Μυρίζεις το κύμα. Η θάλασσα – σύμμαχος σου κι εραστής.
Χορεύεις ανέμελα πάνω στην άμμο κι ακούς την πνοή των δέντρων.
Ζωή. Αυτό που λατρεύεις, αυτό που ποθείς.
Σε μια σταγόνα του ωκεανού χωράει όλη σου η φιλοδοξία.
Τρέχεις γυμνός κι αγγίζεις με τα χέρια σου τα βράχια.
Βγάζεις μια κραυγή.
Τεράστια, ασήκωτη, μεθυσμένη.
Βγαίνει απ’ το στόμα σου, απ ‘τα μάτια σου, απ’ την κοιλιά σου.
Τα πουλιά σ’ ακολουθούν, όπως οι σκέψεις σου πριν κοιμηθείς το βράδυ, μα δε σε προλαβαίνουν.
Είσαι πιο γρήγορος, πιο δυνατός.
Δεν σ’ αγγίζει η μιζέρια αυτού του κόσμου.
Μπορείς μες την παλάμη σου να κλείσεις όλα τα χρώματα της γης.
Τ’ αγγίζεις, τα γεύεσαι.
Πασαλείβεσαι με κάθε λογής όνειρα κι ελπίδες – βουτάς στο βυθό.
Το νερό ξεπλένει το θυμό και την αγανάκτηση σου.
Φεύγουν από πάνω σου  οι λέξεις που σε πλήγωσαν κι οι στιγμές που δεν πρόλαβες.
Πέφτεις με φόρα εκεί που γυαλίζουν τα κοχύλια.
Σου θυμίζουν την παιδική σου ηλικία, που ‘λεγες  «Θα την δαμάσω τη θάλασσα μια μέρα, μάνα. Θα την δαμάσω».
Κι η μάνα σου σε κοίταζε γλυκά και χάιδευε μ’ αγάπη τα μαλλιά σου.
Κλαις από ευτυχία.
Αγκαλιάζεις τον εαυτό σου ,τον αγαπάς, τον σέβεσαι.
Αφήνεις το σώμα σου να γαληνέψει κάτω απ’ τον ξάστερο ουρανό και ρουφάς τ’ αρώματα της φύσης.
Επιτέλους δάμασες τον εαυτό σου, δάμασες τη ζωή, δάμασες τη θάλασσα που σ’ έπνιγε.
Στο ‘λεγα μάνα.
Τη δάμασα τη θάλασσα.

Σχόλια