Ο συγγραφέας του Χορού των Νεκρών, Βαγγέλης Γιαννίσης, μοιράζεται μαζί μας πτυχές της συγγραφικής του πορείας…
Η περίληψη του “Ο χορός των νεκρών: Ένας άντρας επιστρέφει στο Έρεμπρο, σχεδόν τριάντα χρόνια αφότου έφυγε από τη γενέτειρά του, αποφασισμένος να φέρει εις πέρας μια τελευταία αποστολή. Μερικές ώρες αργότερα, το κατακρεουργημένο σώμα ενός άλλου άντρα βρίσκεται στα παγωμένα νερά του ποταμού Σβαρτόν. Σύντομα η αστυνομία ανακαλύπτει όχι μόνο την ταυτότητα του θύματος, αλλά και το φρικιαστικό μυστικό που έκρυβε στο υπόγειο του σπιτιού του: ο συγκεκριμένος άντρας εμπλεκόταν σε ένα κύκλωμα παιδεραστών, ενώ το υπόγειό του είχε μετατραπεί στο κελί ενός αγοριού. Ενός αγοριού που έχει εξαφανιστεί.
Σχεδόν μισό χρόνο μετά τα γεγονότα που παραλίγο να του κοστίσουν τη ζωή, ο επιθεωρητής Άντερς Οικονομίδης παλεύει να αποκαταστήσει τις ισορροπίες στην επαγγελματική και την προσωπική του ζωή. Η αποκάλυψη μιας σπείρας παιδεραστών και ενός δολοφόνου αποφασισμένου να σκοτώσει τα μέλη της ήταν το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε να βρει μπροστά του. Όταν θα έρθει αντιμέτωπος με τον μυστηριώδη άντρα με την κωδική ονομασία «Σαμαήλ», θα βρει απέναντί του έναν τρομακτικό εχθρό. Και θα ανακαλύψει μυστικά σχετικά με το παρελθόν της οικογένειάς του; Μυστικά τα οποία θα ευχόταν να είχαν μείνει φυλακισμένα κάτω από τον πάγο της λήθης.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα: Ο Βαγγέλης Γιαννίσης ζει μεταξύ Ελλάδας, Σουηδίας και ΗΠΑ. Ταξιδεύοντας με το τρένο από το Έρεμπρο προς τη Στοκχόλμη, συνάντησε τυχαία τον επιθεωρητή Άντερς Οικονομίδη. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, αποφάσισε να αφηγείται τις ιστορίες του.
Ο ίδιος o συγγραφέας απαντά στις ερωτήσεις μας:
1)Ποιο ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσεις να συγγράφεις; Ποιοι παράγοντες στη ζωή σου έπαιξαν ρόλο σε αυτό;
Άρχισα να γράφω όταν ωρίμασαν οι συνθήκες -και μέσα μου, αλλά και οι εξωτερικές. Με λίγα λόγια, όταν είχα διαβάσει αρκετά, ώστε να έχω διαμορφώσει μέσα μου μία αφηγηματική φωνή, όταν είχα μία ιστορία και όταν είχα τον χρόνο να την αφηγηθώ.
Τουλάχιστον για εμένα, υπήρχε μονάχα ένας παράγοντας: τα βιβλία. Αν δεν διάβαζα, δεν θα μπορούσα να γράψω, όσο χρόνο κι αν είχα στη διάθεσή μου, όσες ιστορίες κι αν πίστευα πως ήθελα να αφηγηθώ. Δεν γίνεται κάποιος να γράψει αν δεν διαβάζει πολύ. Και τονίζω το πολύ.
2)Για ποιο λόγο επέλεξες να ασχοληθείς με το είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος;
Θα έλεγα ψέματα αν έλεγα πως ήταν -συνειδητή- επιλογή. Τον καιρό που ο Άντερς άρχισε να ζωντανεύει στις σελίδες του word, καταβρόχθιζα τα αστυνομικά μυθιστορήματα με το κιλό, οπότε η ενασχόληση με το συγκεκριμένο είδος ήρθε φυσιολογικά.
