Ο Ευρωπαϊκός καλλιτεχνικός κινηματογράφος και 10 από τις σημαντικότερες στιγμές του

Πέραν της εισαγωγής σε κλασικές κινηματογραφικές ταινίες, οι ευρωπαϊκές καλλιτεχνικές ταινίες του ’60 και του ’70, είναι μια απόμακρη, απόρθητη περιοχή της ιστορίας του κινηματογράφου που πρέπει να εξερευνήσουμε. Και όσον αφορά αυτό, μια προειδοποίηση – οι ταινίες αυτές δεν βλέπονται με ελαφρά την καρδία, καθώς αγκαλιάζουν βαθιά υπαρξιακά, πνευματικά και πολιτικά θέματα που αλλάξαν δραματικά τον τρόπο με τον οποίο γυρίζονταν οι ταινίες.

Ο υπαρξιακός τρόμος είναι για τον Σουηδό κινηματογραφιστή Ingmar Bergman ότι τα γρήγορα αυτοκίνητα και οι εκρήξεις για τον Michael Bay, και η εικονική ταινία του, “Η Έβδομη Σφραγίδα” (1957), θα μπορούσε να είναι η πιο σαφής εικόνα του συνόλου του Ευρωπαϊκού Καλλιτεχνικού Κινηματογράφου: ένας μεσαιωνικός ιππότης, ο οποίος παίζει μια παρτίδα σκάκι με τον θάνατο.

Τα μεθυστικά θέματα είναι το ψωμί και το αλάτι για αυτό το κινηματογραφικό κίνημα, το οποίο, ενώ κάνει αυτές τις ταινίες πιο προκλητικές στην παρακολούθησή τους, ταυτόχρονα υποθάλπουν μια αξιοσέβαστη υπόσχεση ότι θα προσφέρουν πλουσιότατες ανταμοιβές σε όποιους τις δουν. Οι παρακάτω ταινίες, θα μπορούσαν εύκολα να αλλάξουν τη ζωή σας.

10. Blow Up (1966, Michelangelo Antonioni)

Ευρωπαϊκός καλλιτεχνικός κινηματογράφος

Μπορεί να μην είναι το πιο σημαίνων ή αγαπημένο φιλμ του Antonioni, αλλά σίγουρα είμαι το πιο προσιτό. Το Blow Up είναι στα αγγλικά, όμορφα φωτογραφημένο από τον Carlo Di Palma με ζωντανά χρώματα και υποβασταζόμενο από κάτι που θυμίζει μια χαλαρή πλοκή – κάτι που πολλές από τις ταινίες της λίστας δεν μπορούν να υποστηρίξουν – είναι μια κλασική διαχρονική ταινία και μάλιστα δικαιολογημένα.

Λίγες ταινίες προβάλλουν ριζοσπαστικές κινηματογραφικές τεχνικές και concept όπως το Blow Up, το οποίο, ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίζεται πετυχημένα και ως θρίλερ και ως ταινία ηθικής, καθίσταται ένα μοναδικό σημείο εκκίνησης για τις συγκεκριμένες ταινίες. (Η ταινία ήταν διάσημα προβοκατόρικη, κυρίως λόγω του ότι ήταν η πρώτη mainstream ταινία που είχε πλήρες ανφάς γυμνό, κάτι που τραβούσε ιδιαίτερα την προσοχή εκείνην την περίοδο).

Η διάσημη πλοκή, που χρησιμοποιήθηκε στη βάση της από τον Francis Ford Coppola για την ταινία The Conversation, ακολουθεί έναν απογοητευμένο αλλά υπερσεξουαλικό φωτογράφο μόδας, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα εξοντωτικό ηθικό δίλημμα.

