Με ξυπνάει ο ήχος από τζάμια που θρυμματίζονται. Προσπαθώ να σηκώσω το κεφάλι μου από το κρεβάτι αλλά αισθάνομαι τον Μανώλη να με πιέζει προς τα κάτω, στιγμές μετά μία
τεράστια πέτρα περνάει δέκα εκατοστά πάνω από το στήθος μου και συνθλίβεται στον τοίχο.

“Ξύπνα γλύκα, μας πήραν με τις πέτρες”
Τα αυτιά μου πλημμυρίζουν από θόρυβο. Τζάμια που συνεχίζουν να σπάνε, ήχοι πυροβολισμών, κραυγές δεξιά και αριστερά μου και ουρλιαχτά, πολλά πολλά ουρλιαχτά.
Έξω από τα σπασμένα τζάμια του πρώτου ορόφου στέκεται μία λάμπα και φωτίζει τον δρόμο, πριν ακόμα το συνειδητοποιήσω την βλέπω να κλυδωνίζεται έντονα και μετά να πέφτει από τη μεριά του δρόμου. Το ίδιο συμβαίνει και με την απέναντι λάμπα, και την διπλανή της, σιγά σιγά όλα τα φώτα σβήνουν και πέφτει πηχτό σκοτάδι.
Προσπαθώ να συνηθίσω στο σκοτάδι αλλά η βροχή από πέτρες δεν λέει να σταματήσει. Το πάτωμα του δωματίου στο οποίο βρισκόμαστε έχει γίνει σαν παραλία.

“Τι στον πούτσο;” προσπαθώ να πω, αλλά δεν προλαβαίνω και σκύβω πίσω από το κρεβάτι.
Δίπλα μου σέρνεται ο Μανώλης, που για κάποιον λόγο που δεν καταλαβαίνω εξακολουθεί να διατηρεί το πάντα σατανικό του χαμόγελο.
“Ξεκίνησε πριν 2 λεπτά.”
“Ζόμπια;” ρωτάω
“Ναι, αλλά συμπεριφέρονται διαφορετικά.”

Συμφωνώ. Έσπασαν όλες τις λάμπες στον δρόμο και τώρα μας πετάνε πέτρες και κομμάτια μάρμαρο από το πεζοδρόμιο. Υπό άλλες συνθήκες απλά θα ορμούσαν στην κεντρική είσοδο σαν τα ζώα.
“Που είναι οι άλλοι;” φωνάζω προσπαθώντας να ακουστώ πάνω από το σφυροκόπημα που συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό.
“Ο Ψηλός με τον Μιχάλη είναι στο ισόγειο και φυλάνε την πόρτα. Ο Μικές με τον Πέτρο είναι ταμπουρωμένοι στο διπλανό δωμάτιο”.

Αποφασίζω πως δεν ψήνομαι να κάτσω να με θάψουν στο πετροβόλημα. Ανασηκώνομαι και ο Μανώλης καταλαβαίνει το σχέδιό μου. Σηκώνουμε το στρώμα του κρεβατιού από τη μία πλευρά και το βάζουμε σαν ασπίδα ανάμεσα σε εμάς και τις πέτρες. Πιάνουμε ο καθένας με τα δύο του χέρια από μία άκρη του και αρχίζουμε να προχωράμε πλαγιαστά σαν το καβούρι μέχρι την πόρτα του διπλανού δωματίου. Οι πέτρες και τα μπάζα πέφτουν πάνω στο στρώμα και κάνουν γκελ μακριά μας πάνω στο πάτωμα.

Στην πόρτα βλέπουμε τον Πέτρο σκυμμένο κάτω από το παράθυρο να μιλά δυνατά με τον Μικέ. Στήνουμε το στρώμα μπροστά από τα σπασμένα παράθυρα και ξαφνικά βρισκόμαστε και οι τέσσερις σταυροπόδι στο πάτωμα σαν να κάνουμε πικ νικ. Τα μπάζα δεν σταματάνε ούτε στιγμή να πέφτουν. Που τη βρίσκουν τόση πέτρα; Πρέπει να έχουν ρίξει πάνω μας όλο το πεζοδρόμιο. Ο Μανώλης σκέφτεται το ίδιο γιατί τον βλέπω να κοιτάζει με ανασηκωμένο το ένα φρύδι το δάπεδο που σταδιακά καλύπτεται μπροστά στα μάτια μας. Ο Μικές μας το εξηγεί σε ένα λεπτό.

