Είμαι ο πρώτος που σηκώνεται στα πόδια του. Γύρω μου ακόμα πεσμένοι ο Μιχάλης, ο Ψηλός και ο Πέτρος. Η σκόνη από την έκρηξη ακόμα καλύπτει τα πάντα μέσα σε ένα πνιγηρό σύννεφο. Όμως δεν ακούω θόρυβο από ζόμπια. Τουλάχιστον όχι μέσα στο κτήριο. Από έξω ακούμε καθαρά έναν νέο γύρο από μπάζα να πέφτουν με δύναμη πάνω στους τοίχους. Αμφιβάλλω αν θα αντέξουν και άλλο, το ισόγειο είναι πρακτικά μισογκρεμισμένο, αν και για αυτό φταίω και λίγο εγώ.
Βοηθάω τους άλλους να σηκωθούν και ψάχνουμε στα χαλάσματα γύρω μας για τα όπλα που είχαμε. Ο Μιχάλης βρίσκει το shotgun που είχε πάρει από τον Μικέ, ο Πέτρος μου δίνει το καλυμμένο με αίμα τσεκούρι του και παίρνει μία μπετόβεργα, μαζί με το κομμάτι τσιμέντο που ήταν στην άκρη της, ο Ψηλός βολεύεται με το γκλομπ που χρησιμοποιούσε ο Μιχάλης πριν.
Όμως την έχουμε γαμήσει. Η κεντρική είσοδος είναι γεμάτη μπάζα και η σκάλα έχει καταρρεύσει. Το πως θα φύγουμε από εκείνη την σκατότρυπα με ξεπερνά. Τα ερείπια δεν είναι αρκετά για είναι ασφαλής η κεντρική είσοδος. Ήδη ακούμε πέτρες να μετατοπίζονται από την άλλη μεριά. Ο δεύτερος γύρος δεν είναι μακριά. Και τότε ακούστηκε κάτι που μας μπέρδεψε, πάνω από τα κεφάλια μας ένας διαπεραστικός ήχος ταξίδευε στη διαπασών κάνοντας τα αυτιά μας να κουδουνίζουν. Μηχανικά κοιταχτήκαμε μεταξύ μας πιθανότατα έχοντας όλοι την ίδια έκφραση στο πρόσωπό μας. Γιατί μέσα στην άγρια νύχτα, σε μία πόλη ερείπιο που την περπατήσαμε χωρίς να βρούμε ψυχή ζώσα στο διάβα μας, μέσα σε αυτήν την πόλη τώρα ακούγονταν σειρήνες!
Δεν είναι δυνατόν, σκέφτομαι. Παρόλο που το κεφάλι μου ακόμα γυρίζει προσπαθώ να εστιάσω καλύτερα στον ήχο. Ήταν σειρήνες ασθενοφόρου! Και για να ακούγονται τόσο κοντά σημαίνει μόνο ένα πράγμα.
“Δεν το πιστεύω….” λέει ο Μιχάλης.
Ένα εκτυφλωτικό μπλε φως πέφτει πάνω μας, με τα μάτια μου να έχουν συνηθίσει στο απόλυτο σκοτάδι μέχρι εκείνη τη στιγμή, τυφλώνομαι με τη μία και όλο μου το οπτικό πεδίο ασπρίζει. Κάτι αρχίζει να με σπρώχνει από πίσω και στην αρχή τρομάζω, αλλά συνειδητοποιώ πως είναι ο Πέτρος.
“Nigga, μην chillareis, πάμε πάμε πάμε”
“Τι…που πάμε; Ποιος είναι;” λέω ακόμα αποπροσανατολισμένος.
“Τα παιδιά με τα παπιά” λέει γελώντας και με σπρώχνει ακόμα πιο δυνατά. Αρχίζω να σκοντάφτω στα χαλάσματα χωρίς ποτέ να πέφτω όμως και καθώς προχωρώ προς τα εκεί που μέχρι πριν λίγο ήταν η είσοδος ακούω τον ήχο από συρόμενες πόρτες που ανοίγουν. Ένα τελευταίο δυνατόν τίναγμα του Πέτρου με πετάει πάνω σε ένα μεταλλικό πάτωμα στο οποίο πέφτω με τα μούτρα. Ακούω τους άλλους να με ακολουθούν από πίσω. Οι σειρήνες εξακολουθούν να ηχούν στεντόρεια ραγίζοντάς μου τα τύμπανα.
“Όλοι μέσα;” ακούω μία φωνή να λέει.
“Έφυγες, έφυγες έφυγες” φωνάζει ο Ψηλός από κάπου πίσω.
Τελικά δεν ήταν η φαντασία μου. Είμαστε μέσα σε ένα γαμημένο ασθενοφόρο!
