Εκεί όπου η τέχνη του λόγου συναντά την τέχνη της φωτογραφίας.
1. Κοινωνία ένοχη (Σατυρικόν) – Πολέμαρχος
H κοινωνία χάλασε φίλτατε αναγνώστη
Δεν βγαίνει πλέον για ποτό το βράδυ σαν νυχτώσει
Μαζεύονται όλοι σπίτι τους τσούπρες και αγορίνια
να δούνε το Σερβάϊβο με κούτες παγοτίνια.
Σήμερα θα χει ξαστεριά; -Ρωτάει η μαμά μου
Στον Άγιο Δομίνικο κρυώνουν τα παιδιά μου;
Τον Ντάνο και την Λάουρα τους τρώει το αγιάζι;
Και παίρνει το λαδάκι της κι όλο τους ξεματιάζει.
Που λες δεν γίνονται αυτά, ούτε στα παραμύθια
όπου σταθείς και όπου βρεθείς, τα ίδια και τα ίδια
Λέτε να έκλασε ο Μπο; το βράδυ που κοιμόταν
και το μουν(μπιιιιιπ) η Κολιδά, τι να ονειρευόταν;
O μισθοφόρος έκλεισε 2 μήνες και το είδα
τα αστεία του ανύπαρκτου, ραγίζουνε καρύδα
έβγαλε προτεινόμενο τον Μάνατζερ του Ράγκπι
που έχει δικό του σύνδεσμο, μέχρι και στο Άμπου Ντάμπι
Ο Τσανγκ κι η Ελισάβετ μας δεν παίζει να τα βρούνε
η στάση και η ψήφος τους, όλα τα μαρτυρούνε
η Ευρυδίκη ξέρουμε ποιον έβαλε στο μάτι
όμως ολόκληρο Νησί -η Σκιάθος- βάζει πλάτη
Βέβαια υπάρχουν και αρκετοί, τσάτσοι μες στο παιχνίδι
κοιμούνται με λαϊκά παιδιά στο ίδιο το σανίδι
το παίζουνε φιλότιμοι όπως τον Κοκκινάκη
όλοι γνωρίζουν πως μιλώ, για Χούτο-Χανταμπάκη.
Κλείνοντας θέλω να σας πω και κάτι τελευταίο
που έπιασε το Σερβάιβο, μόνο εγώ δεν φταίω
για όλα αυτά που γίνονται μία είναι η αιτία
το έθεσα και στην αρχή… Πουτάνα κοινωνία!
2. Νηνεμία – Γιάννης Ζαραμπούκας
Πληγωμένοι τοίχοι με τραύματα ανοιχτά.
Σταλάζουν απ’ τα σπλάχνα τους άλικη μοναξιά
φτιάχνοντας μικρές απύθμενες λιμνούλες πόνου…
Παραθυρόφυλλα σκουριασμένα,
τρίζουν θλιμμένα βορά στον παγωμένο άνεμο
που φυσά η απουσία σου…
Στο πάτωμα
ήλιοι θαμποί, μαραμένοι,
ήλιοι νεκροί
ανάμεσα σε αιχμηρά, γυάλινα θραύσματα
μιας ευτυχίας διαλυμένης.
Πάλλευκες νιφάδες σκόνης,
αγκαλιάζουν τρυφερά τη μεριά τη δική σου.
Εκείνη τη μεριά, την άδεια
και κρύα από καιρό,
που σε καρτερά
για να ταράξεις τη θαλασσινή νηνεμία των σεντονιών…
3. Ανισορροπία – Αλεξία Χάμουζα – Γιοβανόπουλου
3 Απριλίου 13:16
Και το βάρος του με έλιωσε. Γέλασα, πούρνιασα και απλά τον κοίταζα. Πίστεψα πως μόνο έτσι θα τον βρω. Χάθηκε όμως. Αποκοιμήθηκε και ύστερα γύρισα από την άλλη να κοιμηθώ κι εγώ. Με σήκωσε το κύμα της λύτρωσης. Εκεί που το όνειρο έρχεται και σε «τρώει».
