Ένα διήγημα για το κεφάλι που πρέπει να αδειάσει και όσα συμβαίνουν, χωρίς λόγο.

Βύθισε το φτυάρι ακόμα μία φορά στο μαλακό κάτασπρο χιόνι και σταμάτησε να πάρει μία
ανάσα. Δούλευε πολύ ώρα και τα μάγουλά του είχαν πάρει φωτιά.

Σχημάτισε ένα χωνί με τις γυμνές, ματωμένες παλάμες του και άρχισε να εκτοξεύει αχνιστούς πίδακες στον παγωμένο ουρανό.

Το σπίτι πίσω του υψώνονταν σαν ψεύτικο, και ας ήξερε πως μέσα τον περίμεναν ένα μάτσο
μισογραμμένα χαρτιά και ένα σβηστό πλέον τσιγάρο.
Πώς φτάσανε τα πράγματα ως εδώ;

Εκείνη την ήμερα είχε ξυπνήσει πολύ άσχημα. Ο ύπνος του ήταν ταραγμένος, χωρίς όνειρα,
βαθύς και ασάλευτος σαν μαύρη θάλασσα. Σηκώθηκε βαρύς και δύσθυμος, αισθανόμενος φριχτάσαν κάποια ενοχή να είχε κολλήσει σαν τσίχλα στα μαλλιά του. Αλλά δεν είχε κάνει τίποτα.

Ήταν ακόμα η αρχή της μέρας, και τίποτα, ούτε το παγωμένο στέμμα ομίχλης που είχε αγκαλιάσει το βουνό, ούτε η σφοδρή χιονόπτωση της νύχτας, δεν μαρτυρούσε το επερχόμενο κακό.

Περπάτησε μέσα στο σκοτάδι του παγωμένου σπιτιού μέχρι που στο σαλόνι βρήκε μία
φθαρμένη πολυθρόνα. Επιβράδυνε το ασταθές του βήμα και κάρφωσε την πλάτη του στον μαλακό λιωμένο πάτο.

Έφερε μπροστά του το βιβλίο που διάβαζε εκείνη την περίοδο και για λίγο βυθίστηκε σε μία βουδιστική ανάγνωση. Χτύπαγε ρυθμικά τα δάχτυλα στο εξώφυλλο και τα μάτια του κατέβαιναν τις σελίδες σε ελεύθερη πτώση. Κάποια στιγμή σταμάτησε και άρχισε να διαβάζει το ίδιο σημείο ξανά και ξανά, ακίνητος και εκστασιασμένος. Κοίταζε την ίδια σελίδα για ώρα και περιστασιακά φύσαγε για να διώξει τις πεσμένες βλεφαρίδες του από το χαρτί.

Το αποφάσισε και έβγαλε ένα φθαρμένο πάκο χαρτιών από τη τσέπη. Προσπαθούσε να γράψει κάτι εδώ και πολύ καιρό, χωρίς τίποτα απολύτως να του κάνει το χατίρι.

Χαμένος, επέστρεψε δαρμένος σαν σκυλί στα παλιά του βιβλία και αναζήτησε εκεί την έμπνευση σε συσκευασία των δέκα λεπτών. Πήρε το στυλό και σημείωσε με τρεμάμενα χέρια “χιονισμένος ρόδινος ήλιος του Γενάρη”.

Το κοίταξε για λίγη ώρα, σαν να περίμενε μία αόρατη επιβεβαίωση, αλλά τίποτα τέτοιο δεν έγινε, και το βλέμμα του έπεσε στις προηγούμενες σημειώσεις του.

Όταν κάτι δεν του άρεσε το έσβηνε με κόκκινο, πολύ προσεχτικά, εξαφανίζοντας τελείως τις
λέξεις, σαν να ανησυχούσε μήπως εκείνες τινάξουν τον κόκκινο τάφο από μελάνι και τον
στοίχειωναν στον ύπνο του.

Πολλές ματωμένες σελίδες και ένα παρατημένο Μάγκι Κάσιντι αργότερα, η δύση τον βρήκε
ακόμα στην πολυθρόνα, βυθισμένο σε ένα αγωνιώδες κάπνισμα, πεπεισμένο πως η
αυτοκαταστροφή ήταν το ταξίδι στην έμπνευση.

Το μυαλό του ήταν γεμάτο βλακείες και τα χέρια του έτρεμαν. Αποφάσισε πως θα κατέβαινε στο χωριό να πάρει λίγο φαγητό, μιας και βρήκε τα ντουλάπια άδεια. Τίναξε από πάνω του το ακίνητο σύννεφο καπνού, και πέρασε μέσα από την αιθαλομίχλη των πνευμόνων του σκίζοντάς την στα δύο.

Όταν άνοιξε την πόρτα το χιόνι έσκασε σαν νωχελικό κύμα στα πόδια του. Βλαστημώντας σιγανά, άρχισε να ψάχνει το σπίτι.

Δέκα λεπτά αργότερα έστελνε φτυαριές το χιόνι πάνω στα παγωμένα λουλούδια της αυλής. Ήταν μία πράξη πολύ συνειδητή, και κατέβαλλε επιπλέον κόπο για να τα πετυχαίνει, σαν τα καψαλισμένα υπολείμματα του καλοκαιριού να τον κορόιδευαν.

