Βολτάροντας στην Αρχαία Αγορά…
(Αν θες να διαβάσεις για την πορεία μες τη μέρα μου στην Αρχαία Αγορά, απλά συνέχισε να ακολουθείς τις λέξεις κατά σειρά. Αν πάλι σε νοιάζει να μάθεις μόνο για τα μέρη της Θεσσαλονίκης που προτείνω, κατέβα στο τέλος της σελίδας για όλες τις λεπτομέρειες και το πώς να φτάσεις εκεί!).
Μια μέρα στην Αρχαία Αγορά, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη.
Το ξυπνητήρι χτύπησε στις 6.30.
Αυτή η μέρα ηταν ενα δώρο (κυρίως χρόνου) στον εαυτό μου. Και πιστεύω πολύ σε αυτο το χρόνο ως το πιο πολύτιμο που μπορείς να του δωσεις. Ειδικά οταν ζεις στη πόλη.
Η μερα ξεκίνησε νωρίς λοιπόν. Ελαφρώς συννεφιασμένη, μπορούσα να δω τον ουρανό απο τα μεγαλα πορτοπαράθυρα της βεράντας μπροστά από το κρεβάτι μου.
Απόλαυσα τον χρόνο μου στα κατάλευκα σεντόνια και ξεκίνησα τις πρωινές μου διατάσεις. Δεν αναψα τα φώτα. Ήθελα να απολαύσω το λευκο φως που έλουζε το δωμάτιο.
Βρήκα τις κούπες στο έπιπλο του σαλονιού και εβαλα μια ταμπλέτα στη καφετιερα. Η μυρωδιά του Nespresso χαρμανιού πλημμύρισε το δωμάτιο και καπως σαν να γέμισε μελωδία η μερα. (Μπραντ εσυ?)
Ο ήλιος αρχισε να σχίζει τα σύννεφα και αποφάσισα να βγω στην ιδιωτική βεράντα του δωματίου μου για να τον απολαύσω με τη θέα της πόλης. Η μέρα αρχίζει σιγά σιγά για τους κατοίκους.
Κάπως βυθισμένη στις σκεψεις μου ένιωσα το στομαχι μου να διαμαρτυρεται. Ήταν ώρα για πρωινό. Μπηκα για ενα ζεστό ντους, ντύθηκα και ετοιμάστηκα να κατέβω στο ισόγειο. Η μυρωδιά του καφέ στο δωμάτιο είχε αρχίσει να ξεθυμαίνει. Τώρα μύριζε λάιμ και γιασεμί.
Τα παιδιά στο the Caravan B&B είναι μια ευχάριστη νότα στο πρωινό σου. Και ιδιαίτερα ο Γιώργος που σαν προσθήκη στα καλούδια του μπουφέ, μου έφερε γλυκό τριαντάφυλλο της μαμας του για να δοκιμάσω με το ψωμί μου. Γεια στα χεράκια της! Ήταν πεντανόστιμο, κι αποφάσισα να μου χαρίσω άλλη μια φέτα.
Η ώρα πέρασε με όμορφες συναντήσεις στο ισόγειο. Συζητήσεις και γνωριμίες. Σαν η ενέργεια στο χωρο του ξενοδοχείου να μένει πάντα το ίδιο ζωντανή. Σαν το να θες να μιλήσεις στο δίπλα τραπεζι και να γυρέψεις να ρωτήσεις εκείνο το ειλικρινές “Τι κάνεις;” τον ξένο επισκέπτη, να είναι το πιο φυσιολογικό που μπορείς να κάνεις.
Μετά ήρθε το δίλημμα. Δωμάτιο ή σουλάτσο στους δρόμους και τα στενά τριγύρω σε όλη την Αρχαία Αγορά;
Εντάξει, ήταν σχεδόν προφανές, με κέρδισε το έξω. Πήρα τη τσάντα μου, χαιρέτησα τις γλυκές κοπέλες της ρεσεψιόν και βγήκα στο δρόμο. Άρχισα να κατευθύνομαι προς τα πάνω. Αποφάσισα να ακολουθήσω μονάχα τα πόδια μου και ας χανόμουν. Μια ειδοποίηση στο κινητό δεν άργησε να με αποσπάσει, οπότε έκλεισα τα δεδομένα.