Οι συρόμενες πόρτες κλείνουν με πάταγο και το ασθενοφόρο αρχίζει και σπινιάρει. Τα μάτια μου συνηθίζουν στο κίτρινο εσωτερικό φως του οχήματος. Βλέπω τον Πέτρο, τον Μιχάλη και τον Ψηλό δίπλα μου, καλυμμένους στο αίμα και τη σκόνη αλλά ακόμα ζωντανούς. Στο μπροστινό μέρος, στη θέση του οδηγού είναι ο Μικές, και από τη θέση του συνοδηγού βλέπω τις μπούκλες του Μανώλη να χρυσίζουν στο ελάχιστο φως που πέφτει από τις λάμπες του δρόμου.
“Απλά πως…” λέω.
“Θυμάσαι εκείνο το κλειστό υπόστεγο με την τσίγκινη στέγη κάτω από το παράθυρο του πρώτου; Εκεί ήταν το ασθενοφόρο!” λέει ο Μανώλης περιχαρής.
“Πώς ξεκλειδώσατε την πόρτα;” θυμάμαι τη σιδερένια πόρτα, που αν και παλιά και σκουριασμένη σίγουρα δεν την έλεγες ετοιμόρροπη.
“Δεν το κάναμε, εσύ το έκανες” είπε ο Μικές και πάτησε το γκάζι ακόμα παραπάνω.
Που πηγαίναμε;
Σκύβω μπροστά, ανάμεσα στις δύο θέσεις και προσπαθώ να προσανατολιστώ. Στα αριστερά μας είναι η θάλασσα (πόσο ειρωνικό στα αλήθεια, που ήμασταν τόσο κοντά της και όμως δεν μπορούσαμε να πάμε από πριν, αν ξέραμε πως υπάρχει όχημα στον Ερυθρό Σταυρό σιγά που θα καθόμασταν εκεί, αλλά δεν το ξέραμε, και όμως, να’μαστε επιτέλους). Στα δεξιά βλέπω τις αφίσες του Περιφερειακού Θεάτρου Πάτρας. Άρα η επόμενη οδός είναι η Άστιγγος. Το λιμάνι απέχει λιγότερο από ένα χιλιόμετρο! Για κάποιον λόγο όμως κανείς δεν φαίνεται να συμμερίζεται τη χαρά μου. Σύντομα καταλαβαίνω το γιατί.
Ο δρόμος μπροστά μας είναι καλυμμένος με ζόμπι. Παντού, όλο μας το οπτικό πεδίο είναι γεμάτο ζόμπι, που περπατάνε από εδώ και από εκεί σαν υπνωτισμένα. Το ασθενοφόρο που πλέον έχει στρίψει απότομα δεξιά, κατεβαίνει την Ηρώων Πολυτεχνείου με όλα τα φώτα αναμμένα και τις σειρήνες στο φουλ. Και αυτό μέσα στην απόλυτη νέκρα της νύχτας σε μία Πάτρα που δεν κινείται κανένα άλλο αμάξι, δεν είναι ανοιχτό κανένα άλλο φως εκτός από του δρόμου και δεν ακούγεται κανένας άλλος ήχος. Και εμείς τα μαλακισμένα έχουμε το ασθενοφόρο να σκίζει τη νύχτα στα δύο. Πρέπει να ακουγόμαστε σε όλη την γαμημένη τη πόλη!
“Δεν μπορούσες να μην ανοίξεις τις σειρήνες ή να μην ανάψεις τα φώτα έτσι;” είπε ο Πέτρος στον Μικέ.
“Style points. Αλλά που να καταλάβεις εσύ” του εξηγεί εκείνος.
Ύστερα από στιγμή που έκοψε ταχύτητα, ο Μικές πατάει το πόδι στο γκάζι και κατεβάζει ταχύτητα. Αρχίζω και κλυδωνίζομαι τόσο πολύ που πέφτω προς τα πίσω πάνω στον Μιχάλη και εκείνος με τη σειρά του πάνω στο φορείο στο οποίο κάθονταν ο Ψηλός. Με λίγα λόγια παίζαμε twister εκεί πίσω.
Το ασθενοφόρο για λίγα μέτρα προχωρά σαν σφαίρα και στη συνέχεια σκάμε πάνω στον εξωτερικό τοίχο από τα ζόμπια. Η ταχύτητά μας είναι τέτοια που τα σώματά τους πέφτουν πάνω στο παμπρίτζ και μετά συνεχίζουν την πορεία προς το πάνω μέρος, από όπου και εκσφενδονίζονται σαν μπίλιες στον νυχτερινό ουρανό. Αυτό συμβαίνει μια δυο φορές, μέχρι που το παμπρίτζ θρυμματίζεται και το ασθενοφόρο κόβει απότομα δεξιά.
Ακούω τον Μικέ να βλαστημά και να μας φωνάζει να κρατηθούμε. Πιανόμαστε από τις λαβές στις οποίες στερεώνεται το φορείο και σύντομα το ασθενοφόρο βρίσκει στο κράσπεδο του πεζοδρομίου. Τα σώματά μας πετάγονται στον αέρα σαν να κατεβαίνουμε roller coaster, στο μέγιστο ύψος επικρατεί μία κατάσταση σαν να είμαστε στο εσωτερικό γυάλινης μπάλας, μόνο που αντί για χαρτάκια να κολυμπάνε γαλήνια στο νερό, σύρριγες, χειρουργικές πεταλούδες, γάζες οροί χτυπάνε μεταξύ τους και ανακατεύονται γύρω μας.