3)Θεωρείς ότι στην Ελλάδα το είδος του αστυνομικού έχει γνωρίσει την ίδια απήχηση, την οποία γνωρίζει στο εξωτερικό;
Το αστυνομικό είχε πάντοτε το κοινό του στην Ελλάδα. Πιστό κοινό, το οποίο ακολουθεί το είδος είτε από τις εποχές της Μάσκας και του Μυστηρίου (οι παλαιότεροι), είτε από την εποχή της Άγκαθα Κρίστι, των μικρών κίτρινων βιβλίων του Λυχναριού, είτε από τα τέλη της δεκαετίας του 2000, όταν η τριλογία του Μιλένιουμ έφτασε στην Ελλάδα (οι νεότεροι). Πλέον, η βάση αυτή αρχίζει και διευρύνεται. Έρχονται στην παρέα και αναγνώστες που μέχρι πρόσφατα δεν είχαν επαφή με το είδος, κάτι το οποίο φυσικά αποτελεί υπέροχη εξέλιξη.
4)Τι μήνυμα προσπαθεί να περάσει ένα συγγραφέας που γράφει αστυνομικές ιστορίες;
Θα έλεγα πως δεν έχουν τόση σημασία τα μηνύματα που προσπαθεί να περάσει ένας συγγραφέας (αν υπάρχουν), αλλά αυτά που λαμβάνει ο κάθε αναγνώστης.
5)Από ποιους συγγραφείς του είδους(Jo Nesbo, Camilla Lackberg, Mankell Henning κ.α) εμπνέεσαι και θαυμάζεις το έργο τους;
Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα, γιατί… εύκολα τα ονόματα ξεπερνούν τις λέξεις ολόκληρης της συνέντευξης -ας τα συνοψίσουμε, λοιπόν, στους κύριους εκπροσώπους της Σκανδιναβικής σχολής, συν μερικούς Βρετανούς (κατ’ εξαίρεση θα αναφέρω τη Mo Hayder, καθώς χάρη στην ευκαιρία να μεταφράσω τα βιβλία της, με έχει βοηθήσει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο να εξελιχθώ).
6)Πόσα κοινά πιστεύεις ότι έχεις με τον κύριο πρωταγωνιστή των βιβλίων σου, τον επιθεωρητή Άντερς Οικονομίδη και κατά πόσο πιστεύεις ότι έχει εξελιχθεί μέσα από τα τρία βιβλία “το Μίσος”, “το Κάστρο” και “ο Χορός των Νεκρών”;
Έχουμε ελάχιστα κοινά. Ο Άντερς ζυγώνει τα 40, εγώ τα 30. Εκείνος είναι αστυνομικός με background στη νομική, εγώ γράφω και μεταφράζω, με παρελθόν στην εκπαίδευση. Μου αρέσει να μαγειρεύω, ο Άντερς ξέρει να βράζει αυγά και μακαρόνια. Ο Άντερς καπνίζει, εγώ όχι. Ο Άντερς επιστρέφει σπίτι και βρίσκει γυναίκα και παιδί, εγώ βρίσκω τον γάτο μου. Πιστεύω μόνο στη μουσική θα τα βρίσκαμε.
Ο Άντερς του Χορού δεν είναι ο ίδιος με εκείνον του Μίσους. Όσα έχουν συμβεί σε αυτά τα τρία βιβλία τον επηρεάζουν και παρόλο που ο πυρήνας του έχει μείνει ο ίδιος, θα συνεχίσει να κουβαλάει τα σημάδια αυτά και στα επόμενα βιβλία.
7)Πόση έρευνα χρειάστηκε να πραγματοποιήσεις για να γράψεις ένα βιβλίο;
Εξαντλητικά πολύ. Ευτυχώς, είναι ένα ευχάριστο κομμάτι της όλης διαδικασίας. Για τον Χορό, πχ, χρειάστηκε να σκάψω αρκετά στα πολεοδομικά σχέδια του Έρεμπρο, προκειμένου να επιβεβαιώσω μία ιστορία την οποία είχα ακούσει και ήθελα να εκμεταλλευτώ (και ευτυχώς για την ιστορία ίσχυε), χρειάστηκε ακόμη και να ζητήσω τη βοήθεια μίας γνωστής μου η οποία είχε υπηρετήσει στον Ισραηλινό στρατό, ώστε να δημιουργηθεί καλύτερα το προφίλ του Σαμαήλ. Ευτυχώς, όσο περνούν τα χρόνια γνωρίζω όλο και περισσότερους ενδιαφέροντες ανθρώπους, οι οποίοι κάνουν τη ζωή μου ευκολότερη με τις γνώσεις τους.
8)Πως οραματίζεσαι το μέλλον σου στη λογοτεχνία;
Ένας καλός φίλος μου είχε πει σχετικά με αυτό: Don’t talk about it, otherwise you’re going to jinx it. Θα κάνω ντρίμπλα, λοιπόν, για να μην το γρουσουζέψω!