Χιλιάδες γυναίκες πέφτουν θύματα trafficking καθημερινά ανά τις ηπείρους. Βιώνουν διαρκώς την οικονομική και σεξουαλική εκμετάλλευση, την εξαθλίωση και την κακοποίηση.
Αν και η δουλεία ως φαινόμενο δεν αποτελεί πλέον απειλή εδώ και 150 περίπου χρόνια, η εκμετάλλευση και η σκλαβιά συνεχίζουν να υφίστανται εν έτει 2016.
Το φαινόμενο της διακίνησης και διάθεσης κατά κύριο λόγο γυναικών με σκοπό την σεξουαλική εκμετάλλευση δεν είναι κάτι νέο, είναι σίγουρα όμως αποτρόπαιο. Σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται βίαια, η άνθησή του στην Ελλάδα, και μάλιστα σε ανησυχητικούς βαθμούς, εγείρει απορίες και αγανάκτηση.
Λόγος γίνεται συνέχεια για την «ανθρώπινη κρεαταγορά της Αθήνας», μια αποκρουστική έκφραση για την Ελλάδα, η οποία αποτελεί τόπο διέλευσης γυναικών για τις ανάγκες του trafficking εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης. Πλήθος δικτύων του φαινομένου αυτού διακινούν τα θύματά τους μέσα από το ελληνικό έδαφος, πολλά από τα οποία παραμένουν στην Ελλάδα, μην έχοντας άλλη επιλογή πέρα από την εκπόρνευση, την σεξουαλική εκμετάλλευση και κακοποίηση.
Οι γυναίκες-θύματα του trafficking δελεάστηκαν από φρούδες υποσχέσεις για ένα καλύτερο μέλλον, για μια ψεύτικη ζωή. Το δέλεαρ που προσφέρουν οι δουλέμποροι είναι λίγο πολύ γνωστό: μια υπόσχεση για δουλειά, ένα βέβαιο μέλλον ή ακόμα και γάμο, υπόσχεση η οποία καταλήγει σε έναν οίκο ανοχής.
Οι γυναίκες αυτές δε γνωρίζουν σε τι ακριβώς έχουν συμφωνήσει. Δε συναίνεσαν στις συνθήκες δουλείας υπό τις οποίες εργάζονται καθημερινά, στην εξαντλητική εκπόρνευσή τους, στην απόλυτη οικονομική εξάρτηση από τον εκμεταλλευτή τους, στη στέρηση της ελευθερίας της κυκλοφορίας και στη μεταχείρισή τους ως αντικειμένου συνεχών αγοραπωλησιών και μετακινήσεων.
Το γυναικείο σώμα υποβιβάζεται σε απλό εμπόρευμα, το οποίο αποφέρει τεράστια κέρδη στις σπείρες διακίνησης. Ο αριθμός των εκδιδομένων γυναικών ετησίως είναι υπέρογκος, το ίδιο και τα κέρδη που αποκομίζουν οι διακινητές τους. Η διακίνηση και έκδοση γυναικών αποκτά νόμιμο χαρακτήρα, καθώς το παν πλέον είναι ο πελάτης και οι επιθυμίες του.
Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος εστιάζεται στον πελάτη, τις ανάγκες και φαντασιώσεις του οποίου καλούνται να εκπληρώσουν τα θύματα του trafficking. Μη μπορώντας να ξεφύγουν από αυτό το διεφθαρμένο δίκτυο, υπομένουν κάθε μέρα καταπιέσεις διαφόρων ειδών, κακοποίηση, ξυλοδαρμούς, στέρηση των ταξιδιωτικών τους εγγράφων ώστε να μη μπορέσουν να διαφύγουν, απομόνωση.
