Ο Τελόνιους Μονκ υπήρξε ασταμάτητος, ασυμβίβαστος και μεγαλοφυής στη σύνθεση της τζαζ μουσικής.

Τον Οκτώβριο του 1917, κάπου στη Νότια Καρολίνα, γεννήθηκε ένας ασυμβίβαστος και «παράξενος» καλιτέχνης που έμελλε να αναδειχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους πιανίστες και συνθέτες  της τζαζ μουσικής. Ήταν ο Τελόνιους Μονκ ή αλλιώς Thelonious Sphere Monk, αυτοδίδακτος πιανίστας που ξεκίνησε να παίζει πιάνο σε ηλικίας μόλις 5 ετών.

Ο Τελόνιους Μονκ βρισκόταν για χρόνια στο περιθώριο, με το ταλέντο του να μη λαμβάνει οποιοδήποτε αναγνώριση. Ο εκκεντρικός και ασυμβίβαστος χαρακτήρας του δε συμβάδιζε με τα δεδομένα της εποχής, ενώ τα αποτελέσματα των προσωπικών του επιλογών ήταν αναμενόμενα.

Οι μέχρι τότε κατηγορίες της τζαζ δεν μπορούσαν να εντάξουν στο πλαίσιό τους τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των συνθέσεων του Μονκ και λόγω αυτού πολλοί κριτικοί κατέκριναν τη μουσική και το ιδιαίτερο στυλ του. Παράλληλα, οι ασυμβίβαστες επιλογές στην προσωπική του ζωή τον έσπρωξαν έντονα στο περιθώριο. Το 1951 ο Μονκ αρνήθηκε να καταθέσει εναντίον του πιανίστα φίλου του Μπαντ Πάουελ, όταν η αστυνομία ανακάλυψε ναρκωτικά στο κοινής χρήσης αυτοκίνητό τους.

Ως συνέπεια για τη στάση του αυτή, του αφαιρέθηκε η άδεια να παίζει πιάνο σε μέρη που γινόταν κατανάλωση αλκοόλ. Έτσι, για 6 χρόνια ο Τελόνιους Μονκ έμεινε απών από τα τζαζ κλαμπ εμμένοντας παράλληλα στην άποψή του ότι «Η τζαζ είναι ελευθερία»!

Παρά τις αντιξοότητες που βρέθηκαν στον δρόμο του, ο Μονκ δεν σταμάτησε να συνθέτει. Το μοναδικό του ταλέντο στον αυτοσχεδιασμό τον έφερε στα πρώτα παγκοσμίως αναγνωρισμένα ονόματα της τζαζ. Κάποιοι τον χαρακτηρίζουν και ως εφευρέτη του μπιμπόπ (αυτοσχεδιασμό στην τζαζ όπου οι τραγουδιστές μιμούνται τον ήχο των οργάνων), ενώ αυτό που γίνεται παραδεκτό από το μεγαλύτερο, αν όχι όλο, κοινό της τζαζ είναι η αρμονία των συνθέσεών του.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’40, ο Μονκ έπαιζε στο Μίντον’ς Πλέιχαουζ, ένα βραδινό κλαμπ του Μανχάταν. Οι εμφανίσεις του αυτές αποτέλεσαν σταθμό στη μουσική του πορεία, τον καθιέρωσαν ως μουσικό και τελειοποίησαν την τέχνη του. Ήρθε σε επαφή με προσωπικότητες της τζαζ όπως οι Ντίζι Γκιλέσπι, Τσάρλι Κρίστιαν, Κένυ Κλαρκ, Τσάρλι Πάρκερ και Μάιλς Ντέιβις.

Οι συνθέσεις του ήταν τόσο πολύπλοκες που προβλημάτιζαν συχνά τους μουσικούς με τους οποίους συνεργαζόταν, ενώ ακόμα και ο τρόπος που έπαιζε πιάνο ο Μονκ ήταν διαφορετικός, καθώς έπαιζε σχεδόν χωρίς να λυγίζει τα δάχτυλά του, όπως φαίνεται στο σόλο του “Don’t Blame Me”.

Το 1948 υπέγραψε στη φημισμένη Blue Note Records και έκτοτε η καριέρα του δεν συνάντησε όρια, ενώ η αναγνώριση του Μονκ ως πιανίστα και συνθέτη επισφραγίστηκε το 1957, όταν η εταιρεία Riverside κυκλοφόρησε το άλμπουμ του Brilliant Corners.

Προσωπικά θέματα αλλά και προβλήματα του οικογενειακού και φιλικού του περιβάλλοντος έκαναν τον Μονκ να αποσυρθεί από από την τζαζ την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Τον Φεβρουάριο του 1982 ο Τελόνιους Μονκ έφυγε από τη ζωή από εγκεφαλικό.

Ο Τελόνιους Μονκ αποτέλεσε έναν από τους 5 μουσικούς της τζαζ που έγινε εξώφυλλο στο περιοδικό Time. Ο εκκεντρικός χαρακτήρας του, το περίτεχνο παίξιμο του και οι μοναδικές αυτοσχέδιες δημιουργίες του τον καθιέρωσαν ως έναν από τους γίγαντες της τζαζ.Το 2006 του δόθηκε βραβείο Πούλιτζερ για το έργο του το οποίο, όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά, «άφησε ένα σημαντικό και διαρκή αντίκτυπο στην εξέλιξη της τζαζ».


Best solo: “Round Midnight”

*Αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την ομώνυμη ταινία

Σχόλια