“Ο Γέρος και η Θάλασσα” έρχεται να καταδείξει το ουσιαστικότερο νόημα πίσω από μια μεγάλη ψαριά…

Ξεχάστε για ένα λεπτό τον τίτλο του άρθρου.

Θυμάμαι κάποια στιγμή είχα κάνει μία παρουσίαση για την γενιά του 1930. Προσπαθούσα να κάνω τον κόσμο να καταλάβει ποια ήταν η συνεισφορά της στα γράμματα.  Για αυτόν τον λόγο ήταν απαραίτητο, όχι μόνο να εκτιμήσει κανείς το ταλέντο που διέθεταν στην τέχνη τους ένας Σεφέρης, Ελύτης, Πολίτης, Κουν ή Τσαρούχης (και πολλοί άλλοι βέβαια). Το ταλέντο υπήρχε, αλλά το ζήτημα ήταν πως διοχετεύτηκε, με ποια δυναμική και με ποιο στόχο.

Η γενιά του 1930 έθεσε το ζήτημα της ελληνικότητας στην τέχνη. Χωρίς να κλείσει τα μάτια απέναντι στις σύγχρονες ευρωπαϊκές τάσεις (ή για την ακρίβεια, ανοίγοντάς τα διάπλατα για να τις παρακολουθήσει), επέλεξε να είναι σύγχρονη στην τεχνοτροπία και παραδοσιακή, αλλά όχι παρωχημένη, στο περιεχόμενο του έργου της.

Έτσι, στα έργα των εκπροσώπων της πέρασε ένας ύμνος στο ελληνικό στοιχείο, χωρίς ποτέ να παρερμηνευθεί ως πατριδολαγνεία. Θέλω να πιστεύω πως ακόμα και σήμερα ένας άνθρωπος μπορεί να διαβάσει Ελύτη ή να δει τους ναύτες του Τσαρούχη και να νιώσει μία αγάπη για τα ελληνικά στοιχεία που παρουσιάζονται, χωρίς ωστόσο ούτε για μία στιγμή να μην αισθάνεται κολλημένος στο παρελθόν. Ίσα ίσα,  το παρελθόν θα αναγεννάται μέσα στο σήμερα, αναβαπτισμένο και επίκαιρο. Αυτό βέβαια είναι η άποψη του αρθρογράφου. Γενικά, όμως, μιλάμε για την αναγέννηση μίας έννοιας που τότε ήταν ίσως καταφρονημένη ή απλά όχι τελείως εξερευνημένη.

Ας κλείσουμε αυτήν την παρένθεση και ας επιστρέψουμε στον Χέμινγουεϊ. Ο λόγος που ανέφερα τα προηγούμενα ήταν γιατί χωρίς αυτά θα χάνονταν το σημείο που θέλω να περάσω. Ο Χέμινγουεϊ γράφει εξαιρετικά, αλλά ο γέρος και η θάλασσα δεν είναι απλά ένα εξαιρετικό διήγημα. Πολλοί έχουν την τεχνική, από ένα σημείο και μετά ψάχνεις κάτι άλλο και αυτό το κάτι άλλο στο συγκεκριμένο έργο παρουσιάζεται πεντακάθαρο και κρυστάλλινο. Και για αυτό σε κερδίζει.

Ο Σαντιάγο είναι  ένας γέρος ψαράς που έχει περιπέσει σε γκίνια, υπερβολική θα μπορούσε κάποιος να προσθέσει. Εδώ και σχεδόν τρεις μήνες δεν έχει καταφέρει να πιάσει ένα ψάρι της προκοπής. Είναι φτωχός και χωρίς μία καλή ψαριά τα πράγματα γίνονται συνεχώς ολοένα και πιο δύσκολα. Ωστόσο, αυτό μία μέρα θα αλλάξει, καθώς πηγαίνοντας πιο βαθιά από κάθε άλλη φορά, έρχεται αντιμέτωπος με έναν κολοσσιαίο ξιφία.

