Γράψαμε κι εμείς μια χριστουγεννιάτικη ιστορία για το βιβλίο του Fably με τίτλο “Η Χριστουγεννιάτικη περιπέτεια της Μάγια!”
Το Fably διοργάνωσε για φέτος τα Χριστούγεννα την πιο όμορφη συλλογική συγγραφική προσπάθεια. 20 υπέροχοι συγγραφείς συγκεντρώθηκαν στο Athens Center for Entrepreneurship and Innovation και έγραψαν 20 μικρές Χριστουγεννιάτικες ιστορίες για την έκδοση του πρώτου Fably μίνι βιβλίου!
Αγοράζοντας το πρώτο Fably book, συνεισφέρετε στο μεγάλο έργο της Φλόγας, “Συλλόγου γονιών παιδιών με νεοπλασματική ασθένεια”.
Πού μπορείτε να βρείτε το βιβλίο;
Πώς προέκυψε η ιστορία μας;
Το Frapress.gr αποφάσισε να συμμετέχει στην δράση του Fably με το καθιερωμένο χριστουγεννιάτικο “παιχνίδι” που γίνεται στην Συντακτική του Ομάδα. Κάθε αρθρογράφος που συμμετείχε διάλεξε από ένα ρήμα και ένα ουσιαστικό ή επίθετο. Η πρόταση κάθε αρθρογράφου αφορούσε τις λέξεις του αμέσως προηγούμενου από αυτόν στη σειρά συμμετοχής.
Δείτε εδώ την περσινή μας ιστορία, με αφορμή την διοργάνωση του Storython από το Fably και εδώ την προπέρσινη ιστορία μας!
Η Χριστουγεννιάτικη περιπέτεια της Μάγια
Έφτασαν και τα Χριστούγεννα… ίσως η πιο όμορφη, μαγική εποχή του χρόνου. Καθώς η Μάγια έστριβε για να πάει στο σπίτι της γιαγιάς της, ξαφνικά βρέθηκε στο δρόμο της μια κουκουβάγια. Η όλη κατάσταση σε τίποτα δεν της θύμιζε τη βασιλική της καταγωγή και το μόνο που της ερχόταν στο μυαλό και ήθελε διακαώς να φωνάξει ήταν «Πλήττω»!
Αναπολούσε εκείνες τις εποχές, που είχε μία πιο ιδιαίτερη σχέση με τον Μάνο, τον σεφ της βασιλικής οικογένειας. Την πήγαινε βόλτες στους αγρούς και της μαγείρευε τα καλύτερα του πιάτα. Τρέχανε στην κουζίνα για να φτιάξουν τα πιο νόστιμα εδέσματα βάζοντας λίγο παστουρμά στην κατσαρόλα και ανακατεύοντας καλά καλά. Η γάτα της Μάγιας λάτρευε τον παστουρμά και έχωνε την πατούσα της κάθε φορά στην κατσαρόλα.
Ένα απόγευμα, όμως, ο Μάνος και η Μάγια συνειδητοποίησαν ότι ο παστουρμάς είχε τελειώσει. Η γάτα όμως ήξερε τι είχε συμβεί… Ένας μονόκερος έφαγε ολόκληρο τον παστουρμά. Φόρεσε γρήγορα την βραδινή της στολή και έτρεξε ξωπίσω του. Ήθελε βλέπετε να τον κυνηγήσει και να μάθει γιατί το έκανε αυτό, αλλά ξέχασε να βάλει την μαγική της γραβάτα της και γι’ αυτό γύρισε πίσω. Μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ τι έγινε…
Η Μάγια περπάταγε στο χιονισμένο πλακόστρωτο μονοπάτι, με το πρόσωπο της βουλιαγμένο στο κεραμιδί κασκόλ της, αυτό το κασκόλ που αγαπούσε πολύ, όταν άκουσε από κάπου πολύ κοντά της μια παράξενα λεπτή φωνή να λέει «Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα». Δεν έδωσε πολλή σημασία στο ποιος και τι αλλά στο μυαλό της άρχισε πάλι να αναμοχλεύει τις περιπλανήσεις της με τον παλιό της φίλο γάιδαρο, που παρά την περασμένη του ηλικία ήταν εμποτισμένος με περίσσεια δόση ικμάδας. «Εγώ τα διαφεντεύω τα του οίκου μου Μάγια», συνήθιζε να της λέει. “Τον καφέ μου, το τζάκι μου και το σπανακορυζό μου να έχω και είμαι εντάξει!”. Στη Μάγια δεν άρεσε το σπανακόρυζο αλλά προτιμούσε να μην τον διακόπτει γιατί τον συμπαθούσε.