Ωστόσο, η μοντέρνα αυτή εκδοχή του δουλεμπορίου δε συγκλίνει απαραίτητα με την απομόνωση, τον αποπνικτικό περιορισμό και τον εγκλεισμό. Οι διακινητές των θυμάτων του φαινομένου αυτού, σε μια προσπάθεια να συνεχίσουν να τα εκμεταλλεύονται στο μέγιστο δυνατό βαθμό, τους επιτρέπουν κάποια περιθώρια ελευθερίας.
Οι γυναίκες δηλαδή αυτές έχουν κάποιο περιθώριο δράσης και ανάληψης πρωτοβουλιών, απαλλαγμένες βέβαια από τη δυνατότητα να απεξαρτηθούν απ’το διακινητή τους. Με αυτόν τον τρόπο, που μόνο πονηριά και μοχθηρία αποπνέει, οι υπεύθυνοι για τη διακίνησή τους χαλαρώνουν τα δεσμά τους, συνεχίζοντας όμως να επωμίζονται και να απολαμβάνουν οι ίδιοι τους καρπούς της εργασίας τους.
Παράλληλα, κάποια θύματα, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ανακτήσουν την ελευθερία τους, έχουν αναγκασθεί να παίζουν το ρόλο του μεσάζοντα.
Κοινώς, αναζητούν να βρουν νέα θηράματα των διακινητών, τα οποία προσεγγίζουν και δελεάζουν, με την ελπίδα να λήξει κάποια στιγμή το βάσανο στο οποίο έχουν εγκλωβιστεί. Πλησιάζουν τα εν δυνάμει θύματα, κερδίζουν την εμπιστοσύνη τους, και σταδιακά τα εισάγουν στο ίδιο διεφθαρμένο δίκτυο, ένα δίκτυο το οποίο μόνο προδοσία και εμμονή στο προσωπικό συμφέρον αποπνέει.
Ας εξετάσουμε όμως αυτά τα δεδομένα στο πλαίσιο της ελληνικής σφαίρας.
Η Ελλάδα αποτελούσε ήδη από τη δεκαετία του ’70 χώρα υποδοχής μεταναστών, καταφέροντας να διατηρήσει σχετικά την ομοιογένειά της μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Έκτοτε όμως, με το άνοιγμα των συνόρων της Ανατολικής Ευρώπης, προωθήθηκε η απρόσκοπτη έλευση μεταναστών χωρίς να προηγηθεί έλεγχος για τη νομιμότητά τους. Εκατοντάδες αβοήθητοι άνθρωποι, ανάμεσά τους αρκετές γυναίκες, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, εισήλθαν στους κόλπους της ελληνικής επικρατείας, διαθέτοντας ένα εξαιρετικά πενιχρό βιοτικό επίπεδο.
Με τις αλλαγές αυτές υποβοηθήθηκε η δημιουργία ενός υπόγειου δικτύου πορνείας, το οποίο δυστυχώς κατέστησε την Ελλάδα χώρα υποδοχής και διακίνησης θυμάτων του φαινομένου του trafficking προερχομένων κυρίως από χώρες της Νοτιοανατολικής και της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και από την Αφρική και, σε μικρότερο βαθμό, από την Ασία.
Τα θύματα με καταγωγή από αυτές τις χώρες είναι πιο επιρρεπή στην εκμετάλλευση, λόγω των άσχημων συνθηκών διαβίωσης και της φτώχειας που επικρατεί εκεί. Έτσι, όταν εμφανίζονται οι διακινητές με υποσχέσεις για μια ευκαιρία εργασίας και ένα πιο αισιόδοξο, βέβαιο μέλλον, το δέλεαρ είναι τεράστιο.
Τα χαρακτηριστικά αυτής της μορφής πορνείας, με την εισαγωγή αλλοδαπών γυναικών στη χώρα οι οποίες ωθούνται στην εκμετάλλευση και τη σεξουαλική και οικονομική κακοποίηση, συναντώνται κυρίως σε χώρες οι οποίες βρίσκονται υπό το ζυγό της δουλείας, και όχι σε χώρες οι οποίες προτάσσουν την ανεξαρτησία και την ελεύθερη βούληση.
