Ένα ποίημα για όλους εκείνους που αγαπούν τη βροχή και γι’ αυτούς που ζουν στο κρύο κινδυνεύοντας από τις πρώτες στάλες του χειμώνα.
Κόσμοι παράλληλοι, που συναντιούνται στο όνειρο για έναν καλύτερο, πιο δίκαιο κόσμο.
Μην παρακαλάς να βρέξει, επειδή εσένα σου αρέσει η βροχή
Μου αρέσει τόσο πολύ, όταν βρέχει.
Με ρώτησαν γιατί.
Στην αρχή δεν ήξερα να τους πω.
Σκέφτηκα ότι σε άλλους αρέσει να έχει ήλιο και σε άλλους αρέσει απλά η βροχή.
Άλλοι νιώθουν καλύτερα με τη ζέστη και χαίρονται με τα φωτεινά χρώματα.
Άλλοι νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια, όταν βρέχει.
Ίσως γιατί μπορούν να κρύβονται και να γίνονται παιδιά κάτω απ’ τα σκεπάσματα.
Πόσο ωραία είναι τα σκεπάσματα.
Ίσως γιατί μας φέρνουν στο μυαλό το ζεστό χάδι της μαμάς, που μας έβαζε στο κρεβάτι πριν μας πει την καληνύχτα.
Δεν έχουν, όμως, όλοι σκεπάσματα.
Κάποιοι δεν έχουν ούτε σπίτι για να κρυφτούν.
Κάποιοι είναι μόνοι εκεί έξω και δεν μπορούν να προστατευτούν από το κρύο.
Γι’ αυτούς η βροχή μπορεί να είναι και επικίνδυνη.
Γιατί αν βρέξει θα γκρεμιστεί κι αυτό το χάρτινο σπίτι, που έφτιαξαν για να κρυφτούν.
Δεν είναι παρά ένα χάρτινο σπίτι που τόσο εύκολα μπορεί να πέσει.
Γι’ αυτούς, όμως, είναι το μοναδικό σπίτι.
Ένα μικρό καταφύγιο που προσφέρει λίγες στιγμές ιδιωτικότητας και μια τόση δα ψευδαίσθηση θαλπωρής.
Μην παρακαλάς να βρέξει, επειδή εσένα σου αρέσει η βροχή.
Είναι δύσκολο να καταλάβεις πώς μερικές σταγόνες μπορούν να γίνουν φοβερές.
Γιατί εσένα δεν σε βλάπτουν μονάχα σε χαϊδεύουν.
Και σ’ αρέσουν τα χάδια, γιατί μεγάλωσες μ’ αυτά.
Εκεί έξω κάνει παγωνιά μα τα χάδια δε φτάνουνε για όλους.
Τότε το κρύο είναι πιο τσουχτερό και οι σταγόνες άγριες.
Και το χάρτινο σπίτι αρχίζει να διαλύεται.
Κι αν φυσήξει πιο δυνατά θα χαθεί η ελπίδα.
Αν δεν χαθεί ίσως αύριο να χει ήλιο.
Στο τέλος πάντα βγαίνει ο ήλιος.
Ίσως να ξημερώσει εκείνη η ημέρα που κάποιοι τολμούν να ονειρευτούν.
Για κάποιους θα ξημερώσει.
Κάποιοι άλλοι, όμως, μπορεί να μην αντέξουν.
Ίσως πια να μη μου αρέσει τόσο, όταν βρέχει.