Η Κύπρος δεν ξεχωρίζει μόνο για την ιδιαίτερη ομορφιά και λαλιά της αλλά και για την Ποίησή της!

Η κυπριακή λογοτεχνία καλλιεργήθηκε από πολλούς και σπουδαίους τεχνίτες του λόγου που αντίκρισαν με ευλάβεια την Τέχνη και την υπηρέτησαν πιστά. Ωστόσο παραμένει ακόμη αδικαίωτη σε αυτή τη μακρινή γωνία όπως έγραψε στα 1962 ο Κύπριος ποιητής Κώστας Μόντης.

Αν αγαπάς την ποίηση εδώ υπάρχει κάτι στο οποίο αξίζει να εγκύψεις !

 

1. Κώστας Μόντης
Κύπριων
Διάλεξη στη Λευκωσία

Μικροί άνθρωποι

στις μεγάλες αίθουσες

φροντίζουν να μιλούν

για ό,τι πιο πολύ δεν ξέρουν.

Και τους ακούν με θαυμασμό

άλλοι μικρότεροί τους

και τους χειροκροτούν.

Μια τρομερήν αντήχηση

κάνουν τα κούφια χέρια που χτυπούν

των κούφιων

γιατί όλη εκείνη η κούφια απέραντη αίθουσα

έχει επίτηδες χτιστή

μ’ ηχητική πολλή

κατάλληλη για τα μικρά χειροκροτήματα.

 

 

2. Μιχάλης Πιερής
Κύπριων

 

Από τη Λακέμπα στο Σίτι
(επικερδής ζημία)

Ήρθα και πάλι. Είμαι στην ώρα μου.
Σε περιμένω. Μʼ όλο που είναι βέβαιο
πως δεν θα ʼρθείς. Μα πρέπει να σου πω
κι ας είμαι πάλι ο χαμένος. Σε τούτη
την υπόθεση υπάρχει και για μένα κέρδος.
Η σημερινή μέρα της ζωής μου.
Η ξεχωριστή. Σου την περίμενα
να ξημερώσει με τη σκέψη σου.
Ο δρόμος σήμερα που έγινε αλλιώτικος.
Οι χτύποι της καρδιάς που ξέφυγαν
απʼ την πεπατημένη τάξη του ρυθμού τους.

Όλα τα θαυμαστά που μου έτυχαν σήμερα.
Σήμερα που ήταν να σε συναντήσω.

 

 

3. Κυριάκος Χαραλαμπίδης Κύπριων

 

Στα στέφανα της κόρης του

Είχε τριακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν
και τον πατέρα της στα βάθη της Ανατολής.

Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί.

Κατά την τελετή του μυστηρίου
δεν πρόσεξε κανένας τον πατέρα της.
Μπήκε απ’ το νάρθηκα κρυφά και στάθηκε
πίσω από μία κολόνα και καμάρωνε.
Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του
το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ.
Τον πήρανε για ηλίθιο του χωριού
και τον αφήκανε στην ησυχία του.

Τελειώνει ο γάμος, και να χαίρεστε τα στέφανα.
Παίρνουν κουφέτα και λουκούμια, μπαίνουν
καθένας στ’ αυτοκίνητό του, χάνονται.

Ο στοργικός πατέρας πάει κι αυτός
στην Πράσινη Γραμμή, περνά σκυφτός
παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα.

 

 

 

4. Ανδρέας Τιμοθέου

ποιήματα

 

Αν μ’ αγαπάς πολύ

Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα έχεις παρατηρήσει
τα ασυνήθιστα μεγάλα βλέφαρά μου.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα αναγνωρίζεις
το γέλιο μου μέσα σε άλλα χιλιάδες.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα νιώθεις
τι δηλώνουν τα υγρά μου μάτια.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα σιωπάς
όταν βλέπω το ηλιοβασίλεμα.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα ξέρεις
πως και τις μέρες που χάνομαι σ’ αγαπώ.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα υπομένεις
τις ώρες που γράφω, ακούγοντας Σοπέν στο σκοτάδι.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα ανέχεσαι τις φωτογραφίες σου
δίπλα στα πορτρέτα της Κάλλας.
Μα κάτεχε πως, αν σ’ αγαπώ πολύ,
θα είναι εντάξει
κι αν τίποτα απ’ αυτά δεν κάνεις

 

 

5. Ευτυχία Παναγιώτου

ποιήματαΟ ρήτορας

Ήσουν ωραίος· σαν πνιγμένος Έλληνας.
Το γέλιο σου ώς το λαρύγγι, ανέβαινε.
Ήταν πως θα σε σφίξει στην καρδιά
σαν μέγκενη ή σαν κρασί.

Μα εσύ τσουγκρίζεις το ποτήρι σου,
χορός τα χωρατά σου, κι αγορεύεις.
Λες, ο ιδρώτας του προσώπου μου,
κι οργώνεις το ψαρό μουστάκι σου.

Ήσουν ωραίος· σαν πληγωμένο σπαρτό.
Στα μάτια σου δυο ζώα αλάφιαζαν,
τομάρια, κι όλο γάβγιζαν
την οικουμένη.

Ήσουν αγέρωχος μόνο στο ποίημα.
Στιχάκι αοιδών όπου μας πλάνεψαν.
Όταν μας σφύραες απ’ το βουνό
ήταν για να βουτάς στην τρύπια τσέπη

την παλάμη,

να πιάνεις τον παράδεισο.
Φλογέρα που σε πρόδωσε
― και δεν συγχώρεσες.
Τσιγαριλίκια, αέρα στρίβεις

για να κλωθογυρίζουν
κι οι μύγες του χωριού.

 

6. Μυρτώ Παπαχριστοφόρου

ποιήματα

Ένας θεός μαίνεται εναντίον μας 

Ένας θεός μαίνεται εναντίον μας

Μαύρη η ώρα που ξεκρέμασα τα ωραία τόξα το δοξάρι

και κίνησα πεζός να ’ρθώ στην Τροία

να πολεμήσω τους Αργείους με τα ξέπλεκα μαλλιά και τα μεγάλα μάτια

αφήνοντας σπίτι γυναίκα και παιδιά

το στέρεο αμάξι και τ’ άλογα θρεμμένα

όλα για χάρη και τιμή του Έκτορα

Τώρα που μαίνεται μπροστά μας η φωτιά

τώρα που ο κάμπος πλημμύρισε όλος στο αίμα

τώρα που ένας θεός, το βλέπω, μαίνεται εναντίον μας

αυτά επιστρέφουν στον νου μου, πια χαμένα

 

7. Παντελής Μηχανικός 

Κύπριων

 

Ονήσιλος

Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος
βγαλμένος απ’ την ιστορία και το θρύλο
ολοζώντανος.

Αρχιλεβέντης βασιλιάς αυτός
κρατούσε στο χέρι ό,τι του ΄χε απομείνει:
ένα καύκαλο
―το δικό του κρανίο―
γεμάτο μέλισσες.

Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.

Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε.

Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων
έφτασε στη Σαλαμίνα
φρύαξε ο Ονήσιλος.
Άλλο δεν άντεξε.
Άρπαξε το καύκαλό του
και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.

Κ’ έγυρα νεκρός.
Άδοξος, άθλιος,
καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.

Σχόλια