Στο “Διαβάζοντας στη Χάννα”, σκιαγραφείται ο ένοχος ψυχισμός και τα διλήμματα της μεταπολεμικής γενιάς στη Γερμανία απέναντι στα εγκλήματα της προηγούμενης.
Το Διαβάζοντας στη Χάννα (Der Vorleser) αποτέλεσε το εκδοτικό γεγονός του 1995. Καθιέρωσε τον ήδη γνωστό για τα αστυνομικά του έργα Μπέρνχαρντ Σλίνκ ως μια κορυφαία φωνή στα γερμανικά γράμματα και έτυχε παγκόσμιας αποδοχής με τα μεταφραστικά του δικαιώματα να έχουν εκχωρηθεί σε περισσότερες από 44 γλώσσες.
Καθώς η μεταγενέστερη πολύ επιτυχής κινηματογραφική μεταφορά του επανέφερε το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για το συνοπτικό αυτό ημι-αυτοβιογραφικό διήγημα, αξίζει να σταθούμε τόσο στην ενδιαφέρουσα πλοκή του, όσο και στην συλλογιστική που προβάλλει αναφορικά με το καίριο πολιτικό, φιλοσοφικό και ηθικό ζήτημα της στάσης των μεταπολεμικών γενιών σχετικά με τα εγκλήματα των προγόνων τους κατά το 3ο Ράιχ.
Ο πρωταγωνιστής και αφηγητής του έργου, ο Μίχαελ Μπέργκ, είναι ένας ασθενικός δεκαπεντάχρονος μαθητής με μεγάλη αγάπη για τη λογοτεχνία και την ιστορία, του οποίου η ζωή αλλάζει άρδην μόλις γνωρίζει την τριανταπεντάχρονη Χάννα, ελέγκτρια στο τραμ με παρελθόν που αρνείται να αποκαλύψει.
Οι δυο φαινομενικά ασύνδετοι άνθρωποι ξεκινούν μια βαθιά, συγκινητική ερωτική σχέση που δομείται από την αρχική κυριαρχία της Χάννα, από τα τελετουργικά της καθημερινότητας τους και από το παράνομο του δεσμού τους. Ο αφηγητής παρουσιάζει τη Χάννα υπό το πρίσμα του ερωτευμένου έφηβου εαυτού του σαν μια έντονη γυναίκα, με βίαια ξεσπάσματα και ιδιότυπο ψυχισμό.
Θεμελιώδες κομμάτι της σχέσης τους αναδεικνύεται η λογοτεχνία, ή μάλλον η αυταρχική επιταγή της Χάννα να της διαβάζει βιβλία ο νεαρός εραστής της μετά την πράξη του έρωτα. Ενώ ο πρωταγωνιστής αρχίζει να απαγκιστρώνεται από εκείνη με το πέρας του καλοκαιριού, η γυναίκα φεύγει από την πόλη δίχως προειδοποίηση καθιστώντας απόρρητη τη νέα της εγκατάσταση.
Την επόμενη φορά που θα την αντικρίσει, ο Μίχαελ θα είναι πια φοιτητής της Νομικής και εκείνη κατηγορούμενη ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων για τη συμμετοχή της στις δολοφονίες γυναικών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα οποία δούλευε τα χρόνια του τρίτου Ράιχ. Τη δεύτερη αυτή επώδυνη συνάντηση ο Μίχαελ την βιώνει υπό ένα πρίσμα συναισθηματικής νάρκωσης, κατά τη διάρκεια ωστόσο της δίκης, η στάση της Χάννα και οι μαρτυρίες των φρικαλεοτήτων των στρατοπέδων φέρνουν τον νεαρό φοιτητή μπροστά στο δίλημμα της καταδίκης της γενιάς των γονιών του ή στην προσπάθεια εύρεσης ελαφρυντικών απέναντι στην συμμετοχή, την ανοχή ή και την έλλειψη αντίστασης τους.
Η Χάννα, καταδικασμένη από την ειλικρίνεια και την διαστρεβλωμένη αίσθηση της δικαιοσύνης της, φαίνεται από την αρχή να επιβαρύνει τη θέση της συγκριτικά με τις άλλες κατηγορούμενες, η ταφόπλακα της ωστόσο θα είναι η ομολογία της συγγραφής μιας γραπτής αναφοράς που την καθιστά επικεφαλής των δεσμοφυλάκων και δίνει πάτημα στις υπόλοιπες γυναίκες να της προσάψουν τα δικά τους εγκλήματα.
Ο Μίχαελ, βουβός θεατής της δίκης μιας γυναίκας που είχε αγαπήσει, συνειδητοποιεί πως η Χάννα είναι αναλφάβητη, και προτιμά να καταδικαστεί για εγκλήματα που δεν είχε διαπράξει παρά να παραδεχτεί την αδυναμία που επιμελώς έκρυβε όλη τη ζωή της ζητώντας από άλλους να της διαβάζουν. «Δεν αγωνιζόταν μόνο στη δίκη. Αγωνιζόταν διαρκώς, πάντα αγωνιζόταν, όχι για να δείξει τι μπορεί, αλλά για να κρύψει τι δεν μπορεί»
Ύστερα από την καταδίκη της σε ισόβια, ο Μίχαελ προχωράει με τη ζωή του, κάνει οικογένεια και σταδιοδρομία, χωρίζει, συνάπτει νέες σχέσεις, χωρίς να μπορεί ωστόσο να διαχειριστεί τις αναμνήσεις και τα ερωτήματα που του γεννούσε η σχέση του με την Χάννα. Σε μια τολμηρή απόφαση αποφασίζει να της ηχογραφήσει κασέτες με βιβλία και να τα στείλει στην φυλακή. Επί δέκα χρόνια, ο Μίχαελ αρνούμενος να της γράψει, συνεχίζει να στέλνει αμείωτα ηχογραφημένες κασέτες, μέχρι να λάβει με συγκίνηση για πρώτη φορά ένα δικό της γράμμα, προϊόν της επίμονης προσπάθειας της να μάθει γραφή μέσα στη φυλακή με τη βοήθεια των κασετών του.