Παραθέτω μία φωτογραφία από το γεγονός:

Ο γέρος και η θάλασσα

Oκ, σχεδόν. Ωστόσο μιλάμε για έναν γιγάντιο ξιφία.

Το βιβλίο είναι δύο ξεχωριστά πράγματα. Από τη μία είναι η επική μάχη του Σαντιάγο με τον ξιφία-κτήνος. Με τις μέρες να περνούν και κανέναν από τους δυο τους να μην υποχωρεί. Αυτό είναι το ένα μέρος. Από την άλλη όμως, και εδώ έρχεται το πρώτο κομμάτι αυτού του άρθρου, έχουμε έναν ύμνο στον απλό άνθρωπο.

Μέσα σε αυτό το έργο του ο Χέμινγουεϊ παρουσιάζει σαν υπερήρωα έναν καθημερινό άνθρωπο. Τον χτίζει, τον αναζητά, τον εξερευνά σαν έναν απλό ψαρά, αλλά εκείνες τις στιγμές που του βάζει την πετονιά στο χέρι και τον ξιφία μπροστά στα μάτια, ο ψαράς του Χέμινγουεϊ θυμίζει πιο πολύ τον John Wick παρά έναν τίμιο πλην όμως ταλαίπωρο μεροκαματιάρη.

Ο γέρος και η θάλασσα

Το κεντρικό θέμα του βιβλίου δεν είναι όμως η μεγάλη ψαριά. Είναι ο αγώνας και η στάση ζωής πριν την μεγάλη ψαριά. Ο γέρος έχει να πιάσει ψάρι εδώ και 3 μήνες. Γιατί να μην καθίσει στο καφενείο εκείνη την ημέρα;

Επίσης, το παιδί που τον βοηθούσε άλλαξε βάρκα, οπότε τώρα θα ήταν μόνος του. Γιατί να μην χαλαρώσει και αυτός μια μέρα; Αργότερα βρίσκει τον ξιφία και καταλαβαίνει πως είναι πολύ μεγάλος, πάρα πολύ μεγάλος. Γιατί δεν τον παρατά; Τα άλλα του δολώματα τσιμπάνε με ψαριές που και είναι πολύ καλές και μπορεί εύκολα να τις πιάσει. Γιατί λοιπόν ένας γέρος ψαράς χωρίς βοήθεια αποφασίζει να κόψει τις άλλες πετονιές και να τα δώσει όλα για να πιάσει έναν τεράστιο ξιφία;

Η συγκλονιστικά απλή και άρα ιδιοφυής απάντηση είναι τέσσερις λέξεις: επειδή είναι ο ψαράς. Και όσο φαίνεται αστείο άλλο τόσο είναι έξυπνο.

Αν δεν πιάσεις τίποτα για μια εβδομάδα σταματάς να είσαι ψαράς;

Αν δεν πιάσεις τίποτα για τρεις μήνες σταματάς να είσαι ψαράς;

Αν είσαι ογδόντα χρονών και η δόξα των νιάτων σου πέφτει πίσω σου σαν ξεφτισμένη σκιά, σταματάς να είσαι ψαράς;

Αν δεν έχεις καμία βοήθεια και η βάρκα σου είναι παλιά και όλες οι συνθήκες είναι εναντίον σου, σταματάς να είσαι ψαράς;

Ο ψαράς επιμένει στον αγώνα του όσο δύσκολος και αν είναι γιατί επιμένει να πιστεύει όχι μόνο στις δυνάμεις του, αλλά στο καθήκον απέναντι στην ιδιότητά του. Είναι ψαράς πάνω από όλα, γι’αυτό κάθε μέρα κάνει όλες τις προετοιμασίες του σαν να είναι η μέρα της μεγάλης ψαριάς. Και για αυτό τα μάτια του είναι πάντα καρφωμένα στη μεγάλη ψαριά.

