Ο Κωνσταντίνος Καβάφης υπήρξε ένας αμφιλεγόμενος και πρωτοπόρος ποιητής. Ας δούμε τρία ποιήματά του που μας αγγίζουν μέχρι σήμερα!

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης έλαβε την αναγνώριση που του άξιζε, έπειτα από το θάνατο του, ενώ εν ζωή περιφρονήθηκε, τόσο για τις πρωτοποριακές ιδέες που είχε για τη μορφή της ποίησης, όσο και για τις προσωπικές του επιλογές.

Τα ποιήματα του διακρίνονται σε τρεις θεματικές ενότητες:

α) Τα ιστορικά,
β) Τα αισθησιακά ή ερωτικά
γ) Τα φιλοσοφικά ή διδακτικά ποιήματα.

Ο ποιητής σήμερα θεωρείται ένας από τους εξέχοντες όχι μόνο της ελληνικής, αλλά και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, με τα ποιήματα του να έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έδρες της ποίησης του, να υπάρχουν στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου.

Στα φιλοσοφικά του ποιήματα ο Κ.Π.Καβάφης, αρκετές φορές εξέφρασε υπαρξιακούς του προβληματισμούς που μέχρι και σήμερα παραμένουν οικουμενικοί και σύγχρονοι. Κάποια τέτοια παραδείγματα ακολουθούν παρακάτω, απολαύστε τα:

1) «Κεριά»

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας

σα μια σειρά κεράκια αναμένα —

χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,

μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων•

τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,

κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

 

Δεν θέλω να τα βλέπω• με λυπεί η μορφή των,

και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.

Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

 

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω

τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,

τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Το ποίημα διαχέεται από συναισθήματα απαισιοδοξίας και θλίψης για τη ζωή που περνά με τόσο γρήγορους ρυθμούς.

Η ζωή που φεύγει, το παρελθόν παρομοιάζεται με «μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων•  » την οποία ο ποιητής δε θέλει να βλέπει, γιατί τον λυπεί η συνειδητοποίηση πως αυτή η γραμμή που κάποια στιγμή αποτελούσε τα αναμμένα κεριά του μέλλοντος του, έχει σβήσει προ πολλού και το  πρώτο φως τους ενθυμουμένος, θλίβεται καθώς αυτό το φως δε θα επαναληφθεί ποτέ ξανά.

Μονάχα η σκοτεινή γραμμή μακραίνει και παρότι προσπαθεί τα αναμμένα κεράκια να κοιτά, η φρίκη που του προκαλούν τα σβησμένα κεριά υπερισχύει.

2) « Ένας Γέρος»

Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος

σκυμμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·

με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

 

Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια

σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια

που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.

 

Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.

 

Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει

σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.

 

Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·

και πώς την εμπιστεύονταν πάντα – τι τρέλλα! –

την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.»

 

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση

χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι

κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

 

…Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται

ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται

στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.


Το συγκεκριμένο ποίημα έχει ως θέμα του τα γηρατειά που τόσο γρήγορα φτάνουν, τη μοναξιά του γήρατος και τη ζωή που τόσο ο ίδιος, όσο και εμείς, δε ζούμε συγκρατούμενοι από τη λογική και τα «πρέπει ».

Ο γέρος αναλογίζεται πόσες ευκαιρίες έχασε, πόσες επιθυμίες δεν πραγματοποίησε, πόσες χαρές των νεανικών του χρόνων στερήθηκε εξαιτίας της λογικής και της ιδέας, ότι έχει χρόνια ακόμα να ζήσει, και έτσι έχασε την ίδια του τη ζωή περιμένοντας τα επόμενα χρόνια, καταλήγοντας ολομόναχος στο τραπέζι ενός καφενείου, μετανιωμένος για τις χαμένες ευκαιρίες του, και νοσταλγώντας την ομορφιά και τη δύναμη των νεανικών του χρόνων, να αποκοιμάται.

3) «Τείχη»

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ

μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

 

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.

Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

 

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

 

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.


Το ποίημα αυτό παρουσιάζει έναν διαφορετικό υπαρξιακό προβληματισμό, καθώς δεν αφορά τα χρόνια που περνούν γρήγορα, αλλά τη ζωή που χάνεται από τα «τείχη», δηλαδή τα όρια κάθε είδους, που μας θέτει η κοινωνία χωρίς να το καταλαβαίνουμε.

Έτσι, παρότι θέλουμε να πράξουμε πολλά, μας εγκλωβίζουν ερήμην μας σε στενούς περιορισμούς με αποτέλεσμα, ανεπαισθήτως να χάνουμε τον έλεγχο της ίδιας μας της ζωής.

Καταλήγει με το συμπέρασμα, ότι ζούμε τη ζωή μας με την εντύπωση μιας φαινομενικής ελευθερίας που όμως αποτελεί μια ουτοπία, καθώς στην πραγματικότητα ζούμε δέσμιοι ενός πλέγματος περιορισμών που τελικά μας κλείνει έξω από τη ίδια μας τη ζωή.

Ο Καβάφης στα ποιήματα του θέτει αυτοβιογραφικούς υπαρξιακούς προβληματισμούς που υπαινικτικά, μετατρέπονται σε πανανθρώπινοι, βάζοντας μας σε σκέψεις και παρακινώντας μας να ζούμε τα ζωή μας, όπως εμείς επιθυμούμε, γιατί η ζωή μας είναι μικρή για να την αφήνουμε στα χέρια των άλλων.

Ας ακολουθήσουμε το παράδειγμα του μεγάλου μας ποιητή λοιπόν, ξεφεύγοντας από τα «τείχη», γιατί μόνο έτσι δε θα φοβόμαστε να ατενίσουμε τη σκοτεινή γραμμή των σβησμένων κεριών μας.

Σχόλια