“Αγορίνες, η κατάσταση έχει ως εξής: δεν έχουμε ορατότητα σε κανένα σημείο του δρόμου, κανείς δεν επιχειρεί να μπει από κάτω και μας πετροβολάνε αδιάκοπα.”
“Και αυτά είναι ζόμπια; Είναι άμυαλα, άβουλα ζόμπια;”
Ο Μανώλης έχει δίκιο, δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τέτοιο.
“Μαλάκα Μικέ είσαι σίγουρος;”
“Πρώτα σπάνε τα φώτα για να μην μπορούμε να τους ρίξουμε με τα όπλα, μετά μας κρατάνε σε ένα σημείο πετώντας κοτρώνες από όλες τις πιθανές κατευθύνσεις, και τέλος μας αφαιρούν και το πλεονέκτημα του κλειστού χώρου στο ισόγειο με το να μην επιτίθενται καθόλου από εκεί. Ο Μιχάλης και ο Ψηλός τα ξύνουν και δεν μπορούν να κάνουν και αλλιώς” λέει ο Πέτρος.
“Οκ, θα το πεις εσύ ή εγώ;” τον ρωτάω ήρεμα.
Με κοιτάζει πίσω απο τα θαμπά γυαλιά του απορημένος.
“Το είπες και μόνος σου. Υπερβολικά πολλή μελέτη και σχεδιασμός για κάποιον που θέλει να μου φάει τον εγκέφαλο.”
Ο Μανώλης συνεχίζει τον συλλογισμό μου.
“Άρα είτε αυτοί που μας ρίχνουν δεν είναι ζόμπι..”
“Είτε είναι, και κάποιος τα καθοδηγεί. Γαμώ το σπίτι μου.” λέει ο Μικές.

Ο Πέτρος σηκώνεται και στέκεται γονατιστός πίσω από το στημένο στρώμα με το κεφάλι του ακριβώς κάτω από το τελείωμα.
“Αυτό είναι μία υπόθεση που πρέπει να εξακριβώσουμε.”
Από μία τσέπη του αστυνομικού γιλέκου τού βγάζει μία χειροβομβίδα κρότου λάμψης. Μας κοιτάζει ήρεμα.
“Με το τρία την πετάω, στο τέσσερα σηκώνεστε και ψάχνετε για τον πουσταρά.”

Η βοβμίδα έχει κυλινδρικό σχήμα, στην κεφαλή της έχει ένα κυκλικό και ένα τριγωνικό μεταλλικό δαχτυλίδι, το πρωτεύουν και το δευτερεύον σύστημα ενεργοποίησης. Ο Πέτρος δαγκώνει το κυκλικό, κάνει επιτόπιο άλμα και στο μέγιστο ύψος πετάει την χειροβομβίδα καλύπτοντας με το άλλο χέρι τα μάτια του. Πεταγόμαστε μισό δευτερόλεπτο μετά.

Ακούγεται ένας τρομακτικός κρότος που κάνει τα τύμπανά μας να τρίζουν και ο δρόμος φωτίζεται σαν να είναι μεσημέρι. Κανείς μας δεν ήταν προετοιμασμένος για αυτό που είδε. Όλος ο γαμημένος δρόμος είναι γεμάτος ζόμπι. Παντού, έξω από το κτίριο του ερυθρού σταυρού, κάτω από τα δέντρα του απέναντι πεζοδρομιού, στη μέση του δρόμου, πίσω από τα αμάξια, μέσα στις αυλές των σπιτιών, στην διασταύρωση στα αριστερά μας, ήταν απλά παντού.

