Τρεις ταινίες του Luchino Visconti
«Ιl gatopardo», 1963
Στη Σικελία του 1860, ο πρίγκιπας Φαμπρίτσιο ντι Σαλίνα (Bart Lancaster) βλέπει τις αρχές, τις παραδόσεις και την κουλτούρα του να υποκύπτουν στη νέα τάξη πραγμάτων, την οποία εκπροσωπεί ο καιροσκόπος ανιψιός του Τανκρέντι (Alain Delon) που αποφασίζει να καταταχθεί στους εθελοντές μετά την άλωση του Παλέρμο από τα στρατεύματα του Γαριβάλδη. Οταν ο Τανκρέντι ερωτεύεται την Αντζέλικα (Claudia Cardinale), κόρη του νέου ισχυρού άνδρα της περιοχής (Paolo Stoppa), ο θείος του στηρίζει την απόφαση του φτωχού ανιψιού να την αρραβωνιαστεί μολονότι η κόρη του είναι εδώ και καιρό ερωτευμένη με τον Τανκρέντι. Σύντομα ο πρίγκιπας αντιλαμβάνεται ότι ο κόσμος που επί χρόνια υπερασπιζόταν οδεύει προς τη δύση του…
Ο Visconti δεν θεωρούσε ότι ο «Γατόπαρδος» είναι μια «μεταγραφή σε εικόνες του μυθιστορήματος του Giuseppe Tomasi di Lampedusa. Είχε πει ο ίδιος στον Antonello Trompadori: «Δεν ανήκω στους υπέρμαχους μιας γερασμένης και ξεπερασμένης πια πρωτοπορίας, οι οποίοι προσκολλημένοι στην αντίληψη του “ειδικού χαρακτήρα” της ταινίας πιστεύουν βαθύτατα στις μαγικές ιδιότητες της κάμερας και θεωρούν ότι δημιουργούν πραγματικό κινηματογράφο μόνον όταν μεταφέρουν αυτούσια στο πανί όλα τα στοιχεία του βιβλίου. Με ενέπνευσαν καθαρά ποιητικά συναισθήματα: οι ήρωες του βιβλίου, τα τοπία, η σύγκρουση νέου- παλιού, οι περίπλοκοι δεσμοί Εκκλησίας φεουδαρχίας, το ασυνήθιστα υψηλό ηθικό ανάστημα του πρίγκιπα, η υστεροβουλία των νεόπλουτων, η ομορφιά της Αντζέλικα και η διπροσωπία του Τανκρέντι.
«Rocco e i suoi fratelli», 1960
Το σπαρακτικό χρονικό μιας φτωχής οικογένειας από τη στιγμή που αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Νότια Ιταλία αναζητώντας την τύχη της στο Μιλάνο. Μια από τις πιο αναγνωρίσιμες και γνήσιες ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού, σηματοδοτεί και το τέλος της πρώτης περιόδου του πατέρα αυτού του ρεύματος Luchino Visconti, που αμέσως μετά, με τον «Γατόπαρδο», έστρεψε το βλέμμα του προς νέους ορίζοντες.
Ο Alain Delon σε έναν από τους πρώτους σημαντικούς ρόλους της κινηματογραφικής καριέρας του υποδύεται τον ήρωα του τίτλου, η τυραννική μάνα της Κατίνας Παξινού κλέβει κυριολεκτικά την παράσταση, ενώ το εξαιρετικό καστ συμπληρώνουν ανάμεσα σε άλλους οι Σπύρος Φωκάς, Annie Girardot και Renato Salvatori.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Visconti θεωρούσε την Κατίνα Παξινού «κορυφαία τραγωδό της εποχής της», όπως είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο (Κινηματογράφος- Θέατρο, Ιούλιος, Αύγουστος 1960). «Την ήθελα ακριβώς έτσι» είπε το 1960 στο περιοδικό «Shermi»: «Μελοδραματική, αγχώδη, πληθωρική, δραματική- όλα αυτά που ξέρει να κάνει τόσο καλά. Στην ταινία ό,τι έχουν και δεν έχουν οι γιοι το ΄χουν από τη μάνα τους. Αυτή είναι η αφέντρα των παιδιών της,σε αυτή χρωστούν τη δύναμή τους. Και αυτό νομίζω ότι το αισθανόμαστε με την Παξινού. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να φτάσω στο ίδιο αποτέλεσμα με μιαν άλλη ηθοποιό».
«L΄ innocente», 1976
Σ τη Ρώμη του 1891 ο Τούλιο Χέρμιλ και η σύζυγός του Τζουλιάνα (Giancarlo Giannini, Laura Antonelli) διατηρούν από καιρό εντελώς τυπικές σχέσεις. Και ενώ η Τζουλιάνα φαίνεται να δέχεται παθητικά τη σχέση του συζύγου της με την κόμισσα Τερέζα Ράφο (Jennifer O’Neill), στη διάρκεια μιας απουσίας του Τούλιο γνωρίζει τον συγγραφέα Φίλιπο ντ΄ Αρμπόριο (Marc Porel) και γίνεται ερωμένη του. Οταν ο σύζυγος επιστρέφει η Τζουλιάνα μετακομίζει στην έπαυλη της πεθεράς της. Αντιλαμβανόμενος την απόσταση ανάμεσά τους, ο Τούλιο αισθάνεται εκ νέου γοητευμένος μαζί της και της προτείνει να ξαναρχίσουν μαζί μια νέα ζωή…
Η παρακμιακή ιταλική αριστοκρατία του 19ου αιώνα βρίσκεται στο φόντο και του κύκνειου άσματος του Visconti που πέθανε λίγο μετά τα γυρίσματα. Υπογραμμίζει τη βαθιά υποκρισία μιας κοινωνίας κρυμμένης πίσω από τη βιτρίνα της κομψότητας και του πλούτου, αν και τελικά το συναίσθημα έχει και πάλι τον τελευταίο λόγο. Σε μια από τις χαρακτηριστικότερες σκηνές της ταινίας, ο Giannini με πλάνα λόγια παρασύρει την Antonelli στο κρεβάτι της ηδονής αντιμετωπίζοντας τη γυναίκα του για πρώτη φορά ως ερωμένη. Στην τελευταία μεγάλη στιγμή του, ο «κόκκινος κόμης» κινηματογραφεί το γυμνό με μια αφάνταστη τρυφερότητα και ευαισθησία, θαρρείς ότι η σάρκα της γυναίκας και το αραχνοΰφαντο φόρεμα που την καλύπτει είναι το ίδιο.