Λίγη ώρα αργότερα, και με την ξεχαρβαλωμένη πόρτα ακόμα ανοιχτή να ανασαίνει την απογευματινή ψύχρα, είχε συνηθίσει την κίνηση των χεριών του. Οι ώμοι του είχαν σταματήσει να πονάνε, τα πνευμόνια του είχαν ανοίξει και μία ζεστασιά κάλυπτε το στήθος του.

Είχε ήδη φτιάξει ένα μονοπάτι μέχρι το αμάξι, αλλά για κάποιον λόγο συνέχισε να αδειάζει την αυλή του άγνωστου εκείνου σπιτιού, αισθανόμενος την κάθαρση ενός κάματου σωστού να τον λούζει. Το χιόνι πια δεν τον τύφλωνε, τα χέρια του καθόλου δεν πονούσαν, η ψυχή του ήταν ήρεμη και για αυτό είχε σιωπηλούς του μάρτυρες τον σκοτεινό όγκο του βουνού και ένα παγωμένο μικρό Hundai.

Ποιος στο διάολο είσαι εσύ;”

Ανασήκωσε τα μάτια και είδε τον γέρο, είδε το μεγάλο σακίδιο στους ώμους του, το στρατιωτικό σκισμένο του παλτό, το χιόνι στα παγωμένα γένια του. Ο δρόμος μέχρι το σπίτι ήταν μακρύς και πίσω από την ατσαλάκωτη μορφή του άντρα δεν φαίνονταν κανένα όχημα, μόνο τα ίχνη του στο χιόνι, συνεχόμενα και καλοσχηματισμένα σαν επίμονος ήχος.

Ποιος στο διάολο είσαι εσύ;” τον ρώτησε ξανά πιο δυνατά, πιο τρομαγμένα από πριν. Από εκεί που στέκονταν μπορούσε να δει τα στρογγυλά κεχριμπαρένια μάτια του γέρου, να κοιτάνε μία αυτόν, μία την παραβιασμένη πόρτα, μία το φτυάρι, και να γουρλώνουν και να γουρλώνουν, μέχρι που έγιναν εκείνα ενός στριμωγμένου ζώου και ο σάκος που κουβαλούσε έπεσε απαλά στον αφρό του χιονιού.

Έβαλε το φτυάρι στον ώμο του και σήκωσε το άλλο χέρι για να χαιρετήσει.

“Γεια, χίλια συγνώμη, καταλαβαίνω τι σκέφτεστε, συγνώμη για την αναστάτωση”. Με δύο μεγάλες δρασκελιές άρχισε να καλύπτει την μεταξύ τους απόσταση χαμογελώντας.

“Ξέρετε, περνούσα χθες το βράδυ από εδώ και είχε φοβερό παλιόκαιρο οπότε έπρεπε να σταματήσω κάπου και ευτυχώς βρήκα το σπίτι σας. Κατέβηκα και χτύπησα αλλά δεν μου άνοιγε κανείς. Αναγκάστηκα να παραβιάσω την πόρτα αλλιώς θα πέθαινα εκεί έξω”.

Ο γέρος τον κοίταξε με το στόμα μισάνοιχτο προσπαθώντας να μαζέψει την έκπληξή του, αλλά εκείνος δεν τον άφησε να μιλήσει.

“Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο ντρέπομαι. Βλάκας, είμαι βλάκας. Επιτρέψτε μου να συστηθώ”. Τζακ” είπε ζεστά, απλώνοντας το χέρι του. Ο γέρος τον κοίταξε και έσμιξε τα φρύδια του σε δύο πολύ ίσιες σκοτεινές γραμμές, έτσι που το δέρμα σχημάτισε μία μικρή ουλή ανάμεσά τους. Έκατσε για λίγο έτσι σαν αυτή η παραμόρφωση να ήταν για εκείνον μία περίεργη ηδονή.

Ισαάκ” είπε επιφυλακτικά και τέντωσε το χέρι του.

Ο Τζακ του κατέβασε το φτυάρι στο μέτωπο και με ένα κρακ που μόνο τα έλατα άκουσαν ο Ισαάκ έπεσε με το κεφάλι στο τζάμι του Hundai και από εκεί στο χιόνι.

Ο Τζακ έκανε ένα μικρό βήμα πίσω και κατέβασε ακόμα μία φορά το φτυάρι, και ακόμα μία, και ακόμα μία μέχρι που ο υπόκωφος ήχος έδιωξε κάθε πουλί από τα δέντρα και το κεφάλι και των δυο τους ήταν επιτέλους άδειο.

Ύστερα ήρεμα άρχισε να βάζει ξανά το χιόνι στη θέση του, και τον Ισαάκ κάτω από αυτό.

Τελείωσε τη δουλειά του, χτυπώντας μαλακά το χιόνι για να στρώσει και μετά πήρε το μαύρο πεταμένο σάκο και γύρισε στο παγωμένο σπίτι, αργά και μελαγχολικά, σαν πλοίο που επιτέλους πιάνει λιμάνι.

Σχόλια