Στα δεκαοχτώ χρόνια εγκλεισμού, η Χάννα πετυχαίνει απονομή χάριτος και η διευθύντρια της φυλακής ζητάει από τον Μίχαελ να συνδράμει στην κοινωνική της επανένταξη, σπάζοντας για πρώτη φορά την καθησυχαστική σιωπή τόσων χρόνων. Μια μέρα πριν την αποφυλάκιση της, ωστόσο, η Χάννα αυτοκτονεί.
Ιδωμένη μάλλον ως πράξη συνειδητοποίησης και σε καμιά περίπτωση ως πράξη δειλίας, η αυτοκτονία της Χάννα συνδέεται με την αφιέρωση της ζωής της στη φυλακή στην εναγώνια προσπάθεια της να συλλέξει πληροφορίες για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και να αναλογιστεί υπό το φως της γνώσης και της παιδείας τα εγκλήματα της. Ως τελευταία βούληση, αφήνει άλλωστε τις οικονομίες της στις μοναδικές δύο γυναίκες που κατόρθωσαν να ξεφύγουν από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο οποίο δούλευε.
Σε βασικό άξονα του έργου αναδεικνύεται η διαχείριση της συλλογικής μνήμης, το δίλημμα της απόδοσης ευθυνών σε λίγους ή σε ολόκληρη την κοινωνία, η ανάγκη ερμηνείας της διάπραξης των ειδεχθέστερων των εγκλημάτων από έναν ολόκληρο λαό, και ακόμη η στάση της επόμενης γενιάς απέναντι στην προηγούμενη, το φλέγον ζήτημα της θέασης τους ως δολοφόνους ή ως θύματα ενός καταναγκαστικού μηχανισμού.
Μέσα από την απολογία της Χάννα στο δικαστήριο διαφαίνεται η νοοτροπία μιας κοινωνίας, που αντιλήφθηκε τη συμμετοχή της στο μεγαλύτερο σφαγείο της ανθρωπότητας ως μια εργασία που έπρεπε να διεκπεραιωθεί χωρίς μίσος, μα με τον ζήλο ενός επαγγελματία. «Τι θα κάνατε εσείς στη θέση μου; » ρωτάει η Χάννα με απόλυτη αφέλεια τον δικαστή της, δίχως να λαμβάνει απόκριση. Η ακατέργαστη δολοφονική θητεία της στα Ες-Ες αμφισβητείται πρώτη φορά από την ίδια στη δίκη με τρόπο παιδικό: Η ερώτηση δεν απευθυνόταν στο δικαστή. Μονολογούσε, ρωτούσε τον εαυτό της και δίσταζε, γιατί δεν είχε θέσει ποτέ στον εαυτό της αυτήν την ερώτηση κι αμφέβαλε αν αυτή ήταν η σωστή ερώτηση και ποια ήταν η απάντηση της.
Η αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού της είναι ο καθοριστικός παράγοντας που θα την οδηγήσει στη συνειδητοποίηση- και η συνειδητοποίηση της βέβαια με τη σειρά της στην αυτοκτονία-, καταδεικνύοντας την παιδεία σαν το μοναδικό όχημα πάταξης του φασισμού και αποφυγής νέων μορφών ολοκληρωτισμού.
Ο πρωταγωνιστής, εκπρόσωπος των παιδιών μιας κοινωνίας συνενόχων, ταλανίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου για την ορθή αντιμετώπιση της απόδοσης της δικαιοσύνης, αλλά και της μνήμης. Αλλά αυτό ήταν το ζητούμενο; Αναρωτιέται κατά τη διάρκεια της δίκης, να καταδικαστούν και να τιμωρηθούν κάποιοι λίγοι, ενώ θα βουβαίνεται από φρίκη, ντροπή και ενοχή η επόμενη γενιά;, ενώ αργότερα θα συλλογιστεί «Ήθελα να κάνω και τα δύο πράγματα μαζί, να κατανοήσω και να κρίνω. Αλλά δεν γινόταν να τα κάνω και τα δύο»
Στην σύγκρουση με την προηγούμενη γενιά, θα προσθέσει πως θα μπορούσαν να πουν κάτι στα παιδιά τους αυτοί που διέπραξαν, είδαν ή καμώθηκαν πως δεν είδαν τα ναζιστικά εγκλήματα ή αυτοί που μετά το 1945 ανέχθηκαν ή και δέχτηκαν ανάμεσα τους τους εγκληματίες πολέμου;
Με την άνοδο νεοναζιστικών μορφωμάτων να αποτελεί ξανά απειλή για τη δημοκρατία, η προβληματική του έργου, η αναζήτηση της ευθύνης, η καταδίκη της απάθειας ως συνενοχής και το κυριότερο, η ανάδειξη της παιδείας σαν μονόδρομο άμυνας απέναντι στην αποκτήνωση του ολοκληρωτισμού, καθιστά την ανάγνωση αυτού του έργου μια διαχρονική αναγκαιότητα.
• Το Διαβάζοντας στη Χάννα εκδόθηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1998 από τις εκδόσεις Κριτική σε μετάφραση του Ιάκωβου Κοπερτί.
• Με τίτλο The Reader (στα ελληνικά σφραγισμένα χείλη), βγήκε στις αίθουσες το 2008 η κινηματογραφική απόδοση του έργου με την Κέιτ Γουίνσλετ και τον Ρέιφ Φάινς.