Καθημερινά στα social media κυκλοφορούν διάφορα φιλοσοφικά και “φιλοσοφημένα” αποφθέγματα, με αποτέλεσμα να γίνουν γνωστοί αρκετοί ξένοι συγγραφείς. Τι πραγματικά, όμως, γνωρίζεις για εκείνους; Ώρα να μάθεις για τη ζωή και το έργο ενός τυφλού συγγραφέα, του Χόρχε Λουίς Μπόρχες.

Tο πλήρες όνομά του Χόρχε Λουίς Μπόρχες ήταν Χόρχε Φρανσίσκο Ισιδόρο Λουίς Μπόρχες Ασεβέδο (Jorge Francisco Isidoro Luis Borges Acevedo) και γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες, στην Αργεντινή, στις 24 Αυγούστου 1899.

Μεγάλωσε σε δίγλωσσο περιβάλλον (ισπανικά και αγγλικά) και ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και δάσκαλος ψυχολογίας. Έζησε σε διάφορα μέρη, και μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετακόμισαν οικογενειακώς στην Ισπανία. Εκεί, συναναστράφηκε με αξιόλογους Ισπανούς συγγραφείς και έγραψε το πρώτο του ποίημα (“Ύμνος στη Θάλασσα“).

Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του ήταν η Fervor de Buenos Aires (Πάθος για το Μπουένος Άιρες) το 1923. Βοήθησε στην αβάν-γκαρντ επιθεώρηση Martín Fierro και έγινε συνιδρυτής στα περιοδικά Prisma (19211922) και Proa (19221926). Ήταν τακτικός συνεργάτης, από το πρώτο κιόλας τεύχος, στο Sur, το οποίο ξεκίνησε το 1931 από τη Βικτόρια Οκάμπο και θεωρείτο το σημαντικότερο λογοτεχνικό περιοδικό της Αργεντινής.

Δες εδώ: 8 Λατινοαμερικάνοι ποιητές που θα σε συναρπάσουν!

Το 1933, ο Μπόρχες έγινε συντάκτης του λογοτεχνικού ένθετου της εφημερίδας Crítica, στην οποία και πρωτοεμφανίστηκαν τα γραπτά του τα οποία, αργότερα, περιλήφθηκαν στην Historia universal de la infamia (Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας). Έπειτα, εργάστηκε ως λογοτεχνικός σύμβουλος στον εκδοτικό οίκο Emecé και είχε εβδομαδιαία στήλη στην El Hogar (19361939).

Το 1946, ο Χουάν Περόν εκλέχθηκε Πρόεδρος της Αργεντινής και ο Μπόρχες, προήχθη στη θέση του επιθεωρητή πουλερικών για τη δημοτική αγορά του Μπουένος Άιρες, από την οποία και παραιτήθηκε αμέσως. Τότε, και με την όρασή του να μειώνεται εξαιτίας του γλαυκώματος, ξεκίνησε να δίνει δημόσιες διαλέξεις.

Το 1950, έγινε Πρόεδρος του Αργεντίνικου Συνδέσμου Συγγραφέων καθώς και Καθηγητής Αγγλικής και Αμερικανικής Λογοτεχνίας στον Αργεντίνικο Σύνδεσμο Αγγλικού Πολιτισμού. Το διήγημά του Emma Zunz γυρίστηκε σε ταινία (Días de odio– Μέρες μίσους) το 1954. Το ίδιο διάστημα άρχισε να γράφει σενάρια για ταινίες.

Το 1955, με πρωτοβουλία της Βικτόρια Οκάμπο, διορίστηκε επικεφαλής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Τον επόμενο χρόνο, κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας από το Πανεπιστήμιο του Κούγιο.

Το 1961 μοιράστηκε με τον Σάμιουελ Μπέκετ το Βραβείο Φορμεντόρ. Το 1967, ο Μπόρχες συνεργάστηκε για πέντε έτη με τον Αμερικανό μεταφραστή Νόρμαν Τόμας ντι Τζοβάνι, εξαιτίας του οποίου έγινε πιο γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο.

Το ίδιο έτος, εξέδωσε το βιβλίο El libro de los seres imaginarios (Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων). Ακολούθησαν το El informe de Brodie (Η Έκθεση του Μπρόντι) το 1970 και το El libro de arena (Το Βιβλίο της Άμμου) το 1975.

Μερικές από τις πολυάριθμες διαλέξεις του ανθολογήθηκαν στις εκδόσεις Siete noches (Εφτά Νύχτες) και Nueve ensayos dantescos (Εννιά δαντικά δοκίμια).

Αν και πασίγνωστος, πλέον, στον Μπόρχες δεν δόθηκε ποτέ το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ωστόσο, του δόθηκε το Βραβείο Ιερουσαλήμ το 1971, το οποίο δίδεται σε συγγραφείς που ασχολούνται με θέματα ανθρώπινης ελευθερίας και κοινωνίας.

Μετά το 1975, όταν πέθανε η μητέρα του, ξεκίνησε να ταξιδεύει σε διάφορα μέρη. Το 1984, ήρθε στην Ελλάδα. Στο Ρέθυμνο αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες επηρεάστηκε από την περίοδο του Μοντερνισμού και κυρίως από τον Συμβολισμό. Η πεζογραφία του αναδεικνύει την ιδιαίτερη μόρφωση του συγγραφέα και είναι περιεκτική. Όπως και ο σύγχρονός του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και ο κάπως παλιότερος Τζέιμς Τζόυς, συνδύασε το ενδιαφέρον του για την πατρίδα του με ευρύτερα ενδιαφέροντα.

Έγραψε για τη φύση του χρόνου και το άπειρο, τους καθρέφτες και τους λαβυρίνθους, την πραγματικότητα και την ταυτότητα. Ορισμένες ιστορίες του επικεντρώνονται σε φανταστικές ιδέες, όπως μια βιβλιοθήκη η οποία περιλαμβάνει όλα τα πιθανά κείμενα 410 σελίδων (“Η βιβλιοθήκη της Βαβέλ“) και κάποιον που δεν ξεχνάει τίποτα απολύτως (“Φούνες ο μνημονικός“).

Ανέμιξε το πραγματικό με το φανταστικό και έμεινε στην ιστορία ως ο ”Συγγραφέας του Φανταστικού”.

Σχόλια