Υπάρχει ένα συγκεκριμένο στοιχείο βουκολικότητας στο συγκεκριμένο έργο και ας είμαστε στη μέση της θάλασσας. Μία έντονη αίσθηση ηρεμίας και καθήκοντος αναδύεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, καθήκοντος που σε πολλά σημεία γίνεται μοιρολατρία. Ένας είδος μοιρολατρίας όμως που καταφέρνει να κερδίσει ακόμα και τους πιο σκληρούς επικριτές της.

Ο ψαράς δεν πιστεύει απαραίτητα πως θα πιάσει τον ξιφία. Ούτε πιστεύει πως δεν θα τον πιάσει. Απλά κάνει αυτό που πρέπει να κάνει, όμως το κάνει όντας τέλεια προετοιμασμένος, παίρνοντας συνέχεια και συνειδητά δύσκολες αποφάσεις προκειμένω να πετύχει το στόχο του. Αποδέχεται τη μοίρα του μόνο στο βαθμό που αυτή καθορίζει το ρόλο του. Κατά τα άλλα κάνει ό,τι μπορεί για να τα καταφέρει και δεν επαναπαύεται στιγμή. Έτσι αυτή η μοιρολατρία και προσκόλληση στο καθήκον προσφέρει αντί για ανασφάλεια, καταφύγιο. Αντί να κάνει το υποκείμενο να αγωνιά για την στενή και συγκεκριμένη φύση της ύπαρξής του, τον ηρεμεί με τη σιγουριά της αποδοχής της.

Ο Σαντιάγο θα μπορούσε να είναι παίκτης του μπέιζμπολ ή παλαιστής. Θα μπορούσε να ήταν οδηγός φορτηγού ή να κάνει κάτι πιο λαμπερό από το να σηκώνεται κάθε μέρα χαράματα μέσα στο κρύο για να πάει να κάνει μία δουλειά που αντικειμενικά τον τελευταίο καιρό δεν τον θέλει.

Τίποτα τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Ο Σαντιάγο είναι ψαράς. Και κάνει ό,τι πρέπει να κάνει ένας ψαράς με την χαρά που προσφέρει το καθήκον όχι απέναντι στα πράγματα, αλλά απέναντι στον εαυτό σου όταν κάνεις ό,τι μπορείς και ύστερα μακάριος αφήνεις τα πράγματα να πάρουν την πορεία της τύχης, σίγουρος πως δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα περισσότερο. Και τη στιγμή εκείνη που καταλαβαίνεις πως έδωσες το 100% της ύπαρξής σου για να υπηρετήσεις την φύση του ανθρώπου που κλειδώθηκε μέσα σου, εκείνη την στιγμή δεν είσαι ψαράς, αλλά άγιος.

Και αυτό είναι ο γέρος ψαράς του Χέμινγουεϊ. Ένας άγιος που βρίσκει μίαν ανομολόγητη χαρά όχι στην έκβαση των πραγμάτων, αλλά στην άνευ παρεκκλίσεως πορεία προς αυτήν.

Στο καθαρά τεχνικό κομμάτι εξακολουθώ να κρατώ στα χέρια μου ένα καλογραμμένο βιβλίο, όπου το γνήσιο λεξιλόγιο και η κρυστάλλινη περιγραφή, μπολιάζεται από ανάπαυλες εσωτερικών μονολόγων και σπάνιων φιλοσοφικών αναζητήσεων, χωρίς ποτέ να με κάνει να αναρωτιέμαι αν αυτά τα λέει όντως ένας απλός ψαράς. Η σοφία του Σαντιάγο είναι κατά κάποιον τρόπο η σοφία του Ζορμπά. Έντονα προσωπική μα ιδιαίτερα ελκυστική.

Διαβάστε αυτό το βιβλίο. Αλλά όσο τεράστιος και αν είναι ο ξιφίας, σας προκαλώ να δείτε πίσω από αυτόν την αμετακίνητη φιγούρα του ανθρώπου που αγαπά τον εαυτό του.

Σχόλια