Την επόμενη στιγμή το σφυροκόπημα που είχε σταματήσει επανέρχεται δριμύτερα.
Βουτάμε πίσω από το κρεβάτι χεσμένοι.
“Καλά καλαμάρια” λέει ο Μικές.
“Τι-στον-που-τσο” μουρμουρίζει ο Πέτρος “όλα εδώ ήρθαν;”
“Δεν παίζει να υπάρχει και κανείς άλλος ζωντανός εδώ γύρω για να πάνε αλλού” λέω, “πιο σημαντικό, είδε κανείς τίποτα;”
“Αρχίδια” λέει ο Μικές
“Τίποτα” λέει ο Πέτρος
“Εγώ είδα κάτι”
Γυρνάμε και κοιτάμε τον Μανώλη τοσο προσηλωμένοι που για μία στιγμή ξεχνάμε τον θόρυβο από τις πέτρες που προσγειώνονται ολόγυρά μας.
“Κάτω από το μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας. Όλα τα άλλα ζόμπια είχαν πέτρες στα
χέρια, αλλά ήταν ένα που απλά μας κοίταζε. Ακόμα και όταν όλα τα άλλα ήταν τυφλωμένα από την χειροβομβίδα αυτό κοίταζε κατευθείαν εκεί που ήμασταν.” είπε ήρεμα.
“Πόσο κτήνος ήταν;” λέει ο Πέτρος
“Καθόλου, αλλά ήταν πολύ πολύ ψηλό, αρκετά πάνω από δύο μέτρα”
“Zombie general;” λέει γελώντας ο Μικές.
“Και πως δίνει διαταγές στα άλλα;” ρωτάω.
“Δεν έχει σημασία.” εξηγεί ήρεμα ο Πέτρος “το πιο σημαντικό είναι να δούμε αν τις δίνει. Σπύρο έχεις κάτι πιο δυνατό;”
Έχω. Του δίνω από τη τσέπη του γιλέκου μου μία χειροβομβίδα με σφαίρες καουτσούκ.
“Πόση ώρα;” ρωτάει απλά.
“Κάπου πέντε δευτερόλεπτα” λέω ήρεμα.

Τεντώνει το χέρι σε κυκλική τροχιά και την πετάει προς την κατεύθυνση του ζόμπι που είδαμε πριν. Μετά από πέντε δευτερόλεπτα ακούγεται ένα μικρός κρότος. Η εμβέλεια ήταν πολύ μικρότερη από την κρότου λάμψης αλλά δεν είναι δύσκολο να φανταστείς τι έγινε σε εκείνο το σημείο όπου έπεσε. Πέντε δευτερόλεπτα μετά την απασφάλιση η χειροβομβίδα εκτινάσσει την κεφαλή της, πετάγεται προς μία τυχαία κατεύθυνση, συνήθως προς τα πάνω αν την πέταξες καλά, και μετά σκάει εκτοξεύοντας κομμάτια καουτσούκ προς όλες τις κατευθύνσεις. Ένα κομμάτι πλαστικό σε πετυχαίνει σαν πέτρα, βυθίζεται τρία εκατοστά στο δέρμα και αφήνει μία μελανιά για μία εβδομάδα. Φαντάσου τώρα ογδόντα, ή εκατό τέτοια και θα καταλάβεις τι παίχτηκε.

Στη στιγμή τα ουρλιαχτά σταματάνε, το ίδιο και το πετροβόλημα. Σηκώνομαι για μία στιγμή και ψάχνω για το σημείο που είχε αναφέρει ο Μανώλης. Το βλέπω. Βλέπω και το ζόμπι. Είναι πανύψηλο, ξερακιανό. Κρατάει το κεφάλι και ουρλιάζει. Αλλά δεν είναι αυτό το σημαντικό. Δεν χρειάζεται να το εξηγήσω στους άλλους. Έχουν σηκωθεί και αυτοί, το βλέπουν. Το πετροβόλημα έχει σταματήσει. Όλα τα ζόμπι στέκονται ακίνητα, με τα χέρια κατεβασμένα και τα στόματα να χάσκουν, πέτρες πέφτουν από τις παλάμες τους στον κατεστραμμένο δρόμο. Σε ένα μικρό κύκλο γύρω από το ψηλό ζόμπι, όλα τα υπόλοιπα κάνουν σαν τρελά. Κουνάνε τα χέρια στον αέρα, και το κυκλώνουν σαν να προσπαθούν να το καλύψουν με το σώμα τους. Ακριβώς σαν να θέλουν να το καλύψουν με το σώμα τους. Πέφτουμε ξανά πίσω από το στρώμα και κοιτιόμαστε μεταξύ μας. Ο Μικές σηκώνει τα δάχτυλα του χεριού και τα κατεβάζει ένα ένα μετρώντας.

