Με αφορμή την επέτειο της γέννησής του Σαρλ Μπωντλαίρ, συγκεντρώσαμε 5 ποιήματα αντιπροσωπευτικά της ποίησής του.
Γεννημένος σαν σήμερα το 1821, ο Μπωντλαίρ είναι μια από τις πιο νοσηρές ποιητικές προσωπικότητες. Εντάσσεται στη κίνηση της αισθητικής καθαρότητας των τελών του 19ου αι., τον αισθητισμό.
Μαχητής του δόγματος “η τέχνη υπέρ της τέχνης” ( l’art pour l’art), θίγει θέματα όπως η ανία, η ματαιότητα, η νοσηρότητα και η εμπειρία της στιγμής.
Συνδέεται και με το κίνημα του συμβολισμού, τον κύκλο του Mallarmé, Valéry, Rimdaud. Ως προς τη ρητορική του εντοπίζει κανείς έντονη επιθετικότητα απέναντι στα ήθη των αστών, στοιχείο που αγάπησαν και δανείστηκαν οι ιστορικές πρωτοπορίες του 20ου αι.
Εκδίδει δύο σημαντικές ποιητικές συλλογές, τη μια στα 1857 “θερίζοντας” την εμπειρία της μεγαλούπολης και δημιουργώντας την ανθοδέσμη που ονομάζεται Άνθη του Κακού (Les Fleurs du mal).
Συνεχίζοντας με βασικό θέμα το fin de siècle (τέλος του κόσμου, κυρίως του δυτικού πολιτισμού και της βάσης του, της καρτεσιανής λογικής) στα 1869 εκδίδει τα poems en prose, ποίηση σε πεζό, με τον τίτλο Η μελαγχολία του Παρισιού (Le Spleen de Paris).
Επηρεάζει πολλούς σύγχρονους και μεταγενέστερους ομότεχνούς του (διακειμενικές σχέσεις μαζί του εντοπίζονται και στους δικούς μας Κ. Π. Καβάφη και Κ. Γ. Καρυωτάκη), εκφράζοντας κατά πολύ τη ψυχοσύνθεση του σύγχρονου με αυτόν αλλά και του μεταπολεμικού ανθρώπου. Για αυτό μπορεί να διαβαστεί μέχρι και σήμερα! Ακολουθούν πέντε ποιήματα αντιπροσωπευτικά για να γνωρίσει κανείς τον Μποντλέρ.
Αν κάποτε στα σκαλιά ενός παλατιού, στο πράσινο γρασίδι
μιας τάφρου, στη μουντή μοναξιά του δωματίου σου,
ξυπνήσεις ξεμέθυστος πια, ρώτα τον άνεμο, ρώτα το κύμα,
το πουλί, το ρολόι, κάθε τι που φεύγει,
κάθε τι που στενάζει, κάθε τι που κυλάει, που τραγουδάει,
που μιλάει· ρώτα τί ώρα είναι;
Κι ο άνεμος, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,
θα σου απαντήσουν: Είναι η ώρα της μέθης!
Για να γίνεις ο μαρτυρικός σκλάβος του χρόνου,
μέθα· μέθα αδιάκοπα!
Αλλά με τι; Με ρακή, με κρασί, με ποίηση, με αρετή…
-Με ό,τι θέλεις, αλλά μέθα!…
Πολλές φορές οι ναυτικοί, την ώρα να περνάνε,
πιάνουν τους άλμπατρους -πουλιά της θάλασσας τρανά-
που ράθυμα, σα σύντροφοι του ταξιδιού, ακολουθάνε
το πλοίο που μες στα βάραθρα γλυστράει, τα πικρά.
Μα μόλις σκλαβωμένα κει στη κουπαστή τα δέσουν,
οι βασιλιάδες τ᾿ ουρανού, σκυφτοί κι άχαροι πια,
τ᾿ άσπρα μεγάλα τους φτερά τ᾿ αφήνουνε να πέσουν,
και στα πλευρά τους θλιβερά να σέρνουνται κουπιά.
Αυτοί που ῾ν᾿ τόσον όμορφοι, τα σύννεφα σα σκίζουν,
πως είναι τώρα κωμικοί κι άσκημοι και δειλοί!
Άλλοι με πίπες αναφτές τα ράμφη τους κεντρίζουν,
κι άλλοι, για να τους μιμηθούν, πηδάνε σα κουτσοί.
Μ᾿ αυτούς τους νεφοπρίγκηπες κι ο Ποιητής πως μοιάζει!
δε σκιάζεται τις σαϊτιές, τις θύελλες αψηφά·
μα ξένος μες στον κόσμο αυτό που γύρω του χουγιάζει,
σκοντάφτει απ᾿ τα γιγάντιά του φτερά σα περπατά.
(εντοπίζει κανείς τη διττότητα που αγαπά ο Baudelaire, πτώση και πτήση, καθώς δίνει διάρκεια στο παρόν μέσω της τέχνης).
