Κόντευε σχεδόν πέντε το ξημέρωμα, όταν ένιωσε ένα ανεπαίσθητο γαργαλητό στη βάση του λαιμού του. Γαργαλητό που τον έκανε να χαμογελάσει, έστω και για λίγο. Άπλωσε τα στραβά του δάκτυλα. Με μια σταθερότητα -πρωτόγνωρη για την ηλικία του- αιχμαλώτισε απαλά ανάμεσα τους ένα καφετί σκουληκάκι, που κουλουριάστηκε τρομαγμένο, νιώθοντας τη ζωή του να απειλείται. Δεν το πείραξε. Το τοποθέτησε στη ρίζα ενός βράχου δίπλα του. Έστρεψε το βλέμμα του ξανά. Προς το σημείο εκείνο που το σκοτάδι του ουρανού ενώνονταν με μία τέλεια ύφανση από χέρι θείο, με την βελούδινη και επίσης σκοτεινή θάλασσα.

Φωτογραφία: Αλεξία Χάμουζα-Γιοβανοπούλου

Ύστερα, περίμενε…

Κάμποση ώρα μετά, το μαύρο του ουρανού έπαιρνε να σπάει. Σαν βιτρίνα γυάλινη γέμισε παντού ραγίσματα, απ’ τα οποία ξεχύνονταν κεχριμπαρένια χρώματα. Θρύψαλα φωτός έσκαγαν στα ήρεμα νερά της θάλασσας. Το σκοτεινό της ύφασμα ξεθώριασε σταδιακά. Βάφτηκε μενεξεδί και ροζ, μέχρι τη στιγμή εκείνη που στο βάθος φάνηκε ο κόκκινος δίσκος του ήλιου. Τότε η θάλασσα άρχισε να φλέγεται, ώσπου η φλόγα κόπασε και το δροσερό γαλανό της χρώμα άπλωνε απ’ άκρη σ΄ άκρη.

Θαμπωμένος απ’ τη μαγεία της στιγμής, κοιτούσε βουβός το θαύμα που διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια του. Ένα δάκρυ χάραξε το πρόσωπο του. Για μια απειροελάχιστη στιγμή πίστεψε πως μαζί με τον ήλιο θα μπορούσε να ανατείλει, έστω και στου ορίζοντα την άκρη, η υποψία μιας ελπίδας. Η επιθυμία του όμως φτερούγισε αδύναμη κι έπεσε στα κρυστάλλινα νεαρά της θάλασσας. Πνίγηκε. Η γλώσσα του μούδιασε απ’ τη στυφή γεύση της συνειδητοποίησης. Άλλο ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο του, πηγαίνοντας να βρει εκείνο που βρίσκονταν τώρα στη βάση του λαιμού του.

Σηκώθηκε απρόθυμος. Μπορεί τα βράχια να ήταν κοφτερά, μα τόσες ώρες εκεί συνήθισε το τραχύ τους άγγιγμα. Έπρεπε όμως να φύγει. Η ώρα περνούσε κι εκείνος έπρεπε να προλάβει. Η επιστροφή φάνταζε μονόδρομος. Κοίταξε δειλά το ρολόι του. Είχε στη διάθεση του τουλάχιστον δυο ώρες. Πήρε το ίδιο λεωφορείο, αυτή τη φορά απ’ την απέναντι μεριά του δρόμου. Το κλιματιστικό ήταν αναμμένο στο τέρμα. Το εσωτερικό του λεωφορείου θύμιζε ψυγείο. Μια δεσποινίδα τρυπημένη σε κάθε πιθανή σπιθαμή δέρματος στο πρόσωπο της, σαν τον αντίκρισε σηκώθηκε με ιδιαίτερη διακριτικότητα για να καθίσει.

Της χαμογέλασε. Το χλωμό του πρόσωπο βάφτηκε κόκκινο όπως τότε! Μετά από λίγο ένας ξαφνικός θόρυβος, σαν ένα μπαλόνι που σκάει, έκανε όλους τους επιβάτες να αναπηδήσουν τρομαγμένοι. Ο οδηγός, ένας κοντός κύριος με γυαλιστερή φαλάκρα κι ένα λεκιασμένο πουκάμισο, τσιτωμένο στην περιοχή της κοιλιάς, αφού έβρισε πρώτα Θεούς και Δαίμονες, ξεφύσηξε θυμωμένος και έπιασε αριστερά. Το λεωφορείο είχε πάθει λάστιχο!