Κάνοντας διάλειμμα από την φωτογράφηση πανέμορφων μοντέλων με δελεαστικό ρουχισμό (που αφήνει λίγα στη φαντασία), πηγαίνει σ’ένα κοντινό πάρκο με την κάμερά του για να χαλαρώσει. Ενώ φωτογραφίζει διάφορα θέματα γύρω του, φωτογραφίζει και ένα φαινομενικά ρομαντικό ζευγάρι. Μόνο που αφού εμφανίζει το φιλμ, ανακαλύπτει ότι κατά λάθος φωτογράφισε έναν φόνο, βλέποντας ένα πτώμα στο περιβάλλον κοντά στο ζευγάρι…

Αναλογιζόμενος την ευθύνη του και το πώς θα πρέπει να δράσει, γύρω του εκτυλίσσεται ένα παιχνίδι μεταξύ πραγματικότητας και μη-πραγματικότητας, και το πώς η τέχνη μπορεί να ενώσει αυτά τα δύο μαζί. Ο φωτογραφικός φακός ανακάλυψε μια αλήθεια εκεί που οι αισθήσεις του πρωταγωνιστή αποτυγχάνουν, σφυρηλατώντας έτσι ένα καλλιτεχνικό θέμα το οποίο λέει την αλήθεια, όταν οι άνθρωποι αδυνατούν. Το Blow Up χρησιμοποιεί το είδος του θρίλερ σαν ένα δικό του όπλο, και πυρομαχικό του είναι βαριές ιδέες που εκτοξεύονται στο κοινό με υπολογισμένη ακρίβεια.

 

9. Diary of a Country Priest (1951, Robert Bresson) 

Ευρωπαϊκός καλλιτεχνικός κινηματογράφος

Υποστηριζόμενη από μια εξαιρετικά δυναμική ερμηνεία από τον Claude Laydu ως ένας επίτιμος επαρχιακός ιερέας, σε αυτήν την ημι-χαλαρή απόδοση του ομότιτλου βιβλίου, θα μπορούσε να κάνει τον οποιονδήποτε να κλάψει. Το χαρακτηριστικό στυλ του Bresson των απλών βημάτων, συνθέσεων και μοντάζ, είναι απέριττο, σε συνδυασμό με την απίστευτη ηθοποιία του Laydu, δίνουν χώρο στον θεατή να embroil στο βαθύ δράμα της ταινίας. Αυτό που κάνει τη δουλειά του ακόμα πιο αξιομνημόνευτη, είναι το γεγονός ότι είναι η παρθενική εμφάνιση του Laydu.

Η ταινία Diary of a Country Priest μπορεί να είναι η χαρακτηριστική απεικόνιση του τι σημαίνει το να έχεις μια πνευματική ζωή-ένα κλασικό θέμα του Ευρωπαϊκού Καλλιτεχνικού Κινηματογράφου. Συγκεκριμένα, η ταινία χρησιμοποιεί ως μούσα της την πίστη. Η πίστη, διαπραγματεύεται η ταινία, εκτείνεται πέραν των ορίων της θρησκείας και καταλήγει στα βάθη της φιλοσοφικής σκέψης.

Ο Bresson, ήταν αγνωστικιστής αλλά βαθύτατα γοητευμένος από την θρησκεία και την οργανωμένη πνευματική πεποίθηση, βλέπει την πίστη σαν μια πολυδιάστατη ιδέα, η οποία εμπεριέχει την πίστη σε έναν θεό, τις ηθικές αξίες και ίσως απλά την πίστη στον εαυτό σου. Αυτό το υλικό θα μπορούσε να δώσει αφορμή σε βαρύγδουπα σχόλια σχετικά με το Θείο, αλλά η απαλή “πινελιά” του Bresson καταφέρνει να τα ξεπεράσει.

