Με αφορμή την ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Η επιβλητική αίθουσα υποδοχής με το μαρμάρινο δάπεδο και τις δαντελωτές κουρτίνες αναδείκνυε την πολυτέλεια του νεοκλασικού κτηρίου. Όμως εκεί που άλλοτε ευκατάστατοι κύριοι και κυρίες έπιναν το απογευματινό τους ρόφημα και απολάμβαναν το καθαρό αέρα της εξοχικής Κηφισίας, σήμερα άνθρωποι αιμόφυρτοι και βαριά τραυματισμένοι στοιβάζονταν σε σιδερένιες κλίνες και ράντσα. Ιατροί, νοσηλεύτριες και εθελοντές έδιναν τη δική τους μάχη με το χρόνο για να διασώσουν και να θεραπεύσουν τα θύματα του πολέμου. Το ξενοδοχείο Πεντελικόν είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο για τους πληγέντες του μετώπου.
Η Σοφία έβγαλε ένα βαμβάκι ποτισμένο οινόπνευμα από τη λευκή ποδιά της. Τα φουντωτά καστανοκόκκινα μαλλιά της ήταν δεμένα ψηλά πίσω από το λευκό καπελάκι με το κόκκινο σταυρό. Σκυμμένη πάνω από το ράντσο καθάριζε με επιμέλεια την πληγή του λαβωμένου στρατιώτη.
«Αχ!» ξέφυγε από τον τραυματία ένα βογκητό πόνου, καθώς το βαμβάκι ακούμπησε στη ανοιχτή πληγή.
«Το ξέρω ότι πονάει!» είπε μαλακά η Σοφία, «αλλά αν δεν σε καθαρίσω καλά υπάρχει κίνδυνος να μολυνθείς. Πως σε λένε;»
Ο στρατιώτης έβγαλε άλλο ένα δυνατό βογκητό και αναστέναξε.
«Από πού είσαι;» τον ρώτησε ξανά η Σοφία.
«Είμαι από ένα μικρό ορεινό χωριό, λίγο έξω από τη Τρίπολη» της αποκρίθηκε η βραχνή φωνή του άνδρα.
«Εκεί μεγάλωσες;» επέμεινε εκείνη.
«Ναι.» μουρμούρισε αυτός και ύστερα πρόσθεσε, «Εσύ από εδώ είσαι;»
Τώρα ήταν η σειρά της Σοφίας να αναστενάξει.
«Όχι», ξεφύσησε. «Η οικογένεια μου ήρθε από τη Σμύρνη μετά τη καταστροφή, το 1922.»
Ο άνδρας σιώπησε. Η Σοφία πήρε μια γάζα και πίεσε την πληγή για να σταματήσει την αιμορραγία.
«Τώρα θα σε ράψω, κάνε λίγη υπομονή» του ψιθύρισε.
«Πως σε λένε;» την ρώτησε γυρνώντας το κεφάλι του στο πλάι για να τη δει καλύτερα.
«Σοφία.»
«Σοφία πες μου για την οικογένεια σου. Πώς ήρθατε από τη Σμύρνη;»
Η νεαρή γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να έκανε μακροβούτι στη θάλασσα λυπημένων αναμνήσεων.
«Ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε προς τη χερσόνησο της Ερυθραίας, το μέτωπο είχε καταρρεύσει. Το Α’ και το Β’ σώμα στρατού κατέφθαναν στο λιμάνι του Τσεσμέ και επιβιβάζονταν στα πλοία με προορισμό τη Χίο. Έφευγαν άρον άρον και άφηναν πίσω τους τον ελληνικό πληθυσμό έρμαιο στους Τσέτες.
Ήμουν μόλις οχτώ χρονών τότε. Θυμάμαι ένας γείτονας ειδοποίησε τη γιαγιά μου πως μπήκαν οι Τσέτες στο Τσεσμέ. Πιστεύαμε ότι θα είμαστε πιο ασφαλείς στη Σμύρνη και φύγαμε κρυφά με ό,τι προλάβαμε να ρίξουμε στις τσέπες μας.