Εκείνος κοίταξε για δεύτερη φορά το ρολόι του. Του φάνηκε ότι οι δείκτες του διέγραφαν τους κύκλους της ώρας βιαστικοί. Το πανιασμένο του πρόσωπο χλόμιασε κι άλλο. Έπρεπε να προλάβει. Αν και ένα αιχμηρό αίσθημα άγχους τον κυρίευσε, η καρδιά του παρέμενε σιωπηλή. Ιδρώτας έλουσε το πρόσωπο του. Οι κρόταφοί του γυάλιζαν, όταν το φως του ήλιου έπεφτε επάνω τους. Βγήκε απ’ το λεωφορείο και κατευθύνθηκε στη μέση της ασφάλτου, στυλώνοντας το βλέμμα του στην προηγούμενη στροφή του δρόμου. Το είχε ήδη αποφασίσει. Θα έπαιρνε ένα ταξί.

Με την ανυπομονησία σφηνωμένη στα μάτια και την αγωνία να υποδαυλίζει την λειτουργία των ιδρωτοποιών του αδένων, σχημάτιζε νοητούς κύκλους στην άσφαλτο. Κάποια στιγμή κι ενόσω ο εκνευρισμός του είχε φτάσει σε οριακό σημείο, ένα κίτρινο όχημα εισέβαλε στο οπτικό του πεδίο. Αναστέναξε ανακουφισμένος. Με την αναστροφή της παλάμης σκούπισε τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό του.

Ταυτόχρονα σήκωσε το άλλο χέρι για να σταματήσει το ταξί. Ο οδηγός τον κοίταξε με βλέμμα αρπακτικού και του χαμογέλασε σαρδόνια. Εκείνος αδιαφόρησε. Κάθισε αποκαμωμένος στη θέση του συνοδηγού και ψιθύρισε με φωνή ραγισμένη την διεύθυνση του στα Κάτω Πατήσια. Ο χρόνος περνούσε βιαστικός. Έπρεπε να προλάβει. Ήξερε πως βρίσκονταν σε αδιέξοδο. Το πρόσωπο του ταξιτζή έλαμψε. Έκανε επιδεικτικά τον σταυρό του για την καλή του τύχη και ξεκίνησε τραγουδώντας φάλτσα για τον προορισμό τους.

Φωτογραφία: Αλεξία Χάμουζα-Γιοβανοπούλου

Το ταξί ανέπτυξε γρήγορα ταχύτητα. Ο αέρας που εισχωρούσε στο εσωτερικό του αυτοκινήτου ράπιζε τα πρόσωπά τους. Ο οδηγός με στόμα ορθάνοιχτο συνέχιζε την παραφωνία του. Σταγόνες σάλιου εκτοξεύονταν απ’ αυτό και έπεφταν επάνω στο τιμόνι. Το χρυσό του δόντι αν και θαμπό, προσπαθούσε με κόπο να λάμψει. Εκείνος έχοντας ανακτήσει την χαμένη του ηρεμία κοιτούσε αχόρταγα έξω απ’ το παράθυρο.

Το αστικό τοπίο τον απορρόφησε γι’ άλλη μία φορά. Ένα βαθύ αίσθημα θλίψης βάρυνε το στέρνο του. Οι σάρκες των πολυκατοικιών είχαν ξεφλουδίσει. Οι ρίζες των δέντρων είχαν παραμορφώσει την επιφάνεια των πεζοδρομιών. Η άσφαλτος θύμιζε σουρωτήρι με τόσες λακκούβες. Η πόλη του είχε αλλάξει. Είχε γεράσει κι αυτή. Το νυστέρι του χρόνου σε συνδυασμό με τις απερίσκεπτες ανθρώπινες παρεμβάσεις της φέρθηκαν σκληρά.

Κοίταξε το ρολόι του ξανά. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Είχε μόνο μισή ώρα! Το ταξί έφτανε στο κέντρο. Τα αυτοκίνητα σχημάτιζαν ατελείωτες ουρές στα φανάρια. Τα δάκτυλα του χεριού του χτύπαγαν ανυπόμονα πάνω στο ταμπλό του αυτοκινήτου. Έπρεπε να βιαστεί. Έστρεφε το κεφάλι πότε δεξιά και πότε αριστερά. Ο ταξιτζής βλέποντας την ανυπομονησία του, έστρεψε απότομα το τιμόνι και χάθηκε σε έναν απ’ τους στενούς δρόμους της πόλης. «Θα προλάβουμε!», του είπε πιο πολύ για να τον καθησυχάσει, παρά γιατί το πίστευε. Εκείνος τον κοίταξε σαν η ζωή του να κρέμονταν από τα λόγια του. Του χαμογέλασε.

