Μια ιστορία που εκτυλίσσεται στο μετρό μιας πόλης με ποτάμι, με πρωταγωνίστριες τέσσερις γυναίκες, που κρατούν στην επιφάνεια έναν άλλον κόσμο που επιβιώνει σε πείσμα των καιρών.

Οι κυλιόμενες σκάλες δε λειτουργούσαν. Κατέβηκε αργά τα σκαλιά προς την αποβάθρα. Φτάνοντας στην αποβάθρα κοίταξε ψηλά στον πίνακα. Το επόμενο ήταν σε κάτι περισσότερο από δύο λεπτά. Κοίταξε γύρω του. Στην αποβάθρα ήταν φαινομενικά τυχαία σκορπισμένοι μερικοί επιβάτες. Στην πραγματικότητα, ήταν στρατηγικά τοποθετημένοι για να βγουν κατευθείαν στην έξοδο, όταν φτάσουν στον προορισμό τους.

Οι περισσότεροι από αυτούς, άλλοι καθιστοί, άλλοι όρθιοι ήταν σκυμμένοι και απορροφημένοι στις οθόνες των κινητών τους. Γέλασε, βλέποντας στην απέναντι αποβάθρα να παίζει μια διαφήμιση της εταιρίας για το πως φέρνει τους ανθρώπους κοντά, με πρωταγωνιστές δύο εικοσάρηδες που άρχιζαν να φλερτάρουν περιμένοντας τον επόμενο συρμό.

Η διαφήμιση θα είχε σίγουρα μεγαλύτερη επιτυχία σε κάποια άλλη πόλη, που τα κινητά δεν έχουν σήμα στις αποβάθρες. Ο ήχος του συρμού, που ακουγόταν να πλησιάζει, τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Σε λίγα δευτερόλεπτα σταμάτησε μπροστά του και του έκρυψε εκείνο το τόσο ειρωνικό σποτάκι. Μπήκε, κάθισε και συνέχισε να χαζεύει τους ανθρώπους γύρω του.

Τα μάτια του προσπέρασαν γρήγορα όλους εκείνους που συνέχιζαν να είναι επικεντρωμένοι στο κινητό τους και τώρα είχαν πολλαπλασιαστεί ανησυχητικά. Τους ξέχασε, όμως, γρήγορα, όπως και εκείνοι έτειναν να ξεχνούν τον πραγματικό κόσμο.

Δες εδώ: 20 αποφθέγματα του Ζαν Πολ Σαρτρ που θα λατρέψεις!

Κοιτούσε με περιέργεια και ένα παιδικό χαμόγελο τέσσερις γυναίκες που κάθονταν η μία απέναντι από την άλλη. Οι τρεις ήταν μίας κάποιας, προχωρημένης ηλικίας. Γριές θα τις έλεγε κάποιος άλλος. Τόσο διαφορετικές και τόσο ταιριαστές μεταξύ τους. Μία κοκκινομάλλα, μία καστανή, μία με τα φυσικά της γκρίζα, σχεδόν άσπρα μαλλιά και η τέταρτη, η λίγο νεότερη, με ξανθά, σγουρά μαλλιά.

Όλες τους όμως είχαν φωτεινά μάτια και ζεστό πρόσωπο. Συζητούσαν χαμηλόφωνα, αλλά με έντονες εκφράσεις. Αυτό που τον έκανε να τις προσέξει ήταν μία παράξενη αντίθεση. Οι τρεις ηλικιακά μεγαλύτερες κρατούσαν από δύο κατακόκκινα τριαντάφυλλα, ενώ η λίγο νεότερη κανένα.

Η γνωστή φωνή ανήγγειλε τον επόμενο σταθμό. Ήταν ο σταθμός μπροστά από το ποτάμι. Ποιο ποτάμι ήταν και σε ποια πόλη δεν έχει σημασία. Δεν θυμόταν. Πολλές είναι οι πόλεις, που έχουν κάποιο ποτάμι. Οι δύο από τις τρεις γηραιότερες γυναίκες σηκώνονται.

Κάτι λένε όλες μαζί στα όρθια. Χαιρετιούνται χαρούμενα και κατεβαίνουν από τον συρμό. Η νεότερη γυναίκα και εκείνη με τα γκρίζα μαλλιά μένουν. Η νέα αρχίζει να δακρύζει. Προσπαθεί να τα μαζέψει με ένα τσαλακωμένο χαρτομάντιλο που βρίσκει στην τσέπη της. Η μεγαλύτερη τα συγκρατεί με μεγάλη προσπάθεια, ενώ το βλέμμα της ακολουθεί τις δύο γυναίκες να απομακρύνονται στην αποβάθρα με τα τριαντάφυλλα τους σφιγμένα στα χέρια.

Πως δεν τρυπιούνται σκέφτεται αυτός ακολουθώντας τες και εκείνος με το βλέμμα του. Ή μήπως τρυπιούνται, αλλά δεν είναι αυτό που τις απασχολεί εκείνη την στιγμή;

Με αυτές τις εικόνες και ένα σωρό σκέψεις, αρχίζει να σκαρφίζεται μία ιστορία για αυτές τις γυναίκες. Αρχίζει να κρατάει σημειώσεις. Προσπαθεί να φανταστεί τις ζωές τους, τους διαλόγους τους και τις σκέψεις τους. Σύντομα μουτζουρώνει όλες του τις σημειώσεις.

Αποφασίζει απλά να καταγράψει όσο καλύτερα μπορεί αυτό που είδε. Η σκηνή ήταν πολύ ιδιαίτερη για να παρέμβει σε αυτή. Σχεδόν ποιητική.

Σχόλια