Κοίταζες το χρώμα του ουρανού ν’ αλλάζει, από σκούρο μπλε σ’ ανοικτό, να γλυκαίνει τρυφερά – να μαλακώνει. Έσβηναν τ’ αστέρια ένα – ένα, κι εσύ γελούσες μόλις τα έχανες απ’ το βλέμμα σου. Ο αέρας είχε πάψει από νωρίς και τώρα πια άκουγες μόνο τ’ αυτοκίνητα που περνούσαν πότε- πότε κάτω απ’ το μπαλκόνι σου. Το βιβλίο σου, στη σελίδα 23, είχε μείνει ανοικτό στην αγκαλιά σου, και τ’ ακροδάχτυλα σου χάιδευαν το εξώφυλλο με ρυθμό και αγάπη. Ένιωσες την ανάγκη να φωνάξεις μα, αντί για αυτό, ψιθύρισες μια μελωδία απ’ τα παλιά ,που θύμιζε λιγάκι τον εαυτό σου πριν νυχτώσει. Και δεν ήθελες τίποτα άλλο, παρά μόνο να ακούς τη μελωδία να ξεβράζεται απ ‘τα στήθια σου κι εσύ, με κλειστά τα μάτια, να φαντάζεσαι τη θάλασσα να βγαίνει από μέσα σου.
Μία ζαλάδα σε παρέσυρε μακριά και τα χέρια σου ξαφνικά βρέθηκαν ν’ αγγίζουν το πρόσωπο της γιαγιάς σου. Είχε ζαρώσει και δεν ήταν πια μαλακό κι αφράτο ,όπως θυμόσουν, ούτε ζεστό και χαμογελαστό. Ήταν ένα πρόσωπο ανέκφραστο, μόνο ρυτίδες, μόνο ρωγμές. Πήγες να φωνάξεις τ’ όνομα της μα δεν το θυμόσουν. Άνοιξες το στόμα σου να πεις «Γιαγιά» μα ακούστηκε μονάχα ένας θόρυβος, σαν αυτόν που κάνουν τα μηχανάκια στην εθνική 7 ηώρα το πρωί. Απ’ τα μάτια σου άρχισαν να τρέχουν στάλες βροχής, που απλώνονταν στο κίτρινο σου φόρεμα με μανία. Λύγισες κοντά στο οικείο πρόσωπο, να το φιλήσεις, μα τα χείλια σου δεν ένιωσαν τίποτα. Μόνο αέρα. Τα χέρια σου καρφώθηκαν σαν αγκάθια στα μάτια σου, να σταματήσουν τη βροχή. Κι όταν τα άνοιξες, ω! Όταν τα άνοιξες μόνο στάχτη είδες μπροστά σου και ξεραμένα φύλλα λεμονιάς. Μύρισε, τότε, λεμόνι όλο το δωμάτιο, όλη η γη, όλο το σύμπαν. Κι η στάχτη έγινε λίπασμα και φύτρωσαν παντού τριγύρω λεμονιές κι όπως περνούσες δίπλα τους άνθιζαν ψηλές και απλωτές. Κι είχανε, όμορφα και βασιλικά, ριζώσει στην ψυχή σου.
Γιόμισες ,το λοιπόν, τσι φούχτες σου μ’ ανθούς κι ήτρεξες να τσι πετάξεις εις τη χάλασσα τη μερωμένη που πλημμύριζε την αμμουδιά την έμορφη. Κι ήτο παστρικιά και ολογάλανη όντες την κοίταξες.  Και γροίκαγες τον άνεμο που σφύριζε και έσουρνε τα φύλλα τα ξερά πέρα κείθε. Και κοίταξες μιαν ακόμα φορά τσ’ ανθούς στη χέρα σου κι ύστερο τσι πέταξες μακρά να τσι ρουφήξει η χάλασσα που τώρα δα ελύσσαξε. Και αναστέναξες βαθέως και πικράθηκες που δεν θα την ξανάδεις τη γιαγιούλα σου την γλυκιά και την ωραία, μα τότες εθυμήθηκες τα λόγια τζη τα βροντερά και τα αγαπημένα:
«Να πας να αγαπήσεις τη ζωή κόρη μου, μην την αφήσεις να σου φύγει. Εγώ κι ο θάνατος κάνουμε παρέα γιάντα δεν τον φοβούμαι. Κιοσές με φοβάται κι ετσά κερδίζω λίγο χρόνο. Μα κάθε μέρα με γνωρίζει και καλύτερα. Να γίνεις φίλη με το θάνατο κόρη μου ,να του κρατείς το χέρι και να πορεύεσαι μαζί του. Μήτε να τον φοβάσαι, μήτε να τον εμπιστεύεσαι. Να μαθαίνεις κάθε μέρα κόρη μου τσι ομορφιές του κόσμου και μην αφήνεις κανένα να σε κουμαντάρει. Σαν τον άνεμο να ‘σαι κόρη μου, ευγενική και δροσερή όντες το θέλεις, μα να λυσσομανάς όντες σε πνίγει τ’ άδικο. Ν’ αγαπήσεις κόρη μου τη ζωή και τσι ανθρώπους τζη και να μην αφήνεις κακία να βγει ποτέ τζη από μέσα σου. Μόνο αγάπη κόρη μου, αγάπη και πίστη στη ζωή. Σ’ αφήνω κόρη μου γιάντα εμένα μ’ έμαθε πια ο θάνατος και δεν μπορώ να του χαλώ εδά το χατίρι.»
Τα δόντια σου έτριζαν δυνατά κι η καρδιά σου χτυπούσε αλλοπρόσαλλα. Άνοιξαν τα μάτια σου και είχε πάει δύο το μεσημέρι. «Τι ήταν τούτο το όνειρο;» αναρωτήθηκες. Κοντοστάθηκες για λίγο να κοιτάς τον ουρανό. Άνοιξες την παλάμη σου και είχε μέσα ένα ανθάκι λεμονιάς που μοσχοβολούσε..

Σχόλια