Το 2018 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Σουηδού σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Με αφορμή το γεγονός αυτό, παρουσιάζουμε έξι από τις σημαντικότερες ταινίες του.
Από το 18ο αιώνα έως και τα μέσα του 20ου, μια πρώιμη μορφή του σημερινού προτζέκτορα υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής. Ο μαγικός φανός, όπως ονομαζόταν, προέβαλλε με τη βοήθεια μιας πηγής φωτός και τη χρήση πολλαπλών φακών μια σειρά από παρόμοιες εικόνες, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη ψευδαίσθηση της κίνησης.
Για τα μικρά παιδιά, στα οποία τα παραμύθια και η φαντασία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς τους, μια τέτοια εφεύρεση δε θα μπορούσε εκείνη την εποχή παρά να γίνει δέκτης μεγάλου ενθουσιασμού. Θα έβλεπαν τις ιστορίες τους να παίρνουν ζωή όποτε εκείνα το επιθυμούσαν.
Ίσως και να ήταν αυτός ο λόγος που ο εννιάχρονος τότε Ίνγκμαρ Μπέργκμαν δε δίστασε να ανταλλάξει ένα σετ από στρατιωτάκια με έναν μαγικό φανό, ένα απόκτημα που έμελλε να του αλλάξει τη ζωή.
Ο μαγικός φανός ήταν το εργαλείο με το οποίο μπορούσε να πλάσει το δικό του κόσμο. Είναι το παιχνίδι που με την πάροδο των χρόνων θα γίνει η κινηματογραφική μηχανή, με την οποία ως ενήλικας θα δημιουργήσει κάποιες από τις πιο αντισυμβατικές και βαθυστόχαστες ταινίες στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Και ως επέκταση του εαυτού του, οι ταινίες του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν αντανακλούν τις σκέψεις και τους προβληματισμούς που ανά περιόδους είχε στη ζωή του. Το αίσθημα της ενοχής που συνόδευε τους ταραχώδεις έρωτες του αποτυπώνεται, αν και με ασυνήθιστα κωμικό τρόπο, στα «Χαμόγελα Καλοκαιρινής Νύχτας» (πρωτότυπος τίτλος: «Sommarnattens leende») του 1955.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στη Σουηδία λίγο μετά το ξεκίνημα του 20ου αιώνα και εστιάζει στα ερωτικά πάθη κάποιων αριστοκρατών και των υπηρετών τους, καθώς οι σχέσεις τους διαπλέκονται ολοένα και περισσότερο. Οι ήρωες υποφέρουν γιατί έχουν επίγνωση της βαρύτητας των επιλογών τους και οδηγούνται σε συναισθηματικό αδιέξοδο.
Σύντομα όμως, η κατάσταση θα πάρει μια παράξενη τροπή και όλοι οι εμπλεκόμενοι θα προσκληθούν σε ένα δείπνο για τον εορτασμό της μικρότερης νύχτας του έτους. Κατά τη διάρκεια εκείνης της νύχτας πολλοί θα είναι εκείνοι που θα χαμογελάσουν και, ενδεχομένως, λυτρωθούν.
Ο Μπέργκμαν επιθυμεί μια λύτρωση που δεν περιορίζεται μόνο στις ενοχές του αλλά φτάνει ακόμα παραπέρα, στα ερωτήματά του σχετικά με την ανθρώπινη θνητότητα. Κάποτε είχε αναρωτηθεί «πως θα ήταν να ανοίγεις μια πόρτα και ξαφνικά να βλέπεις τα πάντα όπως ακριβώς ήταν στην παιδική σου ηλικία;». Και αυτή η έμπνευση θα καταλήξει να γίνει το 1957 μία από τις πιο έξοχες δουλειές του, οι «Άγριες Φράουλες» (πρωτ. τίτλος: Smultronstället).
Ο καθηγητής Isak Borg αναχωρεί με το αυτοκίνητό του από τη Στοκχόλμη για τη Λουντ. Ο σκοπός του είναι να παραλάβει το Doctor Jubilaris, ένα σημαντικό βραβείο που δίνεται σε όσους συμπληρώσουν 50 χρόνια εργασίας πάνω στο αντικείμενό τους μετά την αποφοίτησή τους από το πανεπιστήμιο. Συνοδοιπόρος του η έγκυος νύφη του, Marianne.
Σε μια διαδρομή που χάνεται ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο και σε υπαρξιακές συζητήσεις, πολλοί θα είναι οι επιβάτες που θα συνοδεύσουν τον Borg και τη Marianne μέχρι τον προορισμό τους. Κάποιοι θα μείνουν για πολύ και κάποιοι για λίγο. Όλοι τους, ωστόσο, θα «ταξιδέψουν» και εκείνοι με τη σειρά τους τον ηλικιωμένο καθηγητή πίσω στο ανήσυχο παρελθόν του. Άραγε ο Isak θα συμφιλιωθεί με τον εαυτό του;
Αν κάποιος ανατρέξει στα παιδικά χρόνια του Μπέργκμαν, μπορεί να καταλάβει την ανάγκη αυτής της συμφιλίωσης με το εγώ. Οι συχνές συγκρούσεις με τον πατέρα του, ο οποίος διαπαιδαγωγούσε με αρκετά αυστηρές μεθόδους τα παιδιά του, τον έκαναν χρόνια αργότερα να παραδεχτεί πως έχασε την πίστη του στο Θεό σε ηλικία 8 χρονών.