Δεν θα ξεχάσω πότε μου εκείνη τη διαδρομή. Βαδίζαμε για ώρες ατέλειωτες. Η μάνα μου με το χρονιάρικο αδερφό μου στην αγκαλιά δεν λύγισε ούτε μια στιγμή. Εγώ ακολουθούσα πίσω της με τις δύο μεγαλύτερες αδερφές μου.
Καθώς προχωρούσαμε, κι άλλοι Έλληνες διωγμένοι, φυγάδες και ξεριζωμένες οικογένειες συμπορεύονταν μαζί μας προς τη Σμύρνη. Η πορεία μας ατέλειωτη, εξαντλητική. Όσα αντίκρισα τότε με τα παιδικά μου μάτια με στοιχειώνουν ακόμα. Τα πόδια μου πονούσαν μα δεν τόλμησα να παραπονεθώ ώσπου άρχισε να σουρουπώνει.
Για τη νύχτα βρήκαμε καταφύγιο σ’ ένα πέτρινο εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα.
Μόλις μπήκαμε στο εκκλησάκι, ταραχτήκαμε από το χαλασμό που αντικρίσαμε. Το ξύλινο τέμπλο ήταν σπασμένο, τα καντήλια θρυμματισμένα στο πάτωμα και οι εικόνες κατεστραμμένες. Σαν να είχε περάσει κοπάδι άγριων θηρίων μέσα από τον ιερό χώρο και είχε ισοπεδώσει τα πάντα στο πέρασμά του.
Ξάφνου ακούστηκαν από έξω σπαρακτικές στριγκλιές, φωνές άγριες και κλάματα. Βαριά βήματα και σουρσίματα στο χώμα. Η μάνα μου, μας έγνεψε να μην βγάλουμε άχνα. Κουρνιάσαμε όλες δίπλα στην Αγία Τράπεζα του ιερού. Ακόμα και ο μικρός μου αδερφός φώλιασε στο κόρφο της μαμάς μας και δεν κουνήθηκε.
Η πόρτα του ναού άνοιξε με πάταγο. Στο αχνό φως της δύσης διέκρινα τρεις οπλισμένες ανδρικές σκιές, οι λάμες τους άστραφταν. Για μια στιγμή έπαψα να αναπνέω. Φοβήθηκα μην μας προδώσει η εκπνοή μου. Οι Τσέτες κοίταξαν τριγύρω, μα σαν από θαύμα δεν μας είδαν. Έκλεισαν την πόρτα και έφυγαν. Μείναμε έτσι ασάλευτες, σφιχταγκαλιασμένες στο μαρμάρινο δάπεδο μέχρι το ξημέρωμα.
Με το πρώτο φως της αυγής συνεχίσαμε τη πορεία μας. Όταν έπεφτε πια η νύχτα μπήκαμε στην Σμύρνη. Κρυφτήκαμε στο στάβλο ενός Τούρκου, παλιού φίλου της οικογένειας. Μαζί μας ήταν κι άλλοι Έλληνες. Τρέμαμε μη μας αντιληφθούν οι Τσέτες. Αυτοί οι άπληστοι είχαν ήδη καταφτάσει στην πόλη από την προηγούμενη και όλο το βράδυ επιδίδονταν σε λεηλασίες και ωμότητες κατά των Ελλήνων.
Το πρωί κατεβήκαμε στο λιμάνι. Πρόσφυγες από όλες τις γύρω περιοχές είχαν κατακλείσει τον παραλιακό δρόμο και προσπαθούσαν να σπάσουν την γραμμή των Τούρκων στρατιωτών. Εκείνοι ζωσμένοι με όπλα, παρατεταγμένοι εφ’ ενός ζυγού παράλληλα στο λιμάνι εμπόδιζαν το κατατρεγμένο όχλο να πλησιάσει τα πλοία.
Για ώρες παραμέναμε όρθιοι με τον ήλιο να καίει πάνω από τα κεφάλια μας. Μετά από πολλές προσπάθειες έγινε ένα “ντου” και το πλήθος ξεχύθηκε στην προκυμαία. Εγώ έσφιγγα το χέρι της αδερφής μου, μην χαθώ μέσα στην καταστροφή και τον πανικό.
