~Διάφορα συναισθήματα εναλλάσσονταν στο πρόσωπο του… Μέσα από στιγμές που άξιζαν να παραμείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη του…~

Ο δρόμος ήταν άδειος. Ησυχία παντού. Οι σκιές των κτιρίων έπεφταν βαριές στην άσφαλτο. Οι λάμπες στο δρόμο έριχναν το χλωμό τους φως, προσπαθώντας μάταια να τρυπήσουν το πυκνό σκοτάδι. Εκείνος στέκονταν στην άκρη του δρόμου, κάτω ακριβώς από το στύλο της “’Εξυπνης Στάσης”, με το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη. Ο καπνός έβγαινε σταδιακά απ’ τα ρουθούνια του κι ανέβαινε τούφες-τούφες στον κατάμαυρο ουρανό. Δεν χαράμισε ούτε μία ματιά στην πορτοκαλί ένδειξη της οθόνης. Είχε αρκετό χρόνο, μπροστά του. Το πακέτο με τα τσιγάρα του  ήταν γεμάτο.

Είχε καπνίσει τουλάχιστον πέντε, όταν εκείνο φάνηκε στη στροφή του δρόμου. Σταμάτησε βογκώντας λίγα μέτρα πιο πέρα απ’ αυτόν. Πέταξε αδιάφορα το τσιγάρο που μόλις είχε ανάψει και με κάμποσες μεγάλες δρασκελιές μπήκε στο εσωτερικό του. Οι θέσεις κενές. Ο οδηγός σιγομουρμούριζε έναν ρεμπέτικο σκοπό. Κάθισε πλάι σε ένα απ’ τα παράθυρα του οχήματος. Το λεωφορείο ανέπτυξε απότομα ταχύτητα και χύθηκε ξανά στους δρόμους, καταπίνοντας βιαστικά τα χιλιόμετρα που τον χώριζαν απ’ τον τελικό του προορισμό.

Φωτογραφία: Αλεξία Χάμουζα-Γιοβανοπούλου

Οι πολυκατοικίες είχαν από ώρα κλείσει τα αλουμινένια τους βλέφαρα, σε μια προσπάθεια να ηρεμήσουν για λίγο από την πολύβουη αστική καθημερινότητα. Άπλωσε το χέρι, που φάνταζε ακόμα πιο λευκό στο φως του λεωφορείου, κι άνοιξε το παράθυρο. Ο καυτός καλοκαιρινός αέρας μαστίγωσε το πρόσωπο του. Μερικές τούφες απ’ τα λευκά μαλλιά του άρχισαν να πάλλονται ρυθμικά. Μια βαριά μυρωδιά, μυρωδιά φρέσκου χώματος και βραδινής δροσιάς, αναμεμειγμένη με την μπόχα ξινισμένου ιδρώτα, αποσύνθεσης και των βουνών από σκουπίδια που κατέκλυζαν τους πράσινους κάδους, απλώθηκε στο λεωφορείο. Ο οδηγός σούφρωσε εκνευρισμένος τη μύτη, αν και είχε συνηθίσει πια. Εκείνος δεν έδωσε σημασία. Τα μάτια του ορθάνοιχτα, ρούφαγαν λαίμαργα κάθε οπτικό ερέθισμα του τσιμεντένιου αστικού τοπίου. Οι πολυκατοικίες, άλλες ψηλές κι άλλες πιο κοντές, παρατεταμένες στη σειρά σαν ντόμινο, εναλλάσσονταν με γοργό ρυθμό. Οι φανοστάτες στις άκρες των πεζοδρομίων ύφαιναν μια φωτεινή κορδέλα, που τύλιγε απαλά το δρόμο, σε όλη του σχεδόν την πορεία.

Κάποτε, οι τσιμεντένιοι γίγαντες άρχισαν να αραιώνουν και το αστικό τοπίο να ξεθωριάζει. Ασθενικοί κορμοί δέντρων ξεπρόβαλαν με τα κλαδιά τους, σχεδόν φαφούτικα, μιας κι ελάχιστα φύλλα κρέμονταν επάνω τους. Απ’ την δεξιά πλευρά του δρόμου, η θάλασσα ατσαλάκωτη, σαν ένα προσεκτικά απλωμένο κομμάτι ύφασμα, καθρέφτιζε την αργυρή λάμψη του φεγγαριού. Το λεωφορείο έχοντας απαλλαγεί πλέον απ’ τα φανάρια της πόλης έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα, μέχρι τη στιγμή εκείνη που η κόκκινη ένδειξη του “stop” το ανάγκασε να επιβραδύνει.

Εκείνος κατέβηκε με βιαστικό κι ασταθές βήμα. Ένα θαμπό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του. Το μέρος του ήταν γνώριμο. Η βραχώδης αυτή πλαγιά, με τον μικρό κολπίσκο στα σπλάχνα της και τα ψημένα απ’ την αλμύρα σανίδια καρφωμένα ανάμεσα στα βράχια, είχε αποτελέσει πολλές φορές το φόντο των αναμνήσεών του.

