Ένα σκληρό διήγημα εμπνευσμένο από τη φράση «Η βία γεννάει βία».
Η τύχη, όχι το συναίσθημα σου, ούτε κι η διαίσθηση σου αν έχεις, ή ίσως είχες κάποτε, ούτε η κρίση σου. Μόνο η μοίρα, εκείνη η γριά, η ξεδοντιάρα, με τις λευκές ίριδες και τα σάπια δόντια που κρέμονται εφιαλτικά από ένα στόμα που ζέχνει θάνατο, με το μπαστούνι μεσ’ το αίμα βουτηγμένο που κραδαίνει με μίσος στον αέρα, είναι αυτή που θα διαλέξει για σένα.
Είναι αυτή που θα καθορίσει τώρα, όπως και τότε, όπως και πάντα τη ζωή σου. . . Όπως και τότε, θυμάσαι; Τότε που τον έλεγες μπα, μπαμπά κι αργότερα πατέρα. Τότε που εκείνη βούλωνε τα αυτιά της κι εθελοτυφλούσε. Τότε που σώπαινε. Τότε που δείλιαζε να δει κατάματα την αλήθεια. Τότε που δεν είχε τη δύναμη να σηκώσει το χέρι και να σ’ αρπάξει από τη μέγκενη που δημιουργούσαν γύρω σου τα δικά του. Δικαιολογίες. Αν ήθελε μπορούσε. Όλοι μπορούν όταν το θέλουν. Έτσι πίστευες τότε. Μα εκείνη δεν ήθελε και τώρα ξέρεις την αλήθεια. Τη δική σου την αλήθεια. Άφηνε βορά το άσπιλο σώμα σου, την παρθένα σου τότε σάρκα σε χέρια τεράστια, χοντρά με δάχτυλα που θύμιζαν πλοκάμια και νύχια βρώμικα. Νύχια λερωμένα από λάσπη, ξεραμένο αίμα και διαστροφή.
Σπουδαία μητέρα, σκέφτεσαι και γελάς. Γελάς και βήχεις. Πνίγεσαι. Βήχεις, βήχεις και το γέρικο πρόσωπο σου κοκκινίζει. Την μίσησες τότε. Την μισείς και τώρα, και για πάντα, ίσως και από πάντα. Τη μισείς τη σκύλα. Τη μισείς την παλιο***τάνα με όλο σου το είναι. Κι όσο ζεις θα τη μισείς. Ναι, η μάνα σου ήταν, είναι και θα ‘ναι για σένα μία ***τάνα. Σκληρή η αποδοχή το ξέρεις, από τότε ίσως το ήξερες κι ας υπήρξαν στιγμές ύστερα που το αρνήθηκες στον εαυτό σου. Από κείνα τα βράδια, τα από εφιάλτες καμωμένα, που τα δάκτυλα του πατέρα γάζωναν την τρύπα σου, προετοιμάζοντάς τη για το πουλί του. Κι ύστερα ο κώλος σου μάτωνε και πονούσε για μέρες. Ποτέ δε φώναξες, ποτέ δεν ούρλιαζες κι ας πονούσες. Πάντα οι κραυγές σου σκάλωναν στο λαιμό σου. Όχι από φόβο, τουλάχιστον για ‘κείνον, μα από περηφάνια. Δεν ήθελες τη λύπηση κανενός. Ούτε και τη δική της.
Μονό τα μάτια σου. Εκείνα τα στρογγυλά γαλάζια μάτια σου σε πρόδιδαν. Διψούσαν για αγάπη, μα τελικά έσβησαν τη δίψα τους με μίσος και σκοτάδι. Από κείνα τα βράδια, τα αψιά, που βρωμούσαν ιδρώτα και σπέρμα. Τα βράδια που η μητέρα στέκονταν βουβή στην κάσα της πόρτας και περίμενε. Καρτερούσε τον πατέρα να τελειώσει. Τα βράδια που σκάλωνε το βλέμμα σου επάνω της και την εκλιπαρούσε.
