Η ευτυχία μοιάζει παντοτινή, μέχρι να βιώσεις το φριχτό αίσθημα της μοναξιάς…

Έσυρε τα πόδια του μέχρι το κουζινάκι. Έβαλε στο γκαζάκι να βράζει το νερό. Έσκυψε κι έβγαλε μια ραγισμένη φλιτζάνα απ’ το κάτω ντουλάπι. Ένας σφάχτης τρύπησε τη μέση του. Τα χείλη του σφίχτηκαν. Μια χαραγματιά πόνου σκάλισε το πρόσωπο του. Τα παραμορφωμένα του δάχτυλα προσπαθούσαν να ανοίξουν το χάρτινο κουτί του τσαγιού. Φύσηξε, ξεφύσηξε και συγκέντρωσε όλη του την προσοχή εκεί, αλλά μάταια. Πήρε ένα μαχαίρι κι έκοψε τελικά τη συσκευασία. Στάλες ιδρώτα κύλησαν πίσω από τα αυτιά του. Έβαλε ένα φακελάκι με χαμομήλι στη φλιτζάνα κι έπειτα περίμενε να κοχλάσει το νερό.

Με την κούπα φωλιασμένη στις παλάμες του κάθισε στη ψάθινη καρέκλα, πλάι στους τενεκέδες με τα χρυσάνθεμα. Ένα ψυχρό αεράκι χάιδεψε το πρόσωπό του, ανακάτεψε τα κεχριμπαρένια φύλλα της μουριάς, που ‘χαν σκεπάσει τα πλακάκια της αυλής, γλίστρησε μέσα απ’ τα μαραγκιασμένα φύλλα των βασιλικών κι ύστερα συνέχισε το ταξίδι του. Φθινοπώριασε. Ήπιε κάνα δυο γουλιές χαμομήλι. Το αχνιστό υγρό έκαψε το λαιμό του. Τα μάτια του βούρκωσαν. Κοίταξε το ρολόι του. Το λουράκι είχε από χρόνια ξεφλουδίσει. Ήταν νωρίς ακόμα. Σίγουρα ακόμη θα κοιμόντουσαν. Έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό. Το δικό του γαλάζιο ενώθηκε μ’ εκείνο το θαμπό, το μελαγχολικό του φθινοπωρινού ουρανού.

Το τσάι σταμάτησε να αχνίζει. Πάγωσε. Κι εκείνος ακόμα στην αυλή, να περιμένει. Κόντευε πια να μεσημεριάσει. Η μέρα βούλιαζε σε μια υγρή σιωπή. Μονάχα τα πεσμένα φύλλα αναδεύονταν που και που. Κανείς δεν πέρασε από το δρόμο. Με τις λιωμένες του παντόφλες να σέρνονται μπήκε στο σπίτι. Σαν να κρύωνε λίγο. Έριξε στους ώμους μια ζακέτα σβολιασμένη. Άφησε τη φλιτζάνα στο νεροχύτη, δίπλα απ’ το πορσελάνινο βουνό των άπλυτων πιάτων κι ύστερα κάθισε στον καναπέ. Άνοιξε την τηλεόραση, τυχαία σε ένα κανάλι. Κοίταξε για λίγο