Λατρεύω τα βιβλία που μόνο από τον τίτλο τους με εξιτάρουν στο να τα διαβάσω, ώστε να καταλάβω τον λόγο που ο συγγραφέας αποδίδει τον εκάστοτε  εκκεντρικό τίτλο.

Όμως στο “εκατό χρόνια μοναξιά” δεν έγινε έτσι. Είχα φανταστεί πάνω κάτω τι πρόκειται να διαβάσω αλλά αυτό δεν με αποθάρρυνε ούτε λεπτό.. Το αγάπησα αμέσως!

Θα μπορούσα να πω, ακόμη, κάλλιστα ότι αποτελεί και μια must επιλογή για όσους αναζητούν μια εγγυημένη λογοτεχνική απόλαυση που θα τους ταξιδέψει σε μια άλλη εποχή και μια άλλη ήπειρο, αυτή της Λατινικής Αμερικής!

Αρκετά συνεπής στο περιγραφικό στυλ που μας έχει συνηθίσει, ο Κολομβιανός μυθιστοριογράφος Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες αποτυπώνει ρεαλιστικά  σε αυτό το πολυσέλιδο “ψηφιδωτό” της μοναξιάς   το χρονικό της ζωής στην Κολομβία στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Αξίζει, βέβαια, να αναφέρουμε πως το λογοτεχνικό είδος του “μαγικού ρεαλισμού” κάνει αισθητή την παρουσία του στο εν λόγω βιβλίο με τον Μάρκες να θεωρείται ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του είδους.

Από την αρχή κιόλας θα παρατηρήσεις πως πραγματικότητα και φαντασία διαπλέκονται τόσο επιδέξια ώστε φτάνεις σε σημείο να θεωρείς κοινή και συνηθισμένη κάθε αλλόκοτη ιστορία και κάθε παράταιρη ανθρώπινη φιγούρα του βιβλίου.

  • Όμως Τι πραγματεύεται το “Εκατό Χρόνια Μοναξιά” και Ποιους καταδικάζει;;

Mε επίκεντρο το φανταστικό χωριό Μακόντο και την θρυλική οικογένεια του Μπουενδία, που παραμένει αγέρωχη με τα χρόνια και υπομένει τα βάσανα της ζωής, ο εν λόγω λογοτέχνης ξετυλίγει με εξαιρετικές λεπτομέρειες και αρκετές περιγραφές το κουβάρι του μυαλού του και αποτυπώνει στο χαρτί  τις αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια κοντά στους παππούδες του.

Τα “εκατό χρόνια μοναξιά” αποτελούν ένα κράμα αλήθειας και φαντασίας  στο σύνολο τους που αποπνέουν στον αναγνώστη μια νοσταλγική αύρα και μια μελαγχολική αίσθηση μέσα από την περιγραφή των δεινών της οικογένειας από τη μία, ενώ από την άλλη, δεν παύουν να τον εκπλήσσουν με την δύναμη ψυχής του κάθε μέλους αυτής της οικογένειας.

Η μοναξιά αν και δεσπόζει σε όλα αυτά τα χρόνια  δεν σταματά ποτέ να στερεί την ελπίδα από το σπίτι των Μπουενδία, το οποίο ακόμα και στις πιο άθλιες συνθήκες, συνεχίζει ακάθεκτο τη πορεία του προς αυτά τα άκρως δελεαστικά αν και δύσβατα 100 χρόνια μοναξιά.

Ενώ από την πρώτη στιγμή καταλαβαίνεις πως ο πόλεμος και οι αιματηρές μάχες και εκτελέσεις κατέχουν κεντρική θέση στην ιστορία των Μπουενδία, με τον θάνατο να βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο, από το βιβλίο δεν λείπει ούτε στιγμή ο έρωτας στην εξιδανικευμένη μορφή του. Και πως θα μπορούσε άλλωστε..;;

Με την οικογένεια να διαιωνίζεται συνεχώς, και τους προγόνους  των Μπουενδία να ζουν για να βλέπουν τους απογόνους τους και ούτω καθεξής, φτάνουμε σε σημείο  να γνωρίσουμε τις επτά  διαδοχικές γενιές της οικογένειας  οι οποίες με αδάμαστο πάθος, διαχυτικές περιπτύξεις ερωτοτροπούν μεταξύ τους αδιαφορώντας φυσικά για τα δίχτυα της αιμομιξίας στα οποία έχουν πέσει.