Μάταια.
Το βλέμμα της απάνθρωπα σκοτεινό, ακτινοβολούσε αδιαφορία. Δάγκωνες τότε τα χείλη! Τα δόντια σου έσφιγγαν και κλείδωναν πάνω στην απαλή τους σάρκα, κι εκείνα μάτωναν. Η σκύλα. Πόσο θα ‘θελες τις στιγμές εκείνες να την σκοτώσεις τη σκύλα! Να γίνει η κάσα της πόρτας το δικό της φέρετρο. Μα πάντα δείλιαζες και τότε που ήσουν μια σταλιά, κι αργότερα που εκείνον τον ‘φάγαν τα σκουλήκια, κι εκείνη γέρασε. Δείλιαζες. Πάντα δείλιαζες. Αν το ήθελες πραγματικά μπορούσες. Είχες την ευκαιρία.
Το ήξερες όμως από παιδί πως δε θα το έκανες. Ποτέ δε θα το έκανες. Θα περίμενες πάντα… Θα περίμενες για καιρό πολύ και θα έλπιζες για μια λέξη, μια φράση ίσως, έστω κι ένα βλέμμα. Δικό της. Ναι, κάτι δικό της αποκλειστικά για σένα. Να γίνει η λέξη, η φράση, το βλέμμα ίσως, η δική σου σεισάχθεια, για να τινάξεις από πάνω σου τους εφιάλτες του παρελθόντος. Το κάτι αυτό, δεν ήρθε ποτέ. Έγινε κι αυτό τροφή για τα σκουλήκια! Και τώρα πληρώνεις, αιώνια θα πληρώνεις με τόκο τους εφιάλτες του παρελθόντος. . .
Σήμερα, αύριο και χθες, και τότε και για πάντα θα είσαι αυτός που έβλεπες. Θα είσαι αυτός που άκουγες. Θα είσαι αυτός που εκείνοι φτιάξανε για λογαριασμό δικό σου. Μια μαριονέτα ανθρώπινη δεμένη με αλυσίδες στα δικά τους βρώμικα χέρια. Το παρελθόν δεμένο άρρηκτα με το παρόν και το μέλλον σου. Βήχεις. Τα μάτια σου δακρύζουν. Το πρόσωπο σου είναι κόκκινο από τον βήχα. Σέρνεις το γέρικο βήμα σου με τις ξεφτισμένες παντόφλες σου να τρίβονται στο πάτωμα. Μπαίνεις στο δωμάτιο. Σκοτάδι παντού γύρω σου. Το δωμάτιο άδειο.
Μόνο ένα κρεβάτι στέκει παράμερα, άφαντο σχεδόν από την κάσα της πόρτας. Το βήμα σου σε πηγαίνει προς τα κει. Δεν είσαι μόνος. Το ξέρεις. Ένα χαμόγελο σχηματίζεται στα σουφρωμένα σου χείλη. Ακούς το γυμνό παιδικό κορμί να διαμαρτύρεται δεμένο επάνω στο ξέστρωτο στρώμα. Ένα αμυδρό βογκητό φτάνει στα αυτιά σου. Γελάς. Λύνεις τη ζώνη του παντελονιού σου. Ξεκουμπώνεις το κουμπί και βγάζεις το πουλί σου έξω. Γελάς δυνατά. Ανεβαίνεις στο κρεβάτι. Οι σούστες του τρίζουν. Η μυρωδιά της αγνής, παρθένας σάρκας γαργαλά τα ρουθούνια σου. Εισπνέεις βαθιά. Απόλαυση!
Κοιτάς το πουλί σου. Γουστάρεις κωλόγερε ε; Γουστάρεις; Γελάς! Πόσο θα ‘θελες να είναι εκείνοι εδώ. Ο πατέρας κι η μητέρα. Ναι, αυτό θα ήθελες τώρα. Να είναι αυτοί εδώ, δεμένοι στο κρεβάτι. Κι εσύ από πάνω τους, με το πουλί σου έξω. Να τους γαμάς. Να γαμάς όλες τους τις τρύπες, όλες τους τις κόγχες τους. Όπως έκανε κάποτε κι εκείνος σε σένα.