Ησυχία.
Ένιωσα τους ανθρώπους να θέλουν να με καλημερίσουν. Που είμαι;
Ξέρεις, όταν μεγαλώνεις σε μικρό μέρος, το να λες “καλημέρα” σε κάθε τυχαίο περαστικό είναι ο,τι πιο φυσιολογικό για τη μέρα σου. Αλλά τα τελευταία χρόνια στη πόλη, αυτό δεν ήταν στις συνήθειές μου. Αλλά γιατί όχι;
Στο επόμενο χαμογελαστό πρόσωπο που με αντίκρυσε, δεν δίστασα. Χαιρέτησα, “Καλημέρα!”. Και είχα το πιο γλυκό χαμόγελο για απάντηση, λίγο σαστισμένο στην αρχή, αλλά με όση γλύκα θα μπορούσε να μου είχε γνέψει και μια γιαγιάκα στο νησί μου. Ξέρεις, οι άνθρωποι δεν είναι τόσο διαφορετικοί όσο ίσως πιστεύουμε. Και οι ανάγκες τους επίσης, είναι ακριβώς οι ίδιες. Κι ας έχει ασχημύνει την όψη τους η ρουτίνα της πόλης, και σε ξεγελούν.
Συνέχισα να περπατάω. Ανεβαίνοντας κι άλλο την Αρχαία Αγορά, κάπου χάθηκα. Είπα να ξεκινήσω για δεξιά, μάλλον ανατολικά, αν κρίνω από την κλίση του εδάφους. Κάπως σαν να ξεχάστηκα. Πού είμαι; Αλλά μια ταμπέλα φρόντισε να μου το υπενθυμίσει. Σε εκείνο το γωνιακό καφέ με τη ‘σκακιέρα’ στο δάπεδο, έγραφε “Λουξ”. Όπως ξέρω από τους βέρους Θεσσαλονικείς, αυτό είναι από τα πιο παραδοσιακά και παλιά καφέ της πόλης. Σημείο συνάντησής τους για χρόνια. Και όντως, δεν έχει φοιτητές εκεί.
Είχε δυο παρέες. Αποφάσισα να καθίσω.
Η μέρα είναι ζεστή σήμερα. Ένα ελαφρύ αεράκι φρόντιζε να με δροσίζει σε όλη την πορεία της εξερεύνησης μου. Δεν ξέρω αν είναι το θρόισμα στα φύλλα των δέντρων, ή που ήμουν χαμένη στις σκέψεις μου. Αλλά θα στοιχιμάτιζα πως δεν άκουσα ούτε ένα αυτοκίνητο να περνά.
Μια γλυκιά σερβιτόρα ήρθε γρήγορα. Είχα όρεξη για καφέ, έναν καλό καφέ. Με χαμόγελο μου εξήγησε πως σέρβιραν Taf. Χάρηκα κι εγώ εξίσου ακούγοντάς το. Μου τον έφερε λοιπόν, και ξεκίνησε να μου εξηγεί μου γιατί ήταν ιδιαίτερο το χαρμάνι.
Στην παλιά μου δουλειά είχα ακούσει κάθε μικρή λεπτομέρεια για αυτή την ελληνική εταιρεία. Την αγαπούσα ήδη, μου έφτιαχνε κάθε πρωινό άλλωστε. Αλλα ήθελα να τα ακούσω κι από κείνη. Είχε όρεξη και η ώρα φαινόταν ήσυχη στο καφέ.
Γιατί να μην τα πείτε λίγο άλλωστε;
Αφαιρέθηκα στις σκέψεις μου. Δεν είμαι σίγουρη για το πόσα διαφορετικά μπορούσε να κατεβάσει το κεφάλι μου τώρα. Στο τέλος με έπιασα να ονειρεύομαι. Είχα καιρό. Καλό σημάδι θα πει κανείς για την εξέλιξη της μέρας.