Η Μάγια είχε σχεδόν φτάσει στον προορισμό της. Ξαφνικά, όμως συνειδητοποίησε ότι η γιαγιά της είχε όρεξη για παιχνίδια και είχε μεταφέρει το σπίτι της πέρα από το ποτάμι. Έπρεπε να κολυμπήσει, λοιπόν, στην απέναντι όχθη του ποταμού, να διασχίσει το ελικοδρόμιο και μόνο έτσι θα έφτανε. Η ίδια όμως δεν ήξερε κολύμπι και για να περάσει απέναντι ανέστησε το μαγικό χρυσόψαρο του ποταμού. Είχε αγχωθεί ιδιαίτερα για αυτήν την δοκιμασία που έπρεπε να περάσει. Το μαγικό χρυσόψαρο έφερε όμως εις πέρας το έργο του και με το παραπάνω, αφού χάρισε στη Μάγια μια ανεπανάληπτη βόλτα και την μετέφερε στον προορισμό της.
Η περιπέτειά της, όμως δεν είχε τελειώσει. Εκεί άρχισε να παρατηρεί συννεφιασμένη και μπερδεμένη τα τρία διαφορετικά μονοπάτια και αναρωτιόταν πιο είχε πάρει η γάτα της, που όλη αυτή την ώρα περπατούσε μπροστά της. Κοίταξε στο βάθος του μεσαίου μονοπατιού, και αποφάσισε να το ακολουθήσει. Αφού περπάτησε 30 μέτρα στο σκοτεινό μονοπάτι αντίκρισε μπροστά της ένα λόφο από κατεστραμμένα μελομακάρονα. Πόνεσε η καρδιά της για τα κατεστραμμένα μελομακάρονα, αλλά έβαλε 1-2 στην τσάντα της και συνέχισε. Αμέσως στην κίνηση της αυτή είδε την μάλλινη μπλούζα της σκισμένη στον αγκώνα, με τις κλωστές να παίζουν σαν αραχνοΰφαντα κρόταλα στον αέρα. Αφού την μπάλωσε πρόχειρα, ανέβηκε στον λόφο με τα μελομάκαρονα και άρχισε να αγορεύει. Είχε κουραστεί τόσο και το μόνο που της έμενε ήταν να μιλήσει σε ένα φανταστικό κοινό για να τα βγάλει από μέσα της.
Και ξάφνου εμφανίστηκε ο φανταστικός της φίλος, ο Τζακ. Δε μπορούσε να μετρήσει πόσο καιρό, ακριβώς, είχε να τον δει. Στην τελευταία της ανάμνηση μαζί του, κάθονταν στην πεζογέφυρα σε κάποιο σταθμό και αγνάντευαν τα τρένα που περνούσαν.
Αφού τον αγκάλιασε σφιχτά, του προσέφερε μερικά από τα θραύσματα των μελομακάρονων που είχε μαζέψει για να τον γλυκάνει και του εξιστόρησε γρήγορα την περιπέτειά της. “Μάντεψε εσύ για μένα που βρίσκεται η γάτα μου.”, του είπε. “Πάντα εμπιστευόμουν το ένστικτο σου!”
-“Ξέρω ποιος ξέρει που είναι η γάτα σου” της είπε με σιγουριά. “Γρήγορα, πήγαινε βρες την χελώνα που κλαίει, εκείνη θα σου πει!”
Η Μάγια ευτυχώς δεν δυσκολεύτηκε να βρει την χελώνα. Το πρόβλημα ήταν όμως ότι εκείνη δεν θα της έλεγε, αν δεν την δωροδοκούσε με δύο δαμάσκηνα. Μετά λύπης, όμως, αφού δεν είχε δαμάσκηνα, και η χελώνα σχεδόν σάλεψε όταν η Μάγια πρότεινε να της φέρει δύο αβοκάντο, δεν είχε κανένα ίχνος για τη γάτα της. Χάιδεψε το μαλλιά της, βούρκωσε και ξεκίνησε να κλαίει από τη στενοχώρια της, ώσπου ξαφνικά, ως χριστουγεννιάτικο θαύμα, η γάτα εμφανίστηκε μπροστά της και της είπε: “Μάγια μην κλαις, έπιασε βροχή και έπρεπε να κρυφτώ” και τότε η Μάγια την αγκάλιασε λέγοντας: “Μην χαθείς ποτέ ξανά, θα σου φτιάχνω κάθε μέρα τον παστουρμά που σ’ αρέσει τόσο πολύ”.
Ξάφνου ακούγεται η φωνή της γιαγιάς… «Μάγια! Ελάτε εδώ!». Έτρεξαν και οι δύο στην αγκαλιά της. «Ήταν ώρα να μάθεις πως δεν έρχονται όλα όπως τα προγραμματίζουμε στην ζωή μας. Κάποιες φορές πρέπει να προσπαθήσεις λίγο παραπάνω και να μην το βάζεις κάτω…»
–«Έπρεπε να γίνει όλο αυτό τα Χριστούγεννα, όμως βρε γιαγιά;» γκρίνιαξε μπαίνοντας επιτέλους μέσα στο ζεστό σπίτι…