Η ανάσα σου βγαίνει βαριά. Ιδρώτας στάζει στο σταφιδιασμένο σου λαιμό. Το σώμα σου σταματά να πάλλεται. Το βογκητό δε φτάνει πια στα αυτιά σου. Έχει σωπάσει. Ένα υγρό ζεστό κυλά πάνω στο πεσμένο πια πουλί σου. Αίμα. Βήχεις. Η ανάσα σου βαραίνει κι άλλο. Σηκώνεις το κορμί σου απ’ το κρεβάτι. Κάνεις δυο βήματα πίσω. Φυσάς, ξεφυσάς, η ανάσα σου είναι κομμένη. Βήμα και βήχας. Βήχεις και παραπατάς προς τα πίσω. Γελάς. Βήμα και βήχας. Σε πιάνει ρόγχος. Πεθαίνεις. Ναι, ήρθε κι η δική σου η ώρα. Πεθαίνεις κωλόγερε. Ήρθε! Ήρθε η ώρα να πεθάνεις. Τι, δεν το περίμενες; Η κοιλιά σου νεκρώνει. Η ανάσα σου ανεβαίνει. Ψάχνει δίοδο διαφυγής. Γελάς. Βήχεις και παραπατάς προς τα πίσω. Έχεις φτάσει σχεδόν στην πόρτα. Δεν θα αντέξεις άλλο. Το ξέρεις. Ήρθε η ώρα να πεθάνεις κωλόγερε. Πάλι γελάς. Δεν τον περίμενες τόσο νωρίς, ε; Όχι τώρα, όχι εδώ! Θα πεθάνεις με κάμποσα λεπτά διαφορά από ‘κείνο. Το βογκητό του έχει από ώρα πάψει να ηχεί.
Οι δυνάμεις σου σε εγκαταλείπουν. Τα πόδια σου λυγίζουν. Σωριάζεσαι στο πάτωμα. Δεν θα αντέξεις, ψοφάς. Το ήξερες. Πάντα το ήξερες πως έτσι παίζεται το παιχνίδι. Μια ζαριά η ζωή, μια ζαριά κι ο θάνατος. Πρώτα εκείνοι, τώρα εσύ. Όχι δεν μπορούσες να ξεφύγεις. Δεν μπορούσες να την ξεγελάσεις και να το σκάσεις. Εκείνη διαλέγει και όχι εσύ. Να, εκείνοι! Ο πατέρας κι η μητέρα έρχονται. Σου απλώνουν το χέρι. Γελάς. . .
Επιτέλους! σκέφτεσαι.
Δεν μπορούσες να διαλέξεις εσύ. Ποτέ σου δεν μπορούσες. Θα το ‘θελες όμως. Ίσως θα γλύτωνες τον εφιάλτη. Μα τώρα δεν το ξέρεις. Μακάρι να το ‘ξερες. Δεν έμαθες αλήθεια τίποτα τόσα χρόνια; Αλήθεια τίποτα; Τίποτα. Εκείνη είναι πάνω από όλα κι από όλους. Εκείνη, η μοίρα. Εκείνη ξέρει. Εκείνη διαλέγει για σένα. Ήρθε περήφανη ξεδοντιάρα, πάνω στο πλοίο που φτιάχνουν οι σκιές και ταξιδεύει τις ψυχές μέχρι τον Άδη. Η ανάσα σου σταματά λίγο πριν βγει από το στόμα. Ο ρόγχος σου παύει. Ήρθε το τέλος. Ήρθε! Τα μάτια βουλιάζουν στις κόγχες τους. Η μύτη, τα αυτιά και το στόμα σου χάνονται. Στη θέση τους τρύπες χάσκουν. Τώρα πια αυτό είναι το πρόσωπο σου, μια μεγάλη μαύρη τρύπα. Πεθαίνεις.
Ο κύκλος … έκλεισε!