Νέα μουσική των Arctic Monkeys που χωρίζει τους οπαδούς στα δύο. Η ιστορία επαναλαμβάνεται για πολλοστή φορά.
Η αλήθεια είναι πως το fanbase των Arctic Monkeys δεν είναι η πρώτη περίπτωση πόλωσης οπαδών στο μουσικό στερέωμα. Με λίγο ψάξιμο μπορεί να βρει κανείς άπειρα παραδείγματα καλλιτεχνών, των οποίων οι δουλειές δίχασαν κοινό, κριτικούς και τυχαίους μουσικόφιλους. Ωστόσο η αναταραχή που προκάλεσε η κυκλοφορία του τελευταίου δίσκου της μπάντας από το Σέφιλντ φέρνει ξανά στην επιφάνεια ερωτήματα τύπου, ποιος έχει λόγο στη δουλειά κάθε καλλιτέχνη, πόσο μετράει τελικά η γνώμη των fan, τι είναι και τι δεν είναι εξέλιξη και πόσο έτοιμο ή δεκτικό είναι το κοινό σε μία φαινομενικά μεγάλη αλλαγή ύφους της εκάστοτε μπάντας/τραγουδιστή ή ό,τι άλλο.
Το Tranquility Base Hotel & Casino (που από δω και πέρα θα το λέμε TBHC) ξαφνιάζει, δικαιολογημένα, μακροχρόνιους ακόλουθους και οπαδούς της μπάντας. Η απουσία νεύρου, η χλιαρή κορύφωση του δίσκου, η έλλειψη κάποιου ισχυρού “ραδιοφωνικού” single και κυρίως η απομάκρυνση από χαρακτηριστικό τους στιλ, είναι μερικοί μόνο λόγοι που εξοργίζουν τους φίλους των Arctic Monkeys, που με οπλισμένα σαγόνια και πληκτρολόγια παραπονιούνται ακατάπαυστα σε συζητήσεις και ιντερνετικά μέσα.
Στον αντίποδα βέβαια βρίσκουμε και fans ενθουσιασμένους με τη νέα κυκλοφορία οι οποίοι δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν χαρακτηρισμούς όπως “πρωτοπόρο”, “ώριμο”, “όμορφα διαφορετικό” μέχρι και “ιδιοφυές”. Μία γρήγορη βόλτα από το Metacritic φανερώνει το μέγεθος της διάστασης των απόψεων, καθώς το THBC είναι το τρίτο πιο πολυσυζητημένο album του 2018, μόλις στη πρώτη βδομάδα κυκλοφορίας του.
Με τις αντιδράσεις λοιπόν να αποπροσανατολίζουν από το κύριο θέμα που είναι η μουσική, γινόμαστε μάρτυρες εξαιρετικών σχολιασμών και αντιπαραθέσεων, πολλές φορές γηπεδικής αισθητικής και λογικής, κενών περιεχομένου και ξεχειλισμένων από βωμολοχίες. Είτε στο στόχαστρο βρίσκεται η ίδια η μπάντα, είτε ο έτερος σχολιαστής με την αρνητική ή θετική άποψη, η κατάληξη της αντιπαράθεσης είναι τις περισσότερες φορές εκρηκτική.
Πριν όμως ανοίξουμε τα λεξικά για να εμπλουτίσουμε το υβρεολόγιο μας. ας σταθούμε λίγο στην ουσία. Η επαφή μας με τη μουσική γίνεται ως επί το πλείστον μέσω αντικειμένων απτών και μη. Είτε διαθέτουμε ένα CD, ένα βινύλιο, μία κασέτα ή ένα ψηφιακό αρχείο, αρκεί μόνο μία κίνηση για να ακούσουμε το αγαπημένο μας τραγούδι. Ειδικότερα στην εποχή που το streaming είναι μία από τις πιο διαδεδομένες μεθόδους ακρόασης, η απόσταση ακροατή-καλλιτέχνη αυξάνεται με εκθετικούς ρυθμούς. Το ότι ταυτίζουμε μία μπάντα ή ένα τραγουδιστή με ένα αντικείμενο που θα παραμείνει ίδιο όσος χρόνος και αν περάσει (δεν αναφέρομαι στη φυσική φθορά προφανώς) δε σημαίνει πως και ο ίδιος θα μείνει ανεπηρέαστος στο πέρασμα του χρόνου.
