Το επίκαιρο έργο του Luchino Visconti και 3 ταινίες του

Η περίπτωση του Luchino Visconti είναι εξαιρετικά ιδιόμορφη με ποικίλες αντιφάσεις. Γόνος αριστοκρατικής οικογενείας, ο Luchino Visconti di Modrone, Κόμης του Lonate Pozzolo, γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1906 στο Μιλάνο (το τέταρτο παιδί του δούκα Giuseppe Visconti di Modrone της πλούσιας συζύγου του Carla Erba) και είχε από πολύ νωρίς  πρόσβαση στην πολιτιστική παιδεία, την οποία αργότερα αξιοποίησε στο κινηματογραφικό έργο του: η μουσική, το θέατρο, η όπερα, η λογοτεχνία, η ζωγραφική και η αρχιτεκτονική των χώρων είναι στοιχεία που συνδράμουν στην κινηματογραφική σύνθεση. Βαθιά επηρεασμένο από το θέατρο και την όπερα, το κινηματογραφικό στυλ του Luchino Visconti, είναι πλούσιο από πνευματικούς θησαυρούς, με τη σκιά του θανάτου πανταχού παρούσα.

«Κάθε νέα όπερα προκαλούσε αναβρασμό στην πόλη μου» είχε πει ο ίδιος. «Πώς μπορούσε, μπροστά σε τόσο ενθουσιασμό, ένας νεαρός, όπως ήμουν εγώ τότε, να μην ερωτευτεί το θέατρο… Το θέατρό μας… Τη Scala;».

Ως κινηματογραφιστής όμως ο Visconti γεύτηκε την αποδοχή αρχικώς για τις νεορεαλιστικές προτάσεις του, με ταινίες όπως το «Οssessione», το «La Terra Trema» (χρονολογικά η πρώτη ταινία του ιταλικού νεορεαλισμού) και αργότερα με το «Rocco e i suoi fratelli». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τόσο οι εγκωμιαστές όσο και οι «εχθροί» του να τον δεχθούν πρωτίστως ως πολιτικοποιημένο σκηνοθέτη, ο οποίος πρόβαλλε όχι τη δική του, την αριστοκρατική πλευρά, αλλά την «άλλη» πλευρά της Ιταλίας, εκείνη της φτωχολογιάς και των μεταναστών.

«Η γη τρέμει», που οδήγησε τον νεορεαλισμό στα όριά του καταγράφοντας τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα των ψαράδων ενός χωριού της Σικελίας ενάντια στους καραβοκύρηδες, είχε χρηματοδοτηθεί από το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, γεγονός που συνέβαλε στη δημιουργία του υποκοριστικού του Visconti «ο κόκκινος κόμης» ή «ο κόκκινος αριστοκράτης του κινηματογράφου».

Βέβαια, οι αριστερές διαθέσεις του είχαν φανεί πολύ νωρίτερα. Μετά τη μαθητεία του στο πλευρό του Jean Renoir, ο Visconti επέστρεψε στην Ιταλία ως άλλος άνθρωπος, έχοντας μυηθεί και στρατευτεί στον κομμουνισμό. Οι παρέες του αποτελούνταν από αριστερούς διανοουμένους με τους οποίους είχε λάβει μέρος σε αντιφασιστικούς αγώνες.

Πολλά χρόνια αργότερα, για την ακρίβεια από το «Ιl gatopardo» (1963) και μετά, οι ίδιοι που είχαν υμνήσει τον  Visconti για τις πολιτικές πεποιθήσεις του, άρχισαν να τον κατηγορούν ως παρακμιακό δημιουργό.

Και όσοι τον είχαν απορρίψει για το κόκκινο στίγμα του στο «La terra trema» άρχισαν να τον αποδέχονται ως «ποιητή της παρακμής».

Για το «Ιl gatopardo» ο μελετητής του έργου του Visconti, Ζαν Γκαμπούρ, γράφει ότι «είναι πράγματι ένα οριακό έργο γιατί μετά από αυτό θα ακολουθήσουν μια σειρά από εκπληκτικές ταινίες και ο Visconti μέσα από το συμφωνητικό έργο της τεχνοτροπίας του θα κατακτήσει μιαν αξεπέραστη μαεστρία. Από τότε δύσκολα ξεχωρίζεις την προσωπική ζωή από το κινηματογραφικό έργο του».

Ο  Luchino Visconti όμως ήταν τελικά ο πιο αναγεννησιακός από τους κινηματογραφιστές της εποχής του. Κατά τα λεγόμενά του: «Ο Stendhal ήθελε πάνω στον τάφο του την επιγραφή: “Λάτρευε τον Cimarosa, τον Mozart και τον Shakespeare”. Εγώ θα ήθελα να γραφτεί πάνω στον δικό μου: “Λάτρευε τον Shakespeare, τον Chekhov και τον Verdi”».

Υπερασπιστής της άποψης ότι ο κινηματογράφος είναι η ώσμωση όλων των τεχνών, υπήρξε ένας εξαιρετικός διασκευαστής κλασικών λογοτεχνικών έργων. Ο Fyodor Dostoyevsky  («Λευκές νύχτες»), ο Albert Camus («Ο ξένος»), ο Thomas Mann («Θάνατος στη Βενετία»), ο Giuseppe Tomasi di Lampedusa («Ο γατόπαρδος»), ο Gabriele D’Annunzio(«Ο αθώος»), όπως και ο  Αμερικανός συγγραφέας James Cain («Οssessione») βρήκαν στον  Visconti τον ιδανικό εκφραστή τους.

«Ο Visconti θεώρησε εφικτή μια συναίρεση των αντινομιών ανάμεσα στην πολιτιστική κληρονομιά του παρελθόντος και την τεχνική του κινηματογράφου» αναφέρει για τον σκηνοθέτη ο θεωρητικός Γιουσέφ Ισαγκπούρ. Τα έργα του Visconti, χαρακτηρίζονται από ιστορική και ρεαλιστική οπτική, και την απεικόνιση ενός κόσμου όπου το πάθος είναι κυρίαρχο, εκπορεύονται από αυτή την αντίφαση ανάμεσα στον πολιτισμό του παρελθόντος και στον κινηματογράφο, ανάμεσα στην παρακμή και τον προοδευτισμό.

Σελίδες: 1 2

Σχόλια

1 2