“Όταν χτυπήθηκε στο κεφάλι όλα τα άλλα ζόμπια σταμάτησαν, τα πιο κοντινά του κινήθηκαν για να το προστατεύσουν, τι άλλο;”
“Όταν έπεσε η χειροβομβίδα κρότου λάμψης τα ζόμπια δεν σταμάτησαν όπως τώρα.” λέω
“Αυτό σημαίνει πως δεν είχε σημασία αν τα τυφλώσαμε;”
“Ναι.” λέει ο Πέτρος “πιθανότατα σταμάτησαν για λίγο επειδή ο αρχηγός τους σάστισε. Ούτως ή άλλως ο Μανώλης λέει πως δεν έκλεισε τα μάτια του παρά την λάμψη.”
“Τι άλλο;” επιμένει ο Μικές.
“Την δεύτερη φορά δεν προστατεύτηκε” λέει ο Μανώλης
Πέφτει μία μικρή σιωπή. Αναρωτιέμαι πόσο χρόνο έχουμε πριν αρχίσει ξανά η βροχή από πέτρες αλλά το κρατάω για τον εαυτό μου.
“Τι εννοείς;” λέει ο Πέτρος.
“Την πρώτη φορά δεν το περίμενε οκ, αλλά τη δεύτερη φορά η χειροβομβίδα του ήρθε πάνω στο κεφάλι. Και όμως εμείνε στη θέση του.”
“Λες να μην μπορεί να κουνηθεί όσο δίνει διαταγές;”
“Δεν είναι σίγουρο. Είναι νύχτα, μπορεί απλά να μην την είδε, δεν ξέρουμε καν πως δίνει διαταγές”.

Ξανά πέτρες αρχίζουν να περνάνε μέσα από τα παράθυρα. Δεν γίνεται να κάτσουμε άλλο εδώ. Ήδη δεν μπορούμε πια να δούμε το πάτωμα.
“Στη σκάλα!” Φωνάζει ο Πέτρος.

Παρατάμε το στρώμα και αρχίζουμε να τρέχουμε προς το προηγούμενο δωμάτιο. Μία πέτρα με πετυχαίνει στον ώμο και χάνω τελείως την ισορροπία μου. Πέφτω κάτω και ύστερα αισθάνομαι και άλλες να πέφτουν πάνω στην πλάτη μου σαν χαλάζι. Βάζω τα χέρια πάνω από το κεφάλι και προσπαθώ να καλύψω ό,τι μπορώ. Αισθάνομαι δύο χέρια να με πιάνουν και ύστερα να με σέρνουν σε όλο το πάτωμα. Είναι ο Μανώλης.

Φτάνουμε στην εσωτερική σκάλα και κατεβαίνουμε λίγα σκαλοπάτια για να προφυλαχτούμε. Η πλάτη μου πονάει σαν διάολος, αλλά είμαι καλά. Τα γυαλιά του Μανώλη έσπασαν. Μία πέτρα του ήρθε στο δόξα πατρί όταν με τράβαγε. Αίμα κυλάει από το μέτωπό του.

“Είμαι οκ.” λέει “ευτυχώς δεν με έκοψαν οι φακοί”.
“Τι άντρας” λέω γελώντας, και μετά πιο σοβαρά “ευχαριστώ.”
Τσιπουράκο μου, αφού πας και μου γλιστράς. Τι να έκανα, να σε άφηνα;”

Είναι έξι παρά είκοσι το πρωί. Η ανατολή είναι σε μία ώρα και κάτι ψιλά, αλλά αρχίδια αν μας αφήσουν να κάτσουμε ήσυχοι μέχρι τότε. Είμαστε στην μέση της σκάλας ανάμεσα στον πρώτο και στο ισόγειο όταν ακόυμε ένα μεταλλικό θόρυβο, ή για την ακρίβεια τον χαρακτηριστικό μεταλλικό θόρυβο της πόρτας που λυγίζει. Τα ζόμπια πάνε να μπουν από την κεντρική εισοδο.
Είναι ζόρικο να πάμε ξανά πάνω, αλλά δεν γίνεται να παρατήσουμε τελείως την κάλυψη που προσφέρει ο πρώτος όροφος. Αποφασίζουμε να χωριστούμε. Εγώ, ο Μιχάλης, ο Ψηλός και ο Πέτρος θα κάτσουμε κάτω να κρατήσουμε μακριά τα ζόμπια από την κεντρική είσοδο. Μικές και Μανώλης θα κάτσουν δίπλα στα παράθυρα και με τα 45αρια και το shotgun θα δώσουν ό,τι κάλυψη μπορέσουν.

