«Ας γελάσω»
Αυτή η φράση έμελλε να γίνει ο επίλογος της ζωής του Μ. Καραγάτση ο οποίος στα 52 του χρόνια υπέστη κρίση ταχυκαρδίας την ώρα που την έγραφε αφήνοντας ημιτελές το έργο του «Το 10».
Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Ροδόπουλος και εμφανίζεται το 1927 μέσα από το διήγημα «Κυρία Νίτσα», αρκετά πρωτοποριακό και επαναστατικό για τα δεδομένα της εποχής του, αφού παρουσιάζει τον παιδικό του έρωτα με τη δασκάλα του στο δημοτικό.
Χρησιμοποιούσε πάντα το ψευδώνυμο Μ. Καραγάτσης που αποδίδεται στο δέντρο φτελιά κάτω από το οποίο συνήθιζε να κάθεται, ενώ το Μ., αν και δε θα μάθουμε ποτέ τί ήταν πραγματικά, λέγεται πως προέρχεται από το όνομα «Μίτια» όπως τον φώναζαν οι φίλοι του λόγω της αδυναμίας του στον Ντοστογιέφσκι και τους αδερφούς Καραμαζόφ.
Γράφει μεταξύ άλλων το Γιούγκερμαν, τη Μεγάλη Χίμαιρα, το συνταγματάρχη Λιάπκιν και άλλα πολλά, όλα εμποτισμένα με πολιτική, φιλοσοφία, αστυνομικά στοιχεία, κοινωνικά απαγορευμένους έρωτες και παρουσιαζόμενα με απόλυτο ρεαλισμό έως κυνικό αυθορμητισμό για τον τρόπο δομής και λειτουργίας της κοινωνίας.
Ο Καραγάτσης καθιερώνεται στην πεζογραφία με τρόπο αινιγματικά διφορούμενο.
Από τη μια διαβάζεται πολύ, συναναστρέφεται με λογοτέχνες και ποιητές της εποχής, Εγγονόπουλο, Ελύτη, Βενέζη, Λουντέμη αλλά και μισείται από λογοτεχνικούς κύκλους που αντιδρούν για το περιεχόμενο πολλών βιβλίων του κάνοντας τον ίδιο να απαντήσει ειρωνικά στη βιογραφία του:
«Έγραψα πολλά και διάφορα, έργα υψηλού ηθικοπλαστικού περιεχομένου, πολύ κατάλληλα για παρθεναγωγεία και βιβλιοθήκες οικογενειών με αυστηρά αστικά ήθη».
Πέρα από όλα όμως αυτό που για μένα κάνει τον Καραγάτση τόσο ξεχωριστό είναι η τρομακτική οικειότητα που συναντά κανείς στα έργα του, καθώς σε όποια εποχή και αν τα διαβάσεις θα νομίσεις πως καθρεφτίζουν τη δική σου.
Βαλέρια Σιβούδη