Παράλληλα, εν μέσω οικονομικής κρίσης, το φαινόμενο, αντί να συρρικνώνεται, εξακολουθεί να διογκώνεται, καθώς αποτελεί πλέον μόδα που έχει διεισδύσει στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης, κυρίως δε στην Ελλάδα.
Το trafficking ωστόσο, στη σύγχρονη τουλάχιστον μορφή του, γιγαντώθηκε με την εγκαθίδρυση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.
Η συνεχής εμπορευματοποίηση των πάντων οδήγησε στην θεώρηση του γυναικείου σώματος ως εμπόρευμα, ως ένα υλικό αγαθό το οποίο μπορεί να προσφερθεί σε οποιονδήποτε έχει την οικονομική δυνατότητα να το αποκτήσει.
Η πορνεία διογκώθηκε, και η ζήτηση οδήγησε στην εξεύρεση φθηνού εμπορεύματος για κατανάλωση. Η διακίνηση και διάθεση γυναικών επιφέρει σε αυτή την επιχείρηση τεράστια κέρδη, αφορολόγητα μάλιστα, στα οποία ελλοχεύουν επιφανειακοί κίνδυνοι.
Το φαινόμενο αυτό αποτελεί πρωτίστως μια μορφή οικονομικής εκμετάλλευσης. Όπως η εισροή μεταναστών στο ελληνικό έδαφος προσέφερε στους εργοδότες φθηνό και αποδοτικό εργατικό δυναμικό, έτσι και το σύγχρονο δουλεμπόριο γυναικών ήρθε να ικανοποιήσει τις φαντασιώσεις των ευκατάστατων ανδρών του δυτικού κόσμου προσφέροντας φθηνές πορνικές υπηρεσίες.
Όποια προσπάθεια ωστόσο γίνεται για καταγγελία αυτών των κυκλωμάτων αποδεικνύεται ατελέσφορη, καθώς τα δικαστήρια είναι κάθε άλλο παρά πρόθυμα να καταδικάσουν ενόχους. Αντίθετα, αποστρέφουν το βλέμμα και μάλλον ακολουθούν, τουλάχιστον στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, την τακτική του “νίπτω τας χείρας”. Όσο για την ψήφιση νόμων, αυτή δεν έχει συντελεστεί καν ούτε σε διεθνές επίπεδο.
Το trafficking ποινικοποιείται μόνο σε περιπτώσεις ανηλικότητας, δηλαδή όταν στον κόλπο του φαινομένου είναι παγιδευμένο κάποιο παιδί.
Βέβαια, ειδικά για τη σεξουαλική κακοποίηση που υφίστανται, ο φόβος του στιγματισμού και της δευτερογενούς κακοποίησης που πιθανώς να ακολουθήσει, η ντροπή, η απώθηση που κάνει πολλά θύματα να θυμούνται πολλά χρόνια μετά την εμπειρία τους εμποδίζουν την αναφορά και την καταγραφή του φαινομένου από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Τα θύματα φοβούνται να εξωτερικεύσουν τα βιώματά τους, αισθάνονται ότι κανείς δε μπορεί να τα βοηθήσει να απεγκλωβιστούν από τους κόλπους της εκμετάλλευσης και της κακοποίησης που βιώνουν, οπότε σιωπούν.
Το μέλλον διαγράφεται δυσοίωνο γι’αυτές τις γυναίκες, οι οποίες στην αναζήτηση μιας καλύτερης ποιότητας ζωής μπλέχτηκαν στα δίχτυα της αναγκαστικής εκπόρνευσης και της σεξουαλικής και οικονομικής εκμετάλλευσης. Κανένας δε φαίνεται πρόθυμος να τις προστατεύσει, η βούλησή τους κάμπτεται, δε μπορούν να ξεφύγουν από αυτό τον φαύλο κύκλο της εκμετάλλευσης, αγανακτούν, παραιτούνται…