Κατεβαίνουμε την σκάλα μέχρι την αίθουσα υποδοχής. Μαζί μας και ο Μικές που κατάβηκε για τις τελευταίες οδηγίες. Ένα τέσσερα επί τέσσερα δωματιάκι γεμάτο κορνίζες με πλεκτά, έπιπλα που μυρίζουν και άσχημους κίτρινους τοίχους. Μπροστά μας είναι η δίφυλλη πόρτα στην οποία οδηγεί ο εξωτερικός διάδρομος. Ή για την ακρίβεια μπροστά μας ήταν η δίφυλλη πόρτα. Ένα ζόμπι την σπάει με το κεφάλι και βλέπω σε αργή κίνηση το πλαστικό να λυγίζει και από μέσα να παλεύουν να περάσουν δύο χέρια. Πίσω του είναι ακόμα πιο πολλά.
“Σχέδιο υπάρχει;” ρωτάει ο Ψηλός.
“Φυσικά. Ξυλίκι” λέει ο Μικές.

Πλησιάζει μέχρι το ένα βήμα από το άνοιγμα στην πόρτα και σηκώνει πάνω από το κεφάλι του το shotgun. Το knockback ήταν τόσο δυνατό που τα χέρια του κάνουν ένα μικρό τόξο προς τα πίσω. Το ξανθό κεφάλι του ζόμπι διαλύεται μπροστά στα μάτια μας, κομματάκια σαπισμένου εγκέφαλου, υπολείμματα σάρκας και δόντια πετάγονται προς κάθε κατεύθυνση. Το ακέφαλο σώμα του πέφτει αργά προς τα πίσω και εξαφανίζεται μέσα σε μία θάλλασα από ζόμπι που παλεύουν να πάρουν τη θέση του. Ο Μικές δεν σκαλώνει. Οπλίζει, κάνει ένα βήμα πίσω και ξαναρίχνει. Η πόρτα διαλύεται, τα μισά ζόμπι τινάσσονται ένα μέτρο πίσω, στη στιγμή το άνοιγμα στο πλήθος ξαναγεμίζει, πιο πολλά ζόμπι περνάνε μέσα από την ισοπεδωμένη πόρτα. Ένα πλησιάζει τον Μικέ ενώ κάνει reload, είναι πολύ γρήγορο για να κάνει κάτι και εγώ είμαι πολύ πίσω για να προλάβω.

Προλαβαίνει ο Ψηλός.

Με δύο βήματα έχει καλύψει την απόσταση ανάμεσα στον Μικέ και σε εμάς και χτυπάει το ζόμπι στο στόμα με τον αγκώνα του. Το πλαστικό προστατευτικό που φοράει ο Ψηλός σπάει όλα τα μπροστινά δόντια και μαγκώνει μέσα στο ανοιχτό στόμα του πλάσματος. Ενώ εκείνο προσπαθεί να τραβηχτεί πίσω μουγκρίζοντας, ο Ψηλός με το αριστερό τραβάει το 45άρι από το παντελόνι και του την ανάβει ανάμεσα στα μάτια. Όπως πέφτει το ζόμπι και ο Ψηλός ελευθερώνει το χέρι του βλέπω τον μισό ένα κοπτήρα και δυο κυνόδοντες να έχουν μείνει σφηνωμένοι στο σκληρό πλαστικό. Ο Μικές οπλίζει επιτέλους το shotgun και αρχίζει να βάλει προς τη μεριά της πόρτας. Το στέρνο του πρώτου ζόμπι ανοίγει στα στρείδι καθώς ταξιδεύει προς τα πίσω σαν να το κλώτσησε γάιδαρος. Τη θέση του παίρνουν αμέσως άλλα δύο. Ο Μικές τα πυροβολεί στοχεύοντας χαμηλά και τα πόδια τους γίνονται χαλκομανία τόσο απότομα που πέφτουν με τα δόντια στο πάτωμα. Ωστόσο είναι πάρα πολλά και το καταλαβαίνει και εκείνος.