Πλησιάζοντας τη θάλασσα, αυτό που αντίκρισα μου έφερε σκοτοδίνη. Πτώματα ανδρών, γυναικών, παιδιών, πολλά από αυτά ακρωτηριασμένα, πλημμύριζαν το νερό. Όσοι πιανόντουσαν από τα σχοινιά για να σκαρφαλώσουν σε πλοία Γάλλων ή Άγγλων απωθούνταν με βάναυσο τρόπο. Τους κατακρεουργούσαν και τους έριχναν στη θάλασσα.
Μόνο κάποια Αμερικάνικα πλοία και ορισμένα Ελληνικά που έφεραν την Αμερικανική σημαία βοηθούσαν, πλησιάζοντας και μαζεύοντας κόσμο. Εγώ και οι αδερφές μου με τον μικρό στα χέρια ανεβήκαμε πρώτες τη σκάλα ενός Αμερικάνικου πλοίου. Η μάνα μας πίσω δίσταζε να σκαρφαλώσει.
Είχε πετρώσει σαν άγαλμα. Με το βλέμμα της καρφωμένο στο κύμα που πάφλαζε και στα άψυχα κορμιά που επέπλεαν. Δεν χωρούσε ο νους της τέτοια αγριότητα. Ένας νεαρός, αμερικανός ναύτης την παρατηρούσε από την κουπαστή που έστεκε μονάχη στο μόλο. Χωρίς να το σκεφτεί πολύ ο ναύτης έδωσε ένα σάλτο, την πήρε στην αγκαλιά του και ανέβασε τη μητέρα μου στο πλοίο.
Έτσι γλυτώσαμε και περάσαμε στη Μυτιλήνη…»
Βυθίστηκαν ξανά στη σιωπή. Η νεαρή γυναίκα έκοψε τη κλωστή. Τα ράμματα ήταν έτοιμα.
«Σοφία ευχαριστώ. Δεν πονάω τόσο πια.» είπε βραχνά ο στρατιώτης.
«Άμα κλείσει η πληγή πονάει λιγότερο.» του απάντησε η Σοφία «Θα δεις, θα επουλωθεί και δεν θα τη νιώθεις καν. Μόνο το χειμώνα με την υγρασία κάποιες φορές οι παλιές πληγές τραβάνε, για να μας θυμίζουν τι κάναμε και ποιοι είμαστε.»
«Οι πληγές της ψυχής κλείνουν;» την ρώτησε.
«Ναι, κλείνουν… αλλά όπως και του σώματος κάποιες φορές τραβάνε. Ξεκουράσου τώρα.»
***
Η ιστορία αυτή είναι αληθινή. Η Σοφία ήταν αδερφή του παππού μου. Γεννήθηκε το 1914 και ήρθε το 1922 με την οικογένεια της από το Τσεσμέ. Μεγάλωσε στη Μυτιλήνη και το 1932 πήγε στην Αθήνα και σπούδασε νοσηλευτική στη σχολή του Ευαγγελισμού. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δούλευε στο Πεντελικόν, περιθάλποντας τραυματίες.
Σήμερα 14 Σεπτεμβρίου είναι η ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος. Η ημέρα καθιερώθηκε με ομόφωνη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων στις 24 Σεπτεμβρίου 1998. Οι πρόσφυγες που επέζησαν της Μικρασιατικής καταστροφής κουβαλάνε τις ιστορίες τους, τις ρίζες τους και το πολιτισμό τους. Μας αφηγούνται για τόπους μακρινούς, καημούς, και αισθήματα μέσα από τα τραγούδια και τους παραδοσιακούς χορούς τους. Είναι ο παππούς ή η γιαγιά μας από τη Μικρά Ασία. Είναι κομμάτι του πολιτισμού και της ταυτότητας μας όπως έχει διαμορφωθεί μέσα στα χρόνια από τη συλλογική μας μνήμη.