Σε κάποιο κατάστρωμα, λίγο πριν τις 5 το πρωί. Ο ουρανός ήταν ένα με τη θάλασσα. Απέραντο σκοτάδι.Τα κύματα χόρευαν μανιασμένα. Μήπως είναι κάποιο είδος παράστασης που ζητά την προσοχή μας;

Τι σαγηνευτική γυναίκα η θάλασσα και τι επικίνδυνη συγχρόνως. Πάντα την αγαπούσα και τη φοβόμουν ταυτόχρονα. Αλλά νομίζω έτσι πάει. Ο φόβος ενυπάρχει στην αγάπη. Ο φόβος της αποδοχής,της απόρριψης,της συντήρησης της.Τρέφεται από αυτή.

Την φοβάμαι αλλά δεν σταματώ να πηγαίνω κοντά της. Να τη βλέπω, να την θαυμάζω ,να προσπαθώ να την νιώσω. Και ας νομίζω  κάποιες φορές που είναι θυμωμένη ότι θα με καταπιούν τα κύματα της. Αξίζουν όλα τα λεπτά κοντά της.

Οι άνθρωποι γύρω μου αρκετοί. Ρεμβάζουν στο σκοτάδι. Χαμένοι σε σκέψεις. Δεν τους έβλεπα.Ένιωθα μόνη. Συμβαίνει συχνά τελευταία. Άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι.Άλλοι γελαστοί, άλλοι σκυθρωποί, άλλοι αγχωμένοι. Δίπλα μου, μπροστά μου, απέναντι μου. Δεν τους βλέπω. Δεν μου μιλάνε, με προσπερνάνε. Δεν έχουν χρόνο. Τρέχουν να προλάβουν κάτι. Τρέχουν να γίνουν κάποιοι. Τρέχουν να βρουν κάτι. Τρέχουν να πετύχουν κάτι.

Δεν έχουν χρόνο για ανθρώπους. Για κουβέντες. Για βόλτες. Για συναισθήματα κάθε είδους. Συγγενείς, φίλοι, σύντροφοι. Αγνοούμενοι οι περισσότεροι.

Μάλλον κάποιος πειράζει  τους δείκτες των ρολογιών όσο μεγαλώνουμε. Όσο πιο γρήγορα κυλάει ο χρόνος τόσο πιο γρήγορα ξεχνάμε ανθρώπους.Χανόμαστε σε διαφορετικές θάλασσες.

Η χειρότερη μοναξιά δεν είναι  σε ένα άδειο σπίτι αλλά ένα δωμάτιο με πολλούς ανθρώπους που ξέρεις ή θες να μάθεις. Με ανθρώπους που αγαπάς αλλά δεν μπορείς να δεις πια. Γιατί ούτε εκείνοι σε βλέπουν.

Περιφερόμαστε. Δεν ακούμε, ούτε βλέπουμε. Επιδιδόμαστε σε επαναλαμβανόμενους μονολόγους ο καθένας  για τη δική του θάλασσα. Για το πού κολυμπάμε αυτόν τον καιρό,πού πνιγόμαστε πιο εύκολα και πόσο αγριεμένες είναι οι θάλασσες σήμερα.Κουβέντα για το πώς θα ξανοιχτούμε στα βαθιά.Πώς θα πλησιάσουμε ο ένας τη θάλασσα του άλλου. Μένουμε στα ρηχά.

Γίναμε ξένοι ή δεν γνωριστήκαμε ποτέ;

Ποιος είπε ότι είναι εύκολο να χτίσεις μια γέφυρα ανάμεσα σε σένα και τους άλλους; Και ποιος είπε ότι δεν μπορεί να γκρεμιστεί ανά πάσα στιγμή;

Δεν με ενοχλεί η μοναξιά. Με ενοχλεί η μοναξιά ανάμεσα σε ανθρώπους. Δεν τη θέλω γιατί χάνω τη φωνή μου. Δεν έχω κάτι να πω. Για να την ξαναβρώ πρέπει να φωνάξω.

«Υπάρχει κανείς εδώ;». Προσπαθώ να δώ πίσω από τα κύματα. Μπορεί κάποιος να χάθηκε και να θέλει να γυρίσει. Θα περιμένω λίγο. Η υπομονή έρχεται να μου κρατήσει το χέρι. Ο θυμός μου ψιθυρίζει να φύγω. «Μην χάνεις τον χρόνο σου.Πάει.Χάθηκαν.»

Αν δεν εμφανιστούν μπορεί να φύγω.

Προς το παρόν περιμένω να ξημερώσει. Η θάλασσα αγριέψε. Τι είναι αυτές οι σταγόνες στα μάγουλα; Δάκρυα ή θαλλασινό νερό;

Φοβάμαι το σκοτάδι. Αλλά αξίζει να περιμένω ε; Κάποιος θα έρθει. Πάντα κάποιος έρχεται στο τέλος. Γιατί όλοι έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον. Όλοι έχουμε ανάγκη κάποιο  φάρο να μας φωτίσει το δρόμο όταν έχουμε χαθεί.

Αρκεί να μην τους ξεγελάσεις το ρολόι. Δεν θα είμαι πάντα εδώ. Τα φώτα θα σβήσουν όταν ξημερώσει.

Σχόλια