρίζονται ως επίκαιρα, δηλαδή πάνω στον καιρό τους. Θεωρώ ότι μόνο τα έργα που είναι διαχρονικά επιβιώνουν στον χρόνο και γίνονται «μεγάλα», τα υπόλοιπα έργα απλώς ξεχνιούνται.

Ποια χαρακτηριστικά και ποιες συμπεριφορές οφείλουν να έχουν οι υπηρέτες του θεάτρου;

Η βάση είναι η συμπεριφορά απέναντι στο έργο. Το έργο είναι το παν! Το κείμενο προσπαθούμε να ζωντανέψουμε όσο το δυνατόν καλύτερα. Το θέμα δεν είναι να πεις τα λόγια, αυτά τα μαθαίνεις εύκολα. Το θέμα είναι το τι φαντάζεται το συγγραφέας την ώρα που το έγραψε. Όταν γράφεις, γίνεται μια έκρηξη στο μυαλό και οι λέξεις φεύγουν στο χαρτί. Αυτή λοιπόν τη στιγμή της έκρηξης, γιατί γράφεται αυτό, πρέπει να το ζωντανέψει ο ηθοποιός. Αυτό πρέπει να κάνει στη σκηνή και αυτή είναι και η αποστολή του ηθοποιού. Το μετά, η δημόσια εικόνα (σχέση ηθοποιού-κοινού) πολλές φορές είναι πιο αποκαλυπτική για τους ανθρώπους παρά η ίδια η δουλειά. Δηλαδή η συνέντευξη που θα δώσει ο ηθοποιός, μετράει περισσότερο από το αν θα παίξει καλά το ρόλο του, αφού φυσικά έχει προηγηθεί η παράσταση. Σημασία έχει τι λέμε και αν το εννοούμε αυτό που λέμε. Αυτό σημαίνει ότι η δημόσια εικόνα οφείλει να είναι μια συνέχεια της κάθε παράστασης. Αλλιώς, είναι σαν ο ηθοποιός να ακυρώνει ό, τι έχει κάνει. Η συνέπεια είναι πάρα πολύ μεγάλη υπόθεση ως συμπεριφορά. Και για αυτόν το λόγο λέμε ότι οι θεατές ακολουθούν τους ανθρώπους και όχι τους ρόλους.

Πείτε μας δυο λόγια για την Ελλάδα του σήμερα.

Συνέντευξη με το Γιάννη Μπέζο

Στην Ελλάδα ό,τι κάνουμε το κάνουμε στο περίπου. Οι Έλληνες πολιτισμικά, δεν είμαστε άνθρωποι της σκέψης και του Διαφωτισμού. Είμαστε άνθρωποι του αισθήματος και της επιθυμίας. Θέλουμε κάτι και αυτό θα γίνει επειδή το θέλουμε. Αυτό λέγεται Βολονταρισμός και είναι ένας ολόκληρος τρόπος ζωής που έχουμε συνηθίσει. Ξέρετε, η συνήθεια είναι μεγάλο ελάττωμα, είναι η δεύτερη φύση του ανθρώπου. Έχουμε μάθει να κάνουμε αυτό που μας αρέσει και επιθυμούμε, ακόμα κι αν αυτό δεν επιτρέπεται ή δεν μπορεί να γίνει. Και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά μας με την υπόλοιπη Ευρώπη. Δεν έχουμε μάθει να υπακούμε στο «όχι» και στους περιορισμούς. Αφού θέλουμε κάτι, θα κοιτάξουμε και να το πραγματοποιήσουμε. Νομίζουμε ότι αν μοιάσουμε στις ευρωπαϊκές χώρες σε επίπεδο οργάνωσης, θα χάσουμε τον αυθορμητισμό μας και την κουλτούρα μας. Στην πραγματικότητα το κάνουμε από δειλία, δεν θέλουμε να σκεφτούμε. Και επειδή δρούμε συμπλεγματικά, δεν θέλουμε να παραδεχτούμε ότι οι υπόλοιποι είναι πιο μπροστά από εμάς. Αν δεν παραδεχθείς, δεν μπορείς να πας παραπέρα. Σε αυτό το σημείο, έχει τεράστιο μερίδιο ευθύνης το πολιτικό σύστημα, που κανείς δεν παραδέχτηκε ποτέ κανένα λάθος.

Ποια είναι τα επόμενα επαγγελματικά σας βήματα;

Η επόμενη δουλειά μου είναι οι «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη. Θα ανέβουν το καλοκαίρι του 2015, από το Εθνικό Θέατρο. Παραμένοντας μια πολιτική κωμωδία, από τις χαρακτηριστικές του Αριστοφάνη, θα ανέβει σε μετάφραση Μίνωα Βολανάκη, σκηνοθεσία δική μου και μουσική του Κωστή Μαραβέγια.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Συνέντευξη με το Γιάννη Μπέζο

Πού: Θέατρο Βρετάνια, Πανεπιστημίου 7, Σύνταγμα , Τηλ.: 210-3221579

Συγγραφέας: Αλέκος Σακελλάριος – Χρήστος Γιαννακόπουλος

Σκηνοθέτης: Γιάννης Μπέζος

Ηθοποιοί: Γιάννης Μπέζος, Δάφνη Λαμπρόγιαννη, Τάσος Γιαννόπουλος, Κώστας Φλωκατούλας, Αλμπέρτο Φάις, Δημήτρης Κανέλλος, Αμαλία Νίνου, Ντένια Στασινοπούλου, Ελένη Τσιμπρικίδου, Δημήτρης Λιόλιος

Μέχρι Πότε: Κυριακή των Βαΐων

Τι ώρα: Τετάρτη και Κυριακή στις 7.00 μ.μ. / Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 9.00 μ.μ. / Λαϊκή απογευματινή Σάββατο στις 6.00 μ.μ.

Εισιτήρια: Α’ Ζώνη: 20 ευρώ, Β’ Ζώνη: 17 ευρώ Λαϊκή απογευματινή : 17 ευρώ Νεανικό (μέχρι 28 ετών) και συνταξιούχων (άνω των 65 ετών): 14 ευρώ. Ανέργων: 10 ευρώ. Σάββατο βράδυ και περίοδο εορτών: Α’ Ζώνη 22 ευρώ και Β’ Ζώνη 20ευρώ. (Σάββατο βράδυ και περίοδο εορτών, νεανικό, συνταξιούχων, ανέργων δεν ισχύουν.)

*Ενιαίο οικονομικό εισιτήριο, που αφορά στα θέατρα Βρετάνια, Αθηνών και Μουσούρη στην τιμή των 42 ευρώ. (Δεν πωλείται μεμονωμένα, ισχύει και για τα 3 θέατρα.)

 Συνέντευξη με το Γιάννη Μπέζο  Συνέντευξη με το Γιάννη Μπέζο

Σχόλια