Δεν ήθελα να βλέπω φως. Το ήθελα. Το ήθελα αυτό το σκοτάδι. Ήθελα να χαθώ μέσα στο μαύρο. Ας κρατούσε λίγο μόνο που η εικόνα στο μυαλό μου θα ήταν καθαρή. Δεν ήθελα να θυμάμαι, ούτε να σκέφτομαι. Μου πήρε ώρα. Στριφογύριζα πολύ. Ώρες, μέρες, μήνες περίμενα αυτό το άγχος. Που ουσιαστικά θα ένιωθα ασφάλεια κοντά σε κάποιον, γεμάτη ψυχικά, αλλά θα είχα και ένα μικρό άγχος, το οποίο δεν πρόκειται να αφανιστεί ποτέ από μέσα μου.
Δεν ήθελα να τον πικράνω. Σταμάτησα και αποκοιμήθηκα κι εγώ. Κούρνιασα ξανά. Με έσφιξε και εκεί ήρθε η απόλυτη γαλήνη. ‘’Πως μπορεί αυτή να είναι η δική μου πραγματικότητα;’’ αναρωτήθηκα από μέσα μου. Κι όμως. Μέσα στην τόση ζάλη, έρχεται μία όμορφη ιστορία και κάθεται στην ζωή σου και εσύ είσαι ο πρωταγωνιστής της.
Κι εκεί είναι το παιχνίδι μεταξύ θάρρους και αλήθειας. Έχεις το θάρρος να μείνεις σε αυτόν τον κόσμο; Ή θες να ζήσεις την μόνη αλήθεια και να βγεις από αυτόν; Ε αυτήν την φορά, επέλεξα το συναίσθημα, και έμεινα. Εσύ;
21 Μαρτίου 23:37
Είμαι Ομόνοια στο προτελευταίο παγκάκι του ηλεκτρικού σταθμού δίπλα από την σκάλα. Δίπλα μου κάθεται μία κοπέλα με μπεζ μπότες και μαυρόασπρα ακουστικά. Τώρα, μόλις, κούνησε έντονα το πόδι της. Τον έχω τρελάνει. Η κοπέλα μόλις με κοίταξε. Είμαι μία έτσι μία αλλιώς.
Μου αρέσει. Η παρέα του. Οι αντιδράσεις του, όμως, ορισμένες φορές με τρελαίνουν και με φέρνουν σε σημείο που μιλάω συνέχεια για τον άλλον, θα το κόψω. Δεν μου κάνει καλό. Έχω πάψει να ασχολούμαι. Μου είπε πάλι τα ίδια. Εντάξει. Δεν μπορώ να κάνω κάτι. Δίνω χώρο. Κι έτσι καλά είναι. Νομίζω, δηλαδή, δεν ξέρω από αυτά. Πως όμως θα τον κάνω να με πιστέψει;
Εκείνον θέλω! Είμαι τόσο zen τώρα. Μπήκα ηλεκτρικό και οι άνθρωποι με κοιτούν σκεφτικοί. Τι να γράφω ρε σεις; Τον πόνο μου και τις σκέψεις μου. Το μέσα μου. Αυτό νιώθω, αυτό γράφω. Δεν ξέρω, που λες, τι νιώθει. Με θέλει και το ξέρω. Είναι φορές που με βλέπει και αλλιώς! Κι εγώ τον θέλω, με τρελαίνει, νιώθω υγρή και μόνο όταν κοιταζόμαστε. Όταν μου μιλάει χωρίς να μου μιλάει. Όταν με κοιτάζει, ενώ δεν τον κοιτάζω. Λιώνω όταν κοιταζόμαστε.
Το έγραψα νωρίτερα ε; Τον θέλω πολύ. Δεν ξέρω γιατί δεν με πιστεύει. Γενικά δεν λέμε πάντα αυτό που σκεφτόμαστε, αλλά εντάξει. Δεν ξέρω πως νιώθει και μπερδεύομαι. Είμαι καλά. Απλώς ενώ ξέρω τι νιώθω και τι θέλω, δεν ξέρω πως να προσεγγίσω την όλη κατάσταση και δικαίως ο ίδιος «χάνεται» στην ιδέα αυτή.