Ευχαριστώντας την κοπέλα για τον χρόνο της παρατήρησα την ώρα για πρώτη φορά σήμερα. Είχε περάσει μεσημέρι. Το αίσθημα της πείνας με είχε κυριεύσει και πάλι, κι αποφάσισα να αναζητήσω ένα μέρος για να φάω. Η μέρα ζητούσε και μια μπύρα, οπότε είπα να στηθεί έτσι το σκηνικό.
Περπάτησα ξανά προς τα δυτικά, όχι πολύ.
Άκουσα φασαρία από το Μπιτ Μπαζαρ και είπα να κάνω μια στάση. Καλησπέρισα και καλησπερίστηκα. Και κάπως έτσι κατέληξα σε μια συζήτηση με κάτι γλυκούς παππούληδες για την κυβέρνηση. Δε θέλησα να τους στεναχωρήσω. Συμφώνησα και τους άφησα βγάζοντας τους μια φωτογραφία.
Δύο βήματα πιο κει, μέσα στο Μπιτ Μπαζαρ, βρήκα το μέρος που έψαχνα. Κάτι μου κανε αυτή η αυλή. Θα μπορούσε να ‘ταν σε κάποιο νησί. Δεν το σκέφτηκα πολύ, βρήκα το τραπέζι που μου άρεσε περισσότερο και κάθισα. “Πανσέληνος” έλεγε ο κατάλογος. Σύντομα ο ιδιοκτήτης ήρθε για να μου πάρει παραγγελία.
Του είπα ότι ήθελα μπύρα, και κάπως σαν να είχα πει τη πιο σωστή λέξη μάλλον. Άρχισε να μου εξηγεί για όλες εκείνες τις περίεργες που είχαν, την αγάπη τους για την μπύρα και τον μεζέ και τα είδη και τις ετικέτες. Όλη τη τέχνη της παρασκευής θα μου την εξηγούσε αν του ζητούσα.
Του είπα να μου προτείνει λοιπόν. Μπύρα και μεζέ.
Χωρίς υπερβολή, αυτή ήταν από τις αγαπημένες μου μπύρες. Και ξέρω πως μπορεί να μην την βρίσκω εύκολα, αλλά έχω πάντα ένα λόγο για να γυρνάω εδω.
Σιγά σιγά άρχισαν να φτάνουν και οι μεζέδες. Φαίνονται οι άνθρωποι που τον αγαπούν τον μεζέ, και σ’αυτό το μέρος σίγουρα τον λάτρευαν. Ο μπαμπάς μου είναι του μεζέ, και σαν να μου ‘μαθε να τον αγαπάω εξίσου. Άλλωστε είναι ολόκληρη ιεροτελεστία, δεν είναι απλά το φαγητό.
Έκατσα αρκετά και κει. Ήπια άλλη μια μπύρα. Είναι και αυτός ο καιρός που σαν να τη ζητούσε.
Αφού ευχαριστήθηκα το γεύμα και την μπύρα μου, τους χαιρέτησα.
Κατά το απόγευμα πάλι ήμουν στους δρόμους. Είχα πει να πάρω έναν καφέ στο χέρι και να τριγυρίσω για το υπόλοιπο της μέρας. Κατά τις 7 τα χρώματα είναι ο.τι ομορφότερο για να φωτογραφήσεις τον κόσμο γύρω σου.
Άρχισα να περπατώ την Ιουστινιανού, έναν από τους αγαπημένους μου δρόμους στη πόλη, κι από τους πρώτους που επισκέφθηκα ήδη από το πρώτο έτος. Δεν είχα βρει κάποιο κατάστημα για να πάρω καφέ, οπότε είπα να τριγυρίσω με τη κάμερα στο χέρι για την ώρα.
Σύντομα το μάτι μου έπεσε σε μια βιτρίνα. Προφανώς θα είχε κοσμήματα, είναι η αδυναμία μου. Παίζει να είχα απορροφηθεί ώρα σε εκείνα τα σκουλαρίκια. Μέχρι που σήκωσα το κεφάλι και είδα μια γλυκιά γυναικεία μορφή να μου χαμογελά από μέσα.
Ένιωσα οικεία.