“Από εδώ χαραμίζω σφαίρες. Πάω να βοηθήσω τον Μανώλη να τα ανακόψουμε πριν μπουν στην αυλή”

Ήταν ο τρόπος του να πει “πάω να κάνω πίου πίου από την ασφάλεια του πρώτου ορόφου, τα’παμε.

Από εκεί και μετά δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει. Η πόρτα καταρρέει μια και καλή και το δωμάτιο γεμίζει ζόμπια. Σε στιγμές όλοι καταλήγουμε να παλεύουμε όπως μπορούμε εναντίον μιας
θάλασσας από πλάματα που δεν μοιάζει να τελειώνει. Στήνομαι πλάτη με πλάτη με τον Πέτρο και αρχίζουμε δουλειά. Η πτυσόμμενη μεταλική ράβδος κυριολεκτικά καίει. Δεν έχει σημασία να στοχεύσω. Όσο δεν χτυπάω τους δικούς μου μπορώ να την γυρίζω και με κλειστά μάτια και κάτι θα χτυπήσω. Την κατεβάζω μπροστά, βυθίζεται στο κρανίο ενός μελαψού τύπου με σκισμένα σαγόνια, την ξεκολλάω, τινάζω το χέρι στα δεξιά, σπάει τα πλευρά μίας κοπελίτσας που ορκίζομαι κάποτε ήταν νηπιαγωγός, αισθάνομαι ένα τράβηγμα στο αριστερό πόδι, το παλικάρι με το ανοιγμένο κρανίο δεν είναι όσο νεκρός θα ήθελα να είναι. Μου δαγκώνει το πόδι αλλά ευτυχώς τα δόντια του βυθίζονται στο πλαστικό της περικνημίδας που φοράω. Με το δεξί πόδι τον χτυπάω τόσο δυνατά που βλέπω το σαγόνι να κάνει μία μικρή πτήση μέχρι το βάθος του δωματίου, εκεί όπου ο Μιχάλης σαπίζει στο ξύλο ένα κοριτσάκι που δεν πρέπει να ήταν πάνω από 14. Μπράβο πρόεδρε.

Το δεξί χέρι είναι ακόμα τεντωμένο από το προηγούμενο χτύπημα όταν το ζόμπι που είχα πετύχει γυρνάει και μου το μαγκώνει με τα χέρια της. Το σηκώνω ενστικτωδώς προς τα πάνω και πίσω και το αναγκάζω να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών του. Μισό δευτερόλεπτο μετά το τσεκούρι του Πέτρου βυθίζεται στα πλευρά του ζόμπι σαν να μην ήταν σάρκα αλλά κορμός δέντρου. Γύρω μας γινόταν της πουτάνας αλλά ο ήχος από την μεταλλική κεφαλή που συνθλίβει το κόκκαλο, συνεχίζει μέσα στο κρέας και μετά καταλήγει με ένα κρακ στην σπονδυλική στήλη ακούγεται καθαρά σαν καμπάνα. Με το δεξί μου χέρι τώρα να τραβάει το ζόμπι ακόμα πιο ψηλά ο Πέτρος βάζει το ένα πόδι στη λεκάνη του πλάσματος, βάζει αντίσταση, ξεμαγκώνει το ματωμένο τσεκούρι μαζί με κομματάκια νεφρών, και το κατεβάζει στο ίδιο σημείο με τόση δύναμη που το πλάσμα κόβεται στα δύο, τα πόδια καταρρέουν και μένει το πάνω μισώ ακόμα να σφίγγει το χέρι μου. Fatality.

Κάνω στροφή 180 μοιρών και το πετάω σαν σφαιροβόλος στο πίσω μέρος του δωματίου. Προσγειώνεται πάνω στον Μιχάλη που οριακά πρόλαβε να καλυφτεί.
“ΜΑΛΑΚΑ ΜΕΤΆ ΘΑ ΈΡΘΩ ΣΕ ΕΣΈΝΑ” ουρλιάζει καθώς λιώνει με το γκλομπ το κεφάλι του ζόμπι.

