Ήταν μεσημέρι… Έδινα μάθημα στη σχολή και γυρνούσα σπίτι με το βιβλίο και τις σημειώσεις στα χέρια γιατί δεν χωρούσαν στη τσάντα που είχα στην πλάτη. Ανεβαίνω τις σκάλες του μετρό και φτάνω στη στάση της Αττικής για τα λεωφορεία. Πολύς κόσμος… Πάρα πολύς κόσμος… Με λίγα λόγια ένα τυπικό μεσημέρι στην πλατεία Αττικής. Καθώς λοιπόν, έκοβα βόλτες πάνω κάτω με τα βιβλία στα χέρια περιμένοντας το Α11 άκουσα φωνές. Γυρνάω το κεφάλι μου να δω τι συμβαίνει και βλέπω μια παρέα τεσσάρων ατόμων. Ο ένας καθόταν στα σιδερένια παγκάκια, οι άλλοι δυο πιο πίσω και ο τέταρτος χτυπούσε με το πόδι του το πρόσωπο εκείνου που ήταν καθισμένος. Δεν το είδα μόνο εγώ. Το είδαν όλοι. Κανείς δεν κουνήθηκε από τις θέσεις τους. Όλοι κοιτούσαν και περίμεναν να δουν τι θα γίνει. Άνθρωποι ενήλικοι που πιθανόν γυρνούσαν από τις δουλειές τους και απλά έμεναν θεατές σε μια ζωντανή σκηνή βίας. Άνθρωποι επί της ουσίας νεκροί. Συναισθηματικά, ηθικά, εγκεφαλικά.. Οι παλμοί μου ανέβηκαν και ένιωσα τα χέρια μου να ιδρώνουν… Τρέχω προς το μέρος τους μπαίνω στη μέση και φωνάζω απελπισμένα «εεεεε! Τι κάνεις;;» και σε δευτερόλεπτα ακολούθησε ένας παππούς που ρώτησε τον δράστη γιατί βαράει τον άνθρωπο. Από τα 30 άτομα της στάσης βρέθηκαν δύο, μόνο δύο άτομα να επέμβουν σε ένα τέτοιο συμβάν. Και η ειρωνεία  είναι ότι το ένα άτομο ήταν μια εικοσάχρονη κοπέλα και ο άλλος ένας 80χρονος ηλικιωμένος. Και ενώ φαινομενικά η μία ήταν πολύ μικρή και ο άλλος πολύ μεγάλος για να βρουν το θάρρος και να μπουν στην  μέση μιας τέτοιας κατάστασης, στην πραγματικότητα όλοι οι άλλοι που παρέμειναν αμέτοχοι ήταν εκείνοι που αποδείχθηκαν μικροί ψυχικά και πολύ γέροι εγκεφαλικά.
« Τι να μπλέξεις τώρα με τα πρεζάκια;»
« Άστους! Για τη δόση τους θα τσακώνονται»
« Που να πάω μωρέ, να με βρει καμιά ξανάστροφη;»
Δεν άκουσα να λένε καμία από αυτές τις φράσεις… Κι όμως, η αδράνεια και η παθητικότητά τους, τις φώναζε τόσο δυνατά που σχεδόν βούϊζαν τα αφτιά μου.

Τα παιδιά αυτά ήταν όντως ναρκομανείς. Και πολύ πιθανόν να τσακώνονταν για την δόση τους. Αλλά το σχολείο και η οικογένεια μου, μου έμαθαν να καταδικάζω οποιαδήποτε μορφή βίας από όπου κι αν προέρχεται και ανεξάρτητα από το σε ποιον προορίζεται. Δεν με έμαθαν να κάνω διακρίσεις για το ποιος αξίζει τον ξυλοδαρμό και ποιος όχι. Κι όμως ζούμε σε μια κοινωνία όπου ο Έλληνας πολίτης συμπεριφέρεται σαν ο ναρκομανής, ο μετανάστης, η πόρνη, ο άστεγος να αξίζουν τη βία, την απαξίωση και την ταπείνωση. Έχουμε πάψει πια να κοιτάμε στα μάτια του άλλου και να βλέπουμε τον άνθρωπο. Πλέον βλέπουμε μια ταμπέλα που  έχει αποδοθεί στον καθένα μας βάσει της εξωτερικής του εμφάνισης και συμπεριφοράς. Κι αν αυτός ο άνθρωπος έχανε την ισορροπία του, έπεφτε και χτύπαγε θανάσιμα; Κι αν ο άλλος που τον βαρούσε τον αναισθητοποιούσε από το ξύλο; Τι θα γινόταν αν χτυπούσε τόσο άσχημα μπροστά στα μάτια σου και ήξερες ότι ενώ ήσουν  μπροστά, δεν έκανες τίποτα για να το αποτρέψεις; Θα  ξάπλωνες ήρεμος το βράδυ στο κρεβάτι σου;
Η απάθεια σου το έγκλημά σου. Να το θυμάσαι αυτό.
Το λεωφορείο ήρθε κι εγώ έφυγα.

Σχόλια