Πήγα προς την πόρτα και πριν την ανοίξω τα μάτια μου έπεσαν στην επιγραφή, “Μη μαδάς τη Μαργαρίτα”. Δεν έκρυψα τον ενθουσιασμό μου για το όνομα. Και με χαρά γνώρισα αμέσως όχι μια, αλλά δύο Μαργαρίτες.
Σύντομα ξεκινήσαμε να μιλάμε πέραν από τα σκουλαρίκια που μολις είχα δει. Λατρεύω να συναντώ κόσμο που έχουν για επάγγελμα το πάθος τους. Σύντομα κατέληξα να δοκιμαζω και κάτι δαχτυλίδια (ποτέ δεν μου άρεσαν τα δαχτυλίδια!) και κείνες να μου λένε όλο και περισσότερα για τις σπουδές τους, τα project τους, τη δουλειά τους.
Μαγεύτηκα. Είναι αυτή η σπίθα στα μάτια των ανθρώπων που κάνουν αυτό που αγαπούν, που… πώς να στο πω; Με συνεπαίρνει ρε παιδάκι μου!
Τους μίλησα και γω. Σαν να είχα πάει σε φιλικό μαγαζί για να πιω τον καφέ μου.
Αυτά είναι τα ωραία!
Δεν θα στα πολυλογίσω, έμεινα 3 ώρες εκεί. Χωρίς καμία υπερβολή! Η μια συζήτηση έφερνε την άλλη, είπαμε τα πάντα! Στο τέλος πριν φύγω θυμήθηκα εκείνα τα σκουλαρίκια. Τα πήρα κι αυτά φεύγοντας. Και επειδή είπα να θυμάμαι τη ‘νέα μου αρχή’ με κάποιο τρόπο, είπα να πάρω κι εκείνα τα δαχτυλίδια που ως τότε με δυσκολία θα φορούσα (δεν μ’αρέσουν τα δάχτυλά μου…), τώρα ήταν η ώρα να γίνει, λοιπόν.
Στην Αρχαία Αγορά είχε πια βραδιάσει!
Συνέχισα να περπατώ στην Ιουστινιανού. Ακολούθησα μια μελωδία που ακουγόταν αχνά, και μετά λίγο πιο έντονα καθώς προχωρούσα. Προφανώς είχα φτάσει μπροστά στο Καφωδείον Ελληνικόν. Είχε live, τι τύχη!
Βρήκα μια μικρή όμορφη γωνιά μες το μαγαζί και χώθηκα. Τι να σου πω γι’αυτό το μαγαζί; Τόσο μοναδικό και τόσο όμορφο. Και ίσως καλύτερα που τελικά δεν σου τράβηξα ούτε μια φωτό απο κει, για να πας να το διαπιστώσεις ιδίοις όμμασι.
Γύρισα στο ξενοδοχείο, ακόμα γεμάτη ενέργεια. Άλλο ένα ζεστό μπάνιο, γεμίζοντας πάλι με τη μυρωδιά του λάιμ και του γιασεμιού την ατμόσφαιρα. Βρήκα ένα βιβλίο, έβαλα λίγη μουσική από το Kasetophono και χαλάρωσα για το υπόλοιπο βράδυ στο δωμάτιό μου.
Το μάτια μου μου βάρυναν λίγο πιο μετά, και κάπως έτσι τελείωσε η ημέρα μου.
Την άλλη μέρα είχα σηκωθεί άλλη. Έτοιμη, σίγουρη και γεμάτη ενέργεια για όσα μου επιφύλασσε το μέλλον. Αλλά κυρίως ευγνώμων, για την ενέργεια που μου χάρισε το μέρος!
Τα μέρη που προαναφέρθηκαν στην Αρχαία Αγορά και σίγουρα προτείνω να επισκεφθείς αν βρεθείς/μένεις στη Θεσσαλονίκη είναι:
1. The Caravan Bed & Breakfast – Rebelou st. 1 and Vamvaka st.
2. Καφενείο το Λούξ – Olimpou 83
3. Πανσέληνος – Tositsa 3
4. Μη μαδάς τη Μαργαρίτα Κόσμημα – Ioustinianou 5
5. Καφωδείον Ελληνικόν – Ioustinianou 3
Photos by Eleni Karavelatzi – check her Instagram & Facebook