Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας, θα σας πω μια ιστορία. Για τον ύπουλο  “φίλο” μας, τον πανικό και  πώς τον διώχνουμε μακριά.

Θυμάμαι πολύ καλά εκείνη τη μέρα. Ήταν καλοκαίρι. Η Αθήνα καιγόταν από τη ζέστη. Φορούσα πράσινο φόρεμα. Στεκόμουν στο διάδρομο και περίμενα. Για πολύ καιρό περνούσα απέξω από αυτό το δωμάτιο. Κάθε φορά που το άγχος μου χτυπούσε την πόρτα ερχόμουν εδώ. Περίεργο μέρος. Σκοτεινό.

Ο διάδρομος ήταν στενός χωρίς παράθυρα. Η ατμόσφαιρα αποπνικτική. Γιατί ήρθα; Δεν θυμάμαι. Δεν το επέλεξα. Οι σκέψεις μου με έφεραν εδώ. Το άγχος ,η αβεβαιότητα, ο αρνητισμός, η στενοχώρια, η απογοήτευση. Τι έγινε; Προσπαθώ να θυμηθώ.

Μετράω ερεθίσματα. Μετράω πηγές άγχους. Μετράω τις εσωτερικές ρωγμές μου. Ξαφνικά  σπάω. Μπαίνω στο δωμάτιο. Ο πανικός άκουσε τα κομμάτια που έσπασαν, με έσπρωξε μέσα και κλείδωσε την πόρτα.

Ξαφνικά νιώθω ότι δέχομαι μια σφαίρα στο στήθος αλλά δεν βλέπω αίμα. Είμαι καθαρή. Η γη με τραβάει αλλά δεν πέφτω. Ιδρώνω. Τα χέρια μου τρέμουν. Τα πόδια μου μουδιάζουν. Ψάχνω το παράθυρο για οξυγόνο. Η αναπνοή μου βγαίνει με δυσκολία. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Άραγε θα σταματήσει ;

Φόβος. Κάτι κακό θα μου συμβεί.

Ακούω  ένα γέλιο. Ποιος είναι εδώ; Ο Πανικός κάθεται στην άκρη του δωματίου και με βλέπει να παλεύω. Θαυμάζει το έργο του. Προσπαθώ να τον βρω αλλά ξέρει να κρύβεται καλά.

Πρέπει να βρω τα κλειδιά. Πρέπει να βγω. Πρέπει να τρέξω.

Αν φωνάξω θα με ακούσει κανείς;

Είσαι μόνη σου, μου φωνάζει.

Παγώνω.

Με ακούει κανείς;

Ξαφνικά ακούω φωνές. Κολλάω το αυτί μου στην πόρτα. Με ακούτε;

«Κάτσε κάτω και προσπάθησε να χαλαρώσεις. Είσαι δυνατή. Δεν είσαι μόνη σου. Μην φοβάσαι. Μην τον ακούς.»

Η εσωτερική μου φωνή ξυπνάει.

Σύνελθε. Σκέψου λογικά. Θα τον αφήσεις να σε νικήσει; Να γελάει στα μούτρα σου; Θα του κάνεις τη χάρη;

Φύγε.

Δεν μπορώ.

Έλα πάμε. Σήκω.

Δεν μπορώ.

Δώσε μου το χέρι σου.

Κλείσε τα μάτια. Πάρε ανάσες. Σκέψου κάτι που σε ηρεμεί. Σκέψου τη θάλασσα.  Στέκεσαι στην αμμουδιά. Νιώθεις το νερό να βρέχει τα πόδια σου. Είσαι ασφαλής. Γελάς. Με ακούς;

Κλείνω τα μάτια. Αφήνω το χρόνο να κυλήσει μαζί με τα δάκρυα μου. Αναπνέω βαθιά. Φτιάχνω ένα δωμάτιο ηρεμίας και μπαίνω μέσα. Δεν είμαι εδώ. Δεν είμαι μόνη.

Όταν ανοίγω τα μάτια μου, ο Πανικός έχει φύγει και μου έχει αφήσει τα κλειδιά.

Ο Πανικός με επισκέφτηκε ξανά μετά από εκείνη τη μέρα. Του άρεσε να έρχεται τα βράδια. Να διακόπτει τον ύπνο μου. Δεν του έκανα τη χάρη. Ζήτησα βοήθεια. Δεν ντράπηκα.  Μίλησα. Τον έδειξα με το δάχτυλο και τον τιμώρησα. Ένιωσα δυνατή. Δεν είχε και δεν έχει θέση στη ζωή μας.

Η πιο δύσκολη στιγμή ήταν όταν μπήκα  στο δωμάτιο πανικού για να μαζέψω τα κομμάτια που έσπασαν. Όταν με είδα τσακισμένη. Εκεί πρέπει να σε αγκαλιάσεις σφιχτά για να  βάλεις τα κομμάτια στη θέση τους.

‘Εμαθα να μην του δίνω τόση σημασία όταν έρχεται. Έμαθα να τον κοιτάζω στα μάτια και να του κάνω ερωτήσεις. Οι απαντήσεις του δεν είναι πειστικές, οπότε συνήθως βαριέται και φεύγει. Μερικές φορές του τραγουδάω. Δεν τα πάει καλά με τη μουσική. Άλλες φορές, όταν με πλησιάζει στο δρόμο ,στο λεωφορείο, ή σε κάποιο ραντεβού, τον προσπερνάω επιδεικτικά. Δεν έχω χρόνο για εκείνον. Όταν νιώθω ότι μπορεί να με παρακολουθεί, βγαίνω επίτηδες για να τον πετύχω. Για να του δείξω ότι δεν τον φοβάμαι.

Θυμάμαι καλά εκείνη τη μέρα. Ήταν φθινόπωρο. Έβρεχε πολύ. Έκανα κάτι που απέφευγα καιρό. Μπήκα στο δωμάτιο πανικού για να δω τι έχει μείνει. Όταν άνοιξα την πόρτα, θυμήθηκα. Έκλαψα.Kαι ύστερα άρχισα να γράφω. Δεν ήταν κανείς εκεί.

 

Σχόλια