Ηθική Παρακμή, Μιζέρια, Ψυχολογικές Μεταπτώσεις, Κοινωνική – Πολιτική Ασυδοσία, Οικογενειακή Ανισορροπία και Σχέσεις Εξουσίας και Υποταγής θεωρώ πως είναι μερικά σημεία που ηχούν ως λέξεις -κλειδιά για αυτόν τον ατελείωτο αιώνα σταδιακής εισχώρησης σε έναν κόσμο τόσο ενδοσκοπικό για όλους όσο και μοναχικό για τον καθένα ξεχωριστά.

Όλα αυτά ο Λατινοαμερικάνος συγγραφέας τα συνθέτει άψογα και αρκετά επιδέξια μέσα στην αφήγηση του από την οποία δεν θα μπορούσαν να λείπουν και οι  λιτοί και σύντομοι διάλογοι που παρεμβάλλονται ανάμεσα στη μεθυστική εξιστόρηση  προκειμένου να δώσουν μια παροντική αίσθηση στην όλη ιστορία.

Ο Μάρκες μιλάει και καταπιάνεται με απλά και καθημερινά θέματα χωρίς όμως αυτά να χάνουν ούτε λεπτό τη σημασία και τη σπουδαιότητα τους, ανάγοντας τα σε καθολικούς και διαχρονικούς προβληματισμούς για τον καθένα μας Ψυχογραφεί τους ήρωες του, τους δίνει σάρκα και οστά μεταμορφώνοντας τους σε επαναστατικές φιγούρες και ανθεκτικές στο χρόνο και στα βάσανα προσωπικότητες.

Η γλώσσα  έντονα ρεαλιστική με μυθολογικά στοιχεία και φαντασιακές παραλλαγές, δείχνει να είναι απαράμιλλη με εκείνη ενός Χέμινγουεϊ,  καθώς καταφέρνει να περιγράψει αυτή την εμπειρία καταπίεσης, εσωτερικής και εξωτερικής και βοηθά να τελεσιδικήσει ανέλπιδα και αποφασιστικά αυτός ο βαρύς φόρος αίματος στο τέλος.

Σίγουρα μάχεται να κρατήσει το ενδιαφέρον μας αμείωτο και αυτό φαίνεται επίσης και από την τόσο καλά μελετημένη τοποθέτηση των λέξεων του πάνω στο χαρτί, οι οποίες μεταφορικές κατά πλειονότητα μαζεμένες όλες μαζί δίπλα δίπλα συνθέτουν τη πεμπτουσία της λογοτεχνικής ιδιοφυΐας.

Ιδού, λοιπόν, κάποια αντιπροσωπευτικά σημεία που αναδεικνύουν την μεταφορική και λυρική χροιά της γραφής του:

 

«Η καρδιά της, γεμάτη από μαζεμένες στάχτες, που είχε αντέξει στα πιο δυνατά χτυπήματα της καθημερινής πραγματικότητας, κομματιάστηκε στην πρώτη επίθεση της νοσταλγίας».

“Έσκαψε τόσο βαθιά στα αισθήματα του και αναζητώντας το συμφέρον, συνάντησε τον έρωτα, γιατί προσπαθώντας να την κάνει να τον αγαπήσει, κατέληξε να την αγαπήσει αυτός.”

“Είχε φύγει μακριά της, προσπαθώντας να τη βγάλει από το μυαλό του, όχι μόνο με την απόσταση, αλλά και με μια απερίσκεπτη ορμή, που οι σύντροφοι του έπαιρναν για τόλμη. Αλλά όσο περισσότερο βούταγε την εικόνα της στη λάσπη του πολέμου τόσο περισσότερο ο πόλεμος έμοιαζε με την Αμαράντα. Έτσι, είχε βασανιστεί στην εξορία, ψάχνοντας να βρει τρόπο να τη σκοτώσει με τον ίδιο το θάνατο του”

“Το μυστικό για τα καλά γηρατειά δεν ήταν τίποτε άλλο από μια τίμια συμφωνία με τη μοναξιά.”

 

Σχόλια