Και για τα δεδομένα της δεκαετίας του 1950 ήταν αρκετά τολμηρός ώστε να κάνει ταινία γύρω από αυτό το θέμα. Βασισμένη σε ένα θεατρικό έργο που είχε γράψει πιο παλιά, «Η Έβδομη Σφραγίδα» (πρωτ. τίτλος: Det sjunde inseglet) του 1957 επικεντρώνεται στον ιππότη Antonius Block και τον ιπποκόμο του, Jons, οι οποίοι επιστρέφουν από τις Σταυροφορίες σε μια πατρίδα αποδεκατισμένη από τη Μαύρη Πανώλη.
Στο ταξίδι τους συναντούν ένα μαυροφορεμένο άνδρα, ο οποίος ζητά από τον Antonius να τον ακολουθήσει. Ο άνδρας αυτός δεν είναι άλλος από τον προσωποποιημένο Θάνατο. Ο ιππότης, που ακόμα ψάχνει ένα νόημα στην ύπαρξή του ειδικά μετά τον πόνο που προξένησε σε αθώους, προκαλεί το Θάνατο σε μια παρτίδα σκάκι για να κερδίσει τη ζωή του. Μια παρτίδα που θα κρατήσει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας και θα ολοκληρωθεί με έναν χορό.
Μετά την «Έβδομη Σφραγίδα» είναι φανερό πως η ευφυΐα του Μπέργκμαν δεν εντοπίζεται στις απλές ιστορίες της καθημερινότητας παρά σε θέματα πιο μελαγχολικά, πιο σκληρά, που αγγίζουν το μακάβριο αλλά και που παραδόξως είναι γεμάτα συναίσθημα. Αλήθεια, μπορεί κάποιος να νιώσει απόλυτα αποστασιοποιημένος στη θέα μιας σταύρωσης, του σκοτωμού ενός ζώου ή ενός αγοριού που ξυπνάει σε ένα νεκροτομείο;
Με αυτή τη σειρά εικόνων προλογίζεται και το αινιγματικό «Persona» (στην Ελλάδα έγινε γνωστό και ως «Έρωτες χωρίς φραγμό») του 1966, προϊδεάζοντας για ένα φιλμ που σε κάθε περίπτωση θα προβληματίσει. Η Elisabet Vogler είναι ηθοποιός στο θέατρο όταν ξαφνικά σταματά να μιλά. Οι γιατροί πιστεύουν ότι αυτό δεν οφείλεται σε κάποιο παθολογικό αίτιο αλλά ότι απλά έχει χάσει τη θέληση να μιλήσει.
Έτσι προτείνουν σαν λύση στην Alma, τη νοσοκόμα που τη φροντίζει, να περάσουν το καλοκαίρι στην εξοχή. Οι εναλλαγές μεταξύ σιωπής και λέξεων θα χαρακτηρίσουν τη συμβίωση των δυο γυναικών, που μοιάζουν φυσιογνωμικά –πολλές φορές σαν να είναι ένα και το αυτό. Όταν ωστόσο η συμβίωσή τους αρχίσει να ακροβατεί ανάμεσα στη λογική και την παράνοια, ποια από τις δύο θα αποδειχθεί η ψυχικά δυνατή;
Και ενώ οι συζητήσεις της Alma και της Elisabet θα μπορούσαν να αποτελούν παραλληλισμό της σχέσης που ο Μπέργκμαν θεωρεί ότι έχει με το Θεό, στην πραγματικότητα με το «Persona» σηματοδοτεί τη φυγή από την ανάγκη του να ψάχνει αυτά τα ζητήματα. Πλέον, το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση.
Σε σημείωση του ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν έγραψε πως φανταζόταν την ψυχή σαν ένα πορφυρό κόκκινο χρώμα. Και είχε ένα συχνό όνειρο: «τέσσερεις γυναίκες, ντυμένες στα λευκά, να μιλούν ψιθυριστά σε ένα πορφυρό δωμάτιο». Η συχνότητα του ονείρου τον οδήγησε το 1972 στη δημιουργία της ταινίας «Κραυγές και Ψίθυροι» (πρωτ. τίτλος: Viskningar och rop).