«Έτρεχα μια ολόκληρη ζωή. Έτρεχα για να προλάβω. Βιαζόμουν να τα ζήσω όλα! Φέρθηκα επιπόλαια. Και τι κατάλαβα; Στιγμές είναι η ζωή μας. Στιγμές πλημμυρισμένες στο φως. Στιγμές αρωματισμένες με τη λεπτή μυρωδιά της αγάπης, την πικάντικη του έρωτα και τη δροσιά του γέλιου. Μα και στιγμές που βουλιάζουν στα βρομόνερα της θλίψης, της απογοήτευσης και ζέχνουν θάνατο. Βρομόνερα με όνειρα κι ελπίδες πνιγμένες να επιπλέουν, νούφαρα στεγνά. Πρέπει να πατήσεις μια μικρή παύση στις πρώτες. Να τις ζήσεις αργά, ηδονικά. Να αφήσεις τους πόρους του κορμιού σου ανοιχτούς. Να πιεις το νέκταρ τους γουλιά-γουλιά. Να αφήσεις τους κάλυκες της ψυχής σου να γευτούν τη γλυκάδα τους. Βιάστηκα. Διψούσα βλέπεις. Κι έτσι, τις ήπια λαίμαργα. Και τώρα; Πάλι βιάζομαι. . . Μα, τώρα είναι αλλιώς. Πρέπει να βιαστώ. Πρέπει όλα να τελειώσουν!», του είπε αινιγματικά κι έγειρε το κεφάλι του στο παράθυρο.

Το Σαββατοκύριακο…

Ο οδηγός τον κοίταξε με περιέργεια. «Όλοι οι τρελοί σε μένα!» σκέφτηκε και συνέχισε το δρόμο του. Είχαν σχεδόν φτάσει. Εκείνος κοίταξε το ρολόι του. Πέντε λεπτά ακόμη. Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά απ’ την ανοιχτή είσοδο της πολυκατοικίας. Εκείνος βιαστικός βγήκε δίχως να πληρώσει. Τρία λεπτά. Ο οδηγός έβαλε τις φωνές. Φωνές που ποτέ δεν έφτασαν στα αυτιά του. Το πρόσωπο του οδηγού σκλήρυνε από θυμό. Έριξε το βλέμμα του στη θέση του συνοδηγού. Μια χούφτα χώμα είχε βουλιάξει στο κάθισμα…

Πέρασε το κατώφλι της πολυκατοικίας. Ξαφνικά, η σάρκα του έγινε διάφανη. Εξαϋλώθηκε. Με βήματα βιαστικά ανέβαινε τη σκάλα. Τα βήματα του δεν ακούμπαγαν στο έδαφος. Έφτασε στον τρίτο. Κόσμος είχε μαζευτεί έξω απ’ το διαμέρισμά του. Χαμογέλασε πικρά. Πέρασε από μπροστά τους. Τα πρησμένα τους μάτια δεν αντιλήφθηκαν την παρουσία του. Το σαλόνι ήταν ασφυχτικά γεμάτο. Το λαχανιασμένο κλιματιστικό δούλευε ακατάπαυστα.

Ο καφές είχε ξεραθεί μέσα στα φλιτζάνια. Την είδε στο μπάνιο. Έριχνε νερό στο ζαρωμένο της πρόσωπο. Οι ρυτίδες της φάνταζαν εντονότερες σήμερα. Τα μάτια της ήταν θολά. Την άφησε στην ησυχία του μπάνιου. Άνοιξε τα χέρια. Τα δάκτυλα του άγγιξαν τις κορνίζες, που κρέμονταν στους τοίχου του διαδρόμου. Κρύο το μεταλλικό τους πλαίσιο, μα ζεστές οι αναμνήσεις! Τα πρόσωπα που βρίσκονταν πίσω απ’ το σκονισμένο τζάμι του χαμογελούσαν. Μπήκε στο δωμάτιό τους. Κοίταξε το κοιμισμένο του κορμί που βρίσκονταν πνιγμένο στα λουλούδια.

«Πρόλαβα!», αναφώνησε φανερά ανακουφισμένος κι έγειρε μέσα του.

Σελίδες: 1 2

Σχόλια

1 2