Αυτή είναι μια μικρή ιστορία για μεγάλα πράγματα, η οποία επικεντρώνεται σε έναν μοναχικό, ασθενικό ιερέα ο οποίος εξοστρακίζεται από τους κακούς και άπιστους ενορίτες του. Έτσι είναι και η καθημερινή εσωτερική σύγκρουση: ποια είναι η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ του να επηρεάζεις τις επιλογές των άλλων ανθρώπων θετικά και του να τους επιτρέπεις να κάνουν τα δικά τους λάθη; Ο Bresson δεν τολμά να μας υποβάλλει μια απάντηση, αντιθέτως μας καλεί να ρωτήσουμε τον εαυτό μας.

Ως ένα αριστούργημα, η ταινία Diary of a Country Priest αμφισβητεί την πίστη και την πνευματικότητα, με συγκρατημένη χάρη, που το να σκεφτείς την πνευματικότητά σου δεν είναι ένα ενδεχόμενο, αφού παρακολουθήσεις την ταινία, είναι γεγονός.

 

8. Belle de Jour (1967, Luis Buñuel)

Ευρωπαϊκός καλλιτεχνικός κινηματογράφος

Με τον ίδιο τρόπο που οι φαν του David Lynch βλέπουν την ταινία του Mulholland Drive (2001) ως αποτέλεσμα της επιρροής του ψυχοσεξουαλικού δράματος του Ingmar Bergman, Persona(1966), έτσι, θα μπορούσαμε πολύ εύκολα να δούμε την ίδια αντιστοιχία με την αμφιλεγόμενη ταινία του Stanley Kubrick, Eyes Wide Shut(1999) και την ταινία Belle de Jour, η οποία χαρακτηρίζεται το πιο ερωτικό φιλμ που έχει ποτέ φτιαχτεί.

Ενδιαφερόμενος πάντα για την αριστοκρατία, ο Buñuel ξεκινά την ταινία με το κροτάλισμα μιας μεσοαστικής άμαξας σε ένα χωματόδρομο με μια λαμπρή έπαυλη στο παρασκήνιο. Μέσα σε αυτήν, είναι ένας κλασσικά όμορφος άντρας και μια γυναίκα, της οποίας η ομορφιά ξεχειλίζει από σεξουαλικότητα. Μετά από μια λογομαχία, ο άνδρας διατάζει τους μεταφορείς να σύρουν και να μαστιγώσουν την γυναίκα, παρακολουθώντας τους λυγμούς της.

Ένας από τους μεταφορείς, πλησιάζει και την αρπάζει, αλλά αντί να αμυνθεί και να πονέσει, η γυναίκα βρίσκεται σε μια ελαφρά κατάσταση ευφορίας. Έπειτα, ξυπνάει. Το πραγματικό και το μη-πραγματικό, γίνεται ένα συνονθύλευμα σκηνών που αντιμάχονται η μία την άλλη, αφήνοντας το θεατή να αναρωτιέται για το τι είναι πραγματικότητα και τι όνειρο.

Αυτές οι ονειρικές σκηνές, που στην πραγματικότητα είναι οι ερωτικές φαντασιώσεις της ανήσυχης Séverine Serizy (Catherine Denueve), είναι συχνές. Γι ‘αυτήν, είναι μια αναγκαία τάση φυγής, μια αντίδραση στην βαρετή ζωή της, η οποία απαιτεί μια διέγερση που η ζωή της μεσαίας τάξης δεν μπορεί να προσφέρει. Έτσι, τα απογεύματα, όταν ο σύζυγός της είναι στη δουλειά, η Séverine εκπορνεύει τον εαυτό της. Στην πιθανώς πιο διάσημη σκηνή της ταινίας, ένας εξωτικός πελάτης έχει ένα μυστηριώδες κουτί που βουίζει, όταν ανοίγει.