Οι άνθρωποι μεγαλώνουν, ωριμάζουν, αντιμετωπίζουν καταστάσεις, κάνουν λάθη, μαθαίνουν, ξεχνάνε. Είναι δυναμικές υπάρξεις εξοπλισμένες με μία έμφυτη αστάθεια. Η λογική και η σκέψη ενός ανθρώπου είναι τελείως διαφορετική στα 20 στα 30 στα 40 κλπ. Σκεφτείτε λίγο τον εαυτό σας πριν μερικά χρόνια. Πόσα πράγματα από αυτά που μπορεί να νομίζατε πως δε θα κάνατε ποτέ έγιναν πράξη; Πόσο έχουν αλλάξει τη νοοτροπία σας και τα λεγόμενα σας οι εμπειρίες σας;
Αν και τα παραπάνω ακούγονται εντελώς φυσιολογικά όταν μιλάμε για έναν απλό άνθρωπο, η γνώμη μας διαφοροποιείται πολύ εύκολα εάν αυτός τυχαίνει να κρατάει ένα μικρόφωνο. Οι αλλαγές στη προσωπικότητα, πολλές φορές καθρεφτίζονται στο έργο του κάθε καλλιτέχνη. Και εκεί ακριβώς αρχίζουν οι αντιδράσεις. “Άλλαξε και χάλασε”, “Τα παλιά ήταν καλύτερα”, “Πήραν τα μυαλά του αέρα”, “Καβάλησε το καλάμι”, “Πρόδωσε τις ρίζες του” και άλλα τέτοια όμορφα σχόλια είναι έτοιμα να ξεπροβάλουν ως “επιχειρήματα” στην ολέθρια περίπτωση που κάποιος μουσικός τολμήσει να πειραματιστεί ελαφρώς. Πόσο όμως ανταποκρίνονται όλα αυτά τα σχόλια στη πραγματικότητα;
Ο χρόνος όπως είπαμε παίζει σημαντικό ρόλο στην εξελικτική πορεία ενός καλλιτέχνη. Με μία πρόχειρη εκτίμηση μπορώ να πω πως ένα τυπικό διάστημα μεταξύ δύο μεγάλων κυκλοφοριών είναι 2 με 3 χρόνια. Κανείς δε μπορεί να περιμένει πως σε αυτό το χρονικό περιθώριο ένας ή παραπάνω άνθρωποι θα κλειστούν σε ένα studio για να γράψουν ακριβώς τα ίδια πράγματα ανεξάρτητα της επιτυχίας που μπορεί να γνωρίσανε. Οι επαναλήψεις δεν αρέσουν σε κανέναν και πόσο μάλλον στην ιστορία. Κι αυτό γιατί όταν περάσουν μερικά χρόνια και ακούσει κανείς 3 “καρμπόν” album κάποιου σχήματος δε πρόκειται να τα εκτιμήσει πόσο μάλλον να τα ξεχωρίσει μεταξύ τους.
Από την άλλη μεριά υπάρχει το θέμα του σεβασμού του καλλιτέχνη προς τον κόσμο. Μία προχειροδουλειά ή μία αρπαχτή πλασαρισμένη σαν “εξέλιξη” είναι μία κίνηση που μπορεί να ξενερώσει ακόμα και τους πιο διαλλακτικούς οπαδούς. “Θα πρέπει να προηγείται η ιδέα, της εφεύρεσης/όχι το αντίθετο, με πιάνετε” είχε πει ο Φορτσάτος κάπου μέσα στο Βάπτισμα Πυρός και περιγράφει ακριβώς αυτό που θέλω να πω. Ο κόσμος δεν είναι χαζός. Μπορεί να ένα μέρος του να είναι κολλημένο αλλά σίγουρα δεν είναι χαζός.
Τα όρια ανάμεσα στη πρωτοπορία και τη βλακεία είναι εντυπωσιακά θολά. Ζωντανή απόδειξη ο Kanye West, αφού έχει καταφέρει να κερδίσει επάξια και τους δύο χαρακτηρισμούς. Η αλήθεια είναι πως όταν έχεις ένα ακροατήριο δε μπορείς να κάνεις ότι σου κατέβει στο κεφάλι. Μιας και απευθύνεσαι σε κόσμο πρέπει να κοιτάξεις να πλασάρεις τις ριζοσπαστικές σου ιδέες, τα ρίσκα και τη φιλοσοφία της μουσικής σου με συγκεκριμένο τρόπο, έτσι ώστε να γεφυρώσεις το εξ’ ορισμού υπαρκτό χάσμα.
Σίγουρα ποτέ δε θα μπορούν να είναι όλοι ικανοποιημένοι, αλλά εδώ εισέρχεται ο αστάθμητος παράγοντας του προσωπικού γούστου. Εδώ κλασσικοί δίσκοι έχουν επικριτές, πόσο μάλλον οι νέες κυκλοφορίες. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν υπάρχουν αντικειμενικά κακές και αντικειμενικά καλές δουλειές. Ως κοινό θα πρέπει να αναγνωρίζουμε την αξία ορισμένων πραγμάτων ακόμα κι αν αυτά δεν μας κάθονται καλά στο αυτί. Διαφορετικά δεν έχουμε πολλές διαφορές από οργισμένα παιδάκια που γκρινιάζουν για μία πορτοκαλάδα ακόμη.
Στην τεράστια ιστορία τις μουσικής έχουν γίνει αρπαχτές και ξεπουλήματα, πρωτοποριακές κινήσεις και αλλαγές που γέννησαν καινούρια είδη. Πριν κράξουμε τον αγαπημένο μας μουσικό ή μπάντας πως “χάλασε” ας πάρουμε μία βαθιά ανάσα και ας σκεφτούμε λίγο. Ίσως τελικά με τη δεύτερη ακρόαση να μας αρέσει παραπάνω. Ή ίσως και όχι. Δε λέω πως είναι όλα τέλεια…
ΚΑΙ ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ΠΩΣ ΤΟ TBHC ΕΙΝΑΙ ΔΙΣΚΑΡΑ. ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ FAN ΤΩΝ MONKEYS.