Του γυρνάω την πλάτη και καρφώνω το βλέμμα στην είσοδο. Ζόμπια συνεχίζουν να παλεύουν να χωρέσουν μέσα. Δεν έχει νόημα. Είναι πάρα πολλά.
ΨΗΛΕ!” φωνάζω. Τον βλέπω με την πλάτη στον πλαϊνό τοίχο να πυροβολεί σχεδόν εξεπαφής οτιδήποτε κινούταν προς το μέρος του. Σηκώνει το κεφάλι και με βλέπει πάνω από τη
θάλασσα των ζόμπι που παρεμβάλλονταν ανάμεσά μας.
ΕΊΝΑΙ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΆ” φωνάζω ξανά και σηκώνω στον αέρα μία χειροβομβίδα κρότου λάμψης. Καταλαβαίνει τι εννοώ, αν κάτσουμε εδώ σε λίγο δεν θα μπορούμε να ανασάνουμε. Ο
Πέτρος με βλέπει, με μάγουλα γεμάτα αίμα αρχίζει να φωνάζει να πάμε στην σκάλα για τον πρώτο. Δίνω την χειροβομβίδα στον Ψηλό και υποχωρώ μαζί με τον Πέτρο πίσω από την ασπίδα του Μιχάλη. Ο Ψηλός τραβάει την ασφάλεια και την πετάει στη μέση του δωματιού πριν τρέξει κλωτσώντας ό,τι βρει μπροστά του για να έρθει προς τα εμάς.

Τη στιγμή που υποχωρούμε στη στροφή της σκάλας ακούγεται ενας εκκωφαντικός θόρυβος και ένα ωστικό κύμα μας πετάει προς τα πίσω. Η ασπίδα του Μιχάλη με χτυπάει στο πρόσωπο και
ξαφνικά με βλέπω να πετάω προς τα πίσω ανάσκελα. Δίπλα μου ο Πέτρος είναι αναποδογυρισμένος στον αέρα, ο Ψηλός έχει τιναχθεί προς τα πίσω. Από το άνοιγμα στη βάση της σκάλας ορμάει ένα
σύννεφο αίματος, σκόνης, μπάζων και παλαιομοδίτικων υπολειμάτων επίπλων, όλα αυτά μαζί με χέρια, πόδια, τούφες μαλλιών και τυχαία κομμάτια καμμένης σάρκας.

Ένα λεπτό μετά είμαστε ακόμα πεσμένοι στη βάση της σκάλας, βήχωντας και πονώντας σε όλο μας το σώμα.
“Σπύρο….τι στον πούτσο;” λέει ο Πέτρος ξέπνοα.
“Εμ..ναι…αυτό παίζει να ήταν κανονική χειροβομβίδα” λέω μουγκρίζοντας από τον πόνο.

Σηκωνόμαστε στα δυο μας πόδια και προσπαθούμε να εκτιμήσουμε την κατάσταση. Δεν ακούμε άλλα ουρλιαχτά. Η έκρηξη πρέπει να σκότωσε όλα τα ζόμπι στο ισόγειο, τουλάχιστον μέχρι να έρθουν άλλα.
Τα κακά νέα είναι πως κομμάτι του πρώτου ορόφου κατέρρευσε στην σκάλα. Πίσω μας δεν υπάρχουν τίποτα παρά μπάζα.
Είμαστε αποκλεισμένοι.

Σύνοψη και Επεξήγηση

Στο συγκεκριμένο σημείο θα τοποθετούνται με χρονική σειρά τα κεφάλαια του CZA. Για να θυμηθείς τα προηγούμενα κεφάλαια ρίξε μία ματιά

1.Κεφάλαιο 1ο

2.Κεφάλαιο 2ο

3.Κεφάλαιο 3ο

4.Κεφάλαιο 4ο

5.Κεφάλαιο 5ο

6.Κεφάλαιο 6ο

7.Κεφάλαιο 7ο

8.Κεφάλαιο 8ο  

9.Κεφάλαιο 9ο

Ο τίτλος του παρόντος, CZA, είναι το ακρώνυμο του C.E.I.D. Zombie Apocalypse.

Info

Οι συντάκτες του Frapress.gr διατηρούν τα πνευματικά δικαιώματα όλων των κειμένων και άλλων δεδομένων που παρουσιάζουν. Αν σε κάποιο άρθρο δεν αναφέρεται συντάκτης ή άλλη πηγή συγγραφής, τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο Frapress.gr.

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να δείτε εκτενώς τους όρους χρήσης του Frapress.gr εδώ.

Σχόλια