Αφού βλέπει τι βρίσκεται μέσα στο κουτί, η πόρνη που του είχε ανατεθεί φεύγει, αλλά η Séverine αμέσως προσφέρεται να την αντικαταστήσει. Εμείς δεν μαθαίνουμε ποτέ ποιο είναι το περιεχόμενο του κουτιού -οι λάτρεις του Tarantino μπορούν να ανακαλέσουν μια αντίστοιχη κινηματογραφική σκηνή. Έτσι, μαγευόμαστε και σπεύδουμε να φανταστούμε τι βρίσκεται μέσα (ο Buñuel υποστήριξε ότι δεν ήξερε ούτε ο ίδιος ). Η Belle de Jour είναι μια δίωρη πραγματεία σχετικά με το πώς η δύναμη του σεξ δεν μπορεί να βρεθεί στη φυσική ανταλλαγή ωθήσεων και υγρών , αλλά σε ό, τι φανταζόμαστε. Μια απαραίτητη ταινία.

 

7. Aguirre, the Wrath of God (1972, Werner Herzog)

Ευρωπαϊκός καλλιτεχνικός κινηματογράφος

Στο μεγαλύτερο μέρος της χωρίς λόγια και με τη χρήση οπτικής αφήγησης για να επικοινωνήσει όχι μόνο την πλοκή, αλλά και τις πολύπλοκες ψυχολογικές καταστάσεις των χαρακτήρων, καθώς και ενοχλητική θεματολογία, η ταινία Aguirre, the Wrath of God αποτελεί ένα ορόσημο κινηματογραφικού στυλ.

Η ταινία ακολουθεί μια ομάδα Ισπανών Καθολικών, γύρω στο 1960, στην αναζήτηση για την πλασματική πόλη του Ελ Ντοράντο, τη χαμένη πόλη του χρυσού. Τα απραγματοποίητα όνειρα, είναι το βασικό θέμα του Herzog, όπως και η βάναυση επανεξέταση της θρησκείας, της κυβέρνησης, και της κοινωνικής τάξης, και παρά το σύντομο χρονικό διάστημα των 94 λεπτών, καθένα από τα θέματα, αναλύεται σε πολύ μεγαλύτερο βάθος από ό, τι στις περισσότερες ταινίες με μεγαλύτερη διάρκεια.

Χωρίς το Aguirre, το αριστούργημά του Francis Ford Coppola, Apocalypse Now (1975) μπορεί να μην υπήρχε. Στην καλύτερη περίπτωση, δεν θα είχε την ίδια μορφή. Μοιράζονται μια παρόμοια πλοκή: Είναι και οι δύο ταινίες δρόμου (εεε, τεχνικά ποταμού) από την κόλαση (και οι δύο εμπνευσμένες από τη νουβέλα του Joseph Conrad, Heart of Darkness), ακολουθώντας ένα ταξίδι με βάρκα μέσα από μια εφιαλτική ζούγκλα. Μέχρι το τέλος, οι χαρακτήρες μας είναι παράφρονες.

Ο συμβολισμός του αγνώστου είναι πυκνός, όπως είναι και πανταχού παρούσα η αίσθηση της αμηχανίας του ανθρώπου στο φυσικό κόσμο. Μία σκηνή σφυρηλατεί την εκκίνηση: Οι σχεδίες, που με βία συγκρατούνται μαζί, αγωνίζονται να παραμείνουν στην επιφάνεια επικίνδυνων ορμητικών νερών. Το γεγονός ότι ο Herzog γύρισε όλη αυτή τη σκηνή στην πραγματικότητα δεν είναι μόνο οπτικά εκπληκτικό, είναι και τόσο τρελό όσο και οι εξερευνητές μας στο τέλος της ταινίας. Δεν είμαστε οι κυρίαρχοι αυτού που νομίζουμε ότι είμαστε, μας λέει ο Herzog με πείσμα.

Μερικές φορές ο ονειρικός τόνος και τα οπτικά εφέ κάνουν το Aguirre να μοιάζει πιο πολύ με οπτικοακουστικό ποίημα, παρά με ταινία, προκαλώντας ένα συναίσθημα που είναι τόσο συγκεκριμένο ώστε κάθε φορά που το αισθανόμαστε και πάλι είναι που το προσδιορίζουμε ως Herzogian. Το ιμπρεσιονιστικό στυλ του Terrance Malick, οφείλει πολλά στον Herzog.