Προσγειωνόμαστε με θόρυβο και σαν από θαύμα οι αναρτήσεις ακόμα κρατάνε. Ήχος από λάστιχα να στριγγλίζουν και η πορεία μας συνεχίζεται πάνω στο πεζοδρόμιο. Στα αριστερά μας ο σταθμός Κανελλόπουλου. Το σημείο παραλαβής πρέπει να είναι λίγες εκατοντάδες μέτρα μετά από εκεί.
Περνάμε στον σταθμό και ο Μικές κατεβαίνει το πεζοδρόμιο και κόβει μέσα στο αντίθετο ρεύμα. Πίσω μας γίνεται της πουτάνας. Από το τζάμι της δίφυλλης πίσω πόρτας βλέπω έναν απροσδιόριστο σκοτεινό όγκο να μας κυνηγά με ταχύτητες που με κάνουν να τρομάζω.
“Πιο γρήγορα Μικέ!” φωνάζει ο Ψηλός.
“Το ξέρεις πως αυτό το ασθενοφόρο είναι της δεκαετίας του ’80 έτσι; Είναι θαύμα που κρατάει ακόμα”
Το στομάχι μου πηγαίνει πέρα δώθε. Ο Μικές κάνει οχτάρια για να αποφύγει τα παρατημένα αμάξια στη μέση του δρόμου. Σε κάθε απότομο κόψιμο του τιμονιού το ασθενοφόρο μπατάρει και λίγο με τον κώλο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σκύβω ξανά μπροστά για να δω καλύτερα τι μας περιμένει στο βάθος και αντικρίζω κάτι που κάνει το αίμα μου να παγώσει.
Ένα φορτηγό με δύο κάργκο είναι αναποδογυρισμένο στη μέση του δρόμου. Από πίσω του ο δρόμος τελειώνει και βλέπουμε τον τεράστιο χώρο φορτοεκφόρτωσης του λιμανιού, μία απέραντη τσιμεντένια αλάνα, να ανοίγεται μπροστά μας, σαν οπτασία, το μέρος στο οποίο θέλαμε να πάμε από την αρχή αυτής της περιπέτειας, τόσο κοντά μας, με ένα ηλίθιο φορτηγό να μας χωρίζει!
“Γαμώ..” λέει ο Μικές και όλοι καταλαβαίνουμε τι εννοεί. Η ταχύτητα μας είναι πολύ μεγάλη για να κόψει απότομα, και μέχρι να το κάνει θα μας προλάβουν τα ζόμπια που τρέχουν πίσω μας. Πρέπει να περάσουμε με κάποιον τρόπο έτσι όπως είμαστε.
Ο Μικές στρίβει το τιμόνι αριστερά απότομα αλλά με τέτοια ταχύτητα αποδεικνύεται μαλακία ολκής. Το ασθενοφόρο, που κατά άλλα μας είχε υπηρετήσει πιστά σε αυτά τα πέντε λεπτά που του αλλάξαμε τον αδόξαστο, πέφτει με το δεξί του μέρος στην άσφαλτο, τα πάντα αναποδογυρίζουν. Πέφτω με το κεφάλι στην οροφή του ασθενοφόρου και κυριολεκτικά βλέπω τον Μικέ και τον Μανώλη να πετάγονται έξω από εκεί που κάποτε ήταν το παμπρίτζ και να χάνονται στο σκοτάδι της νύχτας.
Το ασθενοφόρο συνεχίζει την τριβή του πάνω στην άσφαλτο μέσα γεμίζοντας με σπίθες τον νυχτερινό ουρανό μέχρι που ακινητοποιείται μπροστά από το πεσμένο φορτηγό. Είμαι πεσμένος μπρούμυτα στο εσωτερικό του, τα πόδια μου μουδιασμένα και πλακωμένα, ανίκανος να κουνηθώ έστω και λίγο.
Οι σειρήνες εξακολουθούν να ουρλιάζουν και να ακούγονται σε όλη την Πάτρα, μαζί με τα ουρλιαχτά από τα ζόμπια που πλέον μας έφτασαν.
Στο συγκεκριμένο σημείο θα τοποθετούνται με χρονική σειρά τα κεφάλαια του CZA. Για να θυμηθείς τα προηγούμενα κεφάλαια ρίξε μία ματιά
10.Κεφάλαιο 10ο
Ο τίτλος του παρόντος, CZA, είναι το ακρώνυμο του C.E.I.D. Zombie Apocalypse.
Οι συντάκτες του Frapress.gr διατηρούν τα πνευματικά δικαιώματα όλων των κειμένων και άλλων δεδομένων που παρουσιάζουν. Αν σε κάποιο άρθρο δεν αναφέρεται συντάκτης ή άλλη πηγή συγγραφής, τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο Frapress.gr.
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να δείτε εκτενώς τους όρους χρήσης του Frapress.gr εδώ.