Η βουβή πόλη

Ήταν τότε στην εφηβεία του, όταν είχε κάνει σκασιαρχείο και ήρθε για πρώτη φορά σ’ αυτό το μέρος, παρέα με τους κολλητούς του. Πάνω στα πειραγμένα τους μηχανάκια, οι εξατμίσεις των οποίων έσκουζαν με παράπονο, φορώντας μονάχα το μαγιό τους, αψηφώντας κάθε κίνδυνο, ακόμη κι αυτόν της αστυνομίας, έσκασαν μύτη σε αυτό το σημείο της Αττικής με βήμα βαρύ, μάγκικο και ένα χαμόγελο τεράστιο -μέχρι τ’ αυτιά- κι ας είχαν μόλις ξεκινήσει να φυτρώνουν, ανάμεσα στο χνούδι του προσώπου τους, οι πρώτες σκληρές κι ατίθασες αντρικές τρίχες.

Κόντευε τα εικοσιένα όταν γλίστρησε το πόδι του στην ύπουλη επιφάνεια ενός βράχου με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του και να βρεθεί ευθύς αμέσως στα καταγάλανα νερά του κόλπου. Το πρόσωπο του είχε βαφτεί στην απόχρωση της ντροπής καθώς ανέβαινε την μεταλλική σκάλα. Και τότε την είδε. Στέκονταν όρθια λίγο παρά ‘κει με τις φίλες της και τον κοιτούσε με συστολή, με αποτέλεσμα το κόκκινο χρώμα στο πρόσωπο του να γίνει ακόμα πιο έντονο. Γλίστρησε ξανά, αυτή τη φορά όμως έπεσε μεσ’ το βλέμμα της.

Το πρωτόγνωρο αίσθημα του έρωτα που γεννήθηκε μέσα του, τον έπνιξε. Κάθε ίχνος λογικής έσβησε. Την σκέψη του κατέκλυσε η παρουσία της. Τα μελιά της μάτια που χρύσιζαν στο φιλί του ήλιου. Τα σγουρά καστανά μαλλιά της, που αγκάλιαζαν γλυκά τους λεπτεπίλεπτους ώμους της. Οι καφετιές φακίδες, πάνω στα χλωμά της μάγουλα. Τα λεπτά της χείλη, τα σφιγμένα από συστολή που σχημάτιζαν ένα ντροπαλό χαμόγελο, κάθε τόσο που ένιωθε το βλέμμα του σκαλωμένο επάνω της.

Την επόμενη Κυριακή βρισκόταν κι οι δυο ξανά εκεί. Και την μεθεπόμενη, και τις υπόλοιπες Κυριακές του μήνα. Μα κι οι δυο τους βούλιαζαν στις ανασφάλειες και τις συστολές τους, ανταλλάσσοντας μοναχά βλέμματα. Βλέμματα που αστραποβολούσαν από έρωτα!

Το καλοκαίρι έδυσε κι εκείνοι ακόμα να ξεπεράσουν τη δειλία τους. Με την βοήθεια όμως της Μοίρας, αλλά και της Τύχης που ξετύλιγαν κι έμπλεκαν ξανά τα νήματα των ανθρώπινων ζωών, γελώντας αυτάρεσκα κάθε φορά με τη δύναμη, που ‘χαν φυλαγμένη στα γέρικα χέρια τους, βρέθηκαν να κάθονται σε θέσεις διπλανές στο λεωφορείο, με προορισμό τις πανεπιστημιακές σχολές τους. Τα πρόσωπά τους φωτίστηκαν από χαρά. Δυο χέρια πλέχτηκαν τρέμοντας αμυδρά εκείνη την ημέρα. Δυο ζευγάρια χείλη κούμπωσαν αρμονικά. Κι ύστερα, όλα κύλησαν όπως ήταν από καιρό γραμμένα!

Έσυρε το ασταθές του βήμα μέχρι τα πρώτα βράχια της πλαγιάς. Λύγισε τα γόνατα και προσπάθησε να βολευτεί πάνω στην αιχμηρή τους επιφάνεια. Ο σουβλερός πόνος της μέσης του έκανε άξαφνα αισθητή την παρουσία του. Τα χαρακτηριστικά απ’ το πρόσωπο του αλλοιώθηκαν για μια στιγμή. Έπειτα απλώθηκε πάνω του ξανά η ηρεμία. Τα μάτια του, που ΄χαν βουλιάξει χρόνια τώρα στις κόγχες τους, διάβαιναν σε κάθε βράχο, μικρό και μεγάλο, λείο κι αιχμηρό του τοπίου, ψάχνοντας για κάτι. Κάτι ανεξίτηλο. Κάτι για να φυλακίσουν παντοτινά στη μνήμη τους. Οι ώρες έτρεχαν γρηγορότερα απ’ ό τι υπολόγιζε…

Διαβάστε τη συνέχεια στην επόμενη σελίδα…

Σελίδες: 1 2

Σχόλια

1 2