 

6. The 400 Blows (1959, François Truffaut)

Τα 400 χτυπήματα είναι η ταινία που θεωρείται από μερικούς ως η ριζική αρχή για το γαλλικό Νέο Κύμα και από πολλές απόψεις είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Αυτή η ταινία μοιράζεται αποφασιστικά λίγα κοινά με τον επαναστατικό αντι-φορμαλισμό του σύγχρονού της Jean-Luc Godard ή του ψυχαναλυτή σκηνοθέτη Éric Rohmer. Αντ ‘αυτού, έχει ψυχή.

Σε αντίθεση με τους συγχρόνους του, οι οποίοι στράφηκαν επίσης από αρθρογράφοι για το αναγνωρισμένου κύρους κινηματογραφικό περιοδικό Cahiers du Cinéma, σε καινοτόμους κινηματογραφιστές, οι ταινίες του Truffaut ήταν μοναδικά “θερμές”. Πολλοί αισθάνονται πως οι ταινίες του Godard δεν έχουν αίμα στις φλέβες τους, αντί αυτού παρουσιάζουν μια εμμονή για την αλλαγή της μορφής του κινηματογράφου και τις μακροσκελείς πολιτικές δηλώσεις (που να πω την αλήθεια, ποτέ δε με ενόχλησε). Οι ταινίες του ήταν συχνά παινεμένες και καταπληκτικές και ένα ήταν γνωστό για το στυλ τους: ο Truffaut κινηματογραφούσε με οδηγό την καρδιά.

Ο Truffaut συγκλόνισε το status quo, όχι με σκοπό να αλλάξει το παιχνίδι προς δικό του συμφέρον, αλλά να το φέρει στην υπηρεσία των χαρακτήρων του και της ιστορίας που τους περιβάλλει. Υπάρχει μια προσιτή ειλικρίνεια στο έργο του, που πιθανότατα προήλθε από το ότι ήταν συχνά αυτοβιογραφική: στα 400 Χτυπήματα αφηγείται μια ιστορία η οποία θυμίζει πολύ εκείνην της παιδικής ηλικίας του.

Αυτή η συγκινητική ταινία ακολουθεί ένα νεαρό αγόρι (έναν ιστορικό Jean-Pierre Léaud), ο οποίος, αφού αγνοείται από τους γονείς και το δάσκαλό του, ξεκινά μια ζωή μικροεγκληματικότητας. Η κατάληξη-που δεν θα αποκαλυφθεί εδώ-παγώνει το θεατή στη θέση του με τη συναισθηματική της δύναμη. Η πρώτη ταινία του Truffaut, ωστόσο, δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο τους πικρόχολους ή καταπιεσμένους ανθρώπους. 
 
Όπως και στη ζωή κάθε παιδιού υπάρχει η συγκίνηση της ανάρμοστης συμπεριφοράς, ο θυμός της άγνοιας ενός ενήλικα, και, σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές, την ευτυχία ενός λούνα παρκ. Η κάμερα έχει δύο λειτουργίες: είναι σταθερή, ή κάνει ανεπαίσθητες κινήσεις που αναγγέλλουν την αλλαγή. Το πιο ριζοσπαστικό στοιχείο της ταινίας είναι εξαιρετικά απλό: η μικρότητα της ιστορίας, και η παρατήρηση της ίδιας της ζωής, χωρίς όπλα, χωρίς ανατροπές, χωρίς ύφος, ως το πιο ανθρώπινο, σημαντικό πράγμα απ ‘όλα. Εδώ είναι το σημείο που ο Truffaut μπορεί να έχει δίκιο…

Σύντομα κοντά σας και το top 5. Μέχρι τότε… απολαύστε υπεύθυνα 😛

Σχόλια