Είμαι σαν ένας βασιλιάς σε βροχερό ένα μέρος,
πλούσιος μα χωρίς δύναμη, νιός κι όμως πολύ γέρος,
που στους σοφούς του αδιάφορος που σκύφτουνε μπροστά του,
πλήττει με τα γεράκια του, τ᾿ άλογα, τα σκυλιά του.
Κυνήγι, ζώα, τίποτα πια αυτόν δεν τον φαιδρύνει,
ούτε ο λαός του που μπροστά στ᾿ ανάκτορα του φθίνει.
Μα και τ᾿ αστεία που ο τρελός παλιάτσος κάνει εμπρός του,
δε διώχνουν τη βαρυθυμιά τ᾿ άκαρδου αυτού αρρώστου·
τάφο τη κλίνη του θαρρεί , που ῾χει κρινένιαν άρμα
κι οι αυλικές που βασιλιά σαν δουν τον βρίσκουν χάρμα,
δεν ξέρουν πια με τι άσεμνες στολές να φιγουράρουν,
ίσως απ᾿ το κουφάρι αυτό, χαμόγελο ένα πάρουν.
Κι ο αλχημιστής όπου μπορεί χρυσάφι να του κάνει,
δε μπόρεσε από μέσα του το μαρασμό να βγάνει,
κι ούτε μες στα αιμάτινα ρωμαϊκά λουτρά,
που τα θυμούνται οι άρχοντες πάνω στα γηρατειά,
δε μπόρεσε το πτώμα αυτό το ηλίθιο ν᾿ αναστήσει,
που αντίς για αίμα μέσα του, της Λήθης τρέχει η βρύση.
Θυμάσαι φως μου, εκείνο που αντικρίσαμε
κάποιο καλοκαιριάτικο πρωί τόσο γλυκό;
Σ’ ενός μονοπατιού το στρίψιμο κειτότανε
ένα ψοφίμι στα χαλίκια φριχτό!
Με πόδια σηκωμένα σαν γυναίκα ακόλαστη,
που φλόγα και φαρμάκια ο ίδρως της ξερνά,
άνοιγε την κοιλιά του την δυσώδικη,
νωχελικά και κυνικά εκεί δα!
Ο ήλιος πάνω στη σαπίλα αυτή αχτιδόλαμπε
για να την ψήσει όσο μπορούσε πιο πολύ,
να ξαναδώσει στη μεγάλη φύση τρίδιπλα,
ό,τι είχε μια φορά συνθέσει αυτή.
[…]
Κι όμως θα γίνεις σαν και το ψοφίμι αυτό το απαίσιο,
σαν τη σαπίλα τούτη τη φριχτή,
αστέρι των ματιών μου κι ήλιε, εσύ, της πλάσης μου,
εσύ άγγελέ μου, αγάπη μου τρελή.
(περίεργο ποίημα, ανοίκειο αλλά αυτός είναι ο Baudelaire. Ενώ όλα στην αρχή φαίνονται φυσιολογικά, στη συνέχεια αναδύεται ένα γκροτέσκο στοιχείο, μια παραφροσύνη και ειρωνεία).
Τι έχεις, Μούσα μου φτωχή, σήμερα δε μου λες;
Φάσματα νύχτια τ’ αμαυρά τα μάτια σου κοιτάνε,
και βλέπω από την όψη σου μια-μια ν’ αντιπερνάνε
τρέλα και φρίκη, σκοτεινές, κρύες και σιωπηλές.
Τάχα το ρόδινο στοιχειό κ’ οι πρασινοξωθιές,
το φόβο και τον έρωτα στα στήθια σου σκορπάνε;
Τάχα ο βραχνάς με τη σκληρή, βαρειά γροθιά του νά ’ναι
που σ’ έπνιξε σε μυστικές βαθιά βαλτονεριές;
Θε νά ’θελα, ξεχύνοντας υγείας ευωδιά,
αιώνια σκέψεις δυνατές τα στήθια σου να κλείνουν,
και το αίμα σου, χριστιανικό, νά ’τρεχε ρυθμικά,
σαν ήχος πλούσιος συλλαβών αρχαίων που τις λαμπρύνουν
βασιλικά με τη σειρά, του τραγουδιού ο αφέντης
ο Φοίβος, κι ο μεγάλος Παν, των τρύγων ο λεβέντης.
(η τέχνη υπέρ της τέχνης και εδώ το ποιητικό υποκείμενο προσπαθεί να φροντίσει τη Μούσα της ποίησης, καθώς αποτελεί τον αποδιοπομπαίο τράγο σε μια εποχή έκρηξης της επιστήμης).
Περισσότερα ποιήματα για όποιον θέλει να ασχοληθεί στο βιβλίο Σαρλ Μπωντλαίρ, ”Άνθη του Κακού”, Αθήνα, εκδ. Χρυσή Δάφνη [μτφρ. Ν. Σημηριώτης].