Τα γεγονότα διαδραματίζονται σε μια έπαυλη στα τέλη του 19ου αιώνα. Η Agnes πρόκειται να πεθάνει και οι αδερφές της Maria και Karin, μαζί με την υπηρέτρια Anna, αναλαμβάνουν να τη φροντίσουν. Η Anna είναι μια γυναίκα βαθιά θρησκευόμενη και φαίνεται να στηρίζει την Agnes περισσότερο από τις αδερφές της, οι οποίες παραμένουν συναισθηματικά απόμακρες.
Οι διάφορες αναδρομές στο παρελθόν υποδεικνύουν πως οι γυναίκες αυτές στοιχειώνονται ακόμα από τις αναμνήσεις και τα βιώματα που η καθεμία έχει από τη μητέρα τους. Οι πράξεις αποκαλύπτουν στο παρόν τα πραγματικά τους συναισθήματα. Μα πότε γίνεται ευκολότερα αντιληπτή η ουσία των ανθρωπίνων σχέσεων; Στη λύπη ή τη χαρά;
Η ταινία δε μοιάζει να καταλήγει σε ξεκάθαρο συμπέρασμα. Υπαινίσσεται όμως πως οι καρδιές των ανθρώπων βρίσκονται πιο κοντά στις μικρές στιγμές χαράς. Εκεί συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα. Και οι στιγμές αυτές γίνονται ακόμα πιο ανεκτίμητες όσο περνούν τα χρόνια και μετατρέπονται σε αναμνήσεις. Και η παιδική ηλικία του Μπέργκμαν, με όλες τις άσχημες αναμνήσεις από τον πατέρα του, αναμφίβολα είχε και κάποιες όμορφες στιγμές.
Τόσο όμορφες, μάλιστα, που στο μυαλό του άγγιζαν τα όρια της μαγείας. Όπως τότε που έπιασε στα χέρια του το μαγικό φανό για πρώτη φορά. Προορισμένη να γίνει η τελευταία του ταινία, το «Φάννι και Αλέξανδρος» (πρωτ. τίτλος: Fanny och Alexander) του 1982 είναι φόρος τιμής στα παιδικά χρόνια του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν με χαρακτήρα ημι-αυτοβιογραφικό.
Το 1907, σε μια πόλη της Σουηδίας, μια μεγάλη οικογένεια που διακατέχεται από ζωντάνια και εκκεντρικότητα γιορτάζει τα Χριστούγεννα. Μέλη της οικογένειας αυτής είναι ο Alexander Ekdahl, η αδερφή του Fanny και οι γονείς τους, οι οποίοι είναι ιδιοκτήτες ενός θεάτρου και ζουν μαζί αγαπημένοι. Όμως, οι αλκυονίδες μέρες θα τελειώσουν όταν ο πατέρας των παιδιών πεθάνει ξαφνικά.
Σύντομα η μητέρα τους, έχοντας ανάγκη από στοργή αλλά και από μια πατρική φιγούρα για τη Fanny και τον Alexander, παντρεύεται με τον επίσκοπο της πόλης. Οι προσδοκίες της δε θα έχουν αντίκρισμα, καθώς ο επίσκοπος είναι ένας βαθιά συντηρητικός άνθρωπος που φέρεται με σκληρότητα στα παιδιά. Από την άλλη ο Alexander, δίχως την πρόθεση να κρύψει την απέχθεια του γι’ αυτόν, βρίσκει καταφύγιο στη φαντασία του.
Είναι, βέβαια, αρκετή η δύναμη της φαντασίας για να ανατρέψει τη ζοφερή πραγματικότητα; Σε έναν κόσμο όπου η μαγεία συμβαδίζει με το ρεαλισμό, «όλα είναι πιθανά να συμβούν, καθώς ο χρόνος και ο χώρος δεν υφίστανται». Όπως ακριβώς συμβαίνει και στον κόσμο των ονείρων.
Και πράγματι, η αίσθηση που αφήνουν οι ιστορίες των ταινιών του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, σε συνδυασμό με την εξαιρετική φωτογραφία, είναι τέτοια που κανείς δε μπορεί να πει με απόλυτη βεβαιότητα τι ισχύει και τι όχι.
«Καμιά άλλη μορφή τέχνης δε ξεπέρασε τα όρια της συνείδησής μας όπως το έκανε η ταινία, κατευθείαν στα συναισθήματά μας, βαθιά μέσα στα σκοτεινά δωμάτια της ψυχής μας.» –Ingmar Bergman
Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν υπήρξε αδιαμφισβήτητα ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες του 20ου αιώνα. Οι ταινίες του, μέσα από τις οποίες έθεσε καίρια ερωτήματα γύρω από την ύπαρξη και τις ανθρώπινες σχέσεις, συνεχίζουν να γοητεύουν καθώς μαγνητίζουν το θεατή με τρόπο που λίγοι δημιουργοί καταφέρνουν: κάνοντάς τον να εντοπίζει σε αυτές στοιχεία του εαυτού του.
Υ.Γ.: Το βίντεο που ακολουθεί, ένα μοντάζ από τις καλύτερες ταινίες του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, αποτελεί μια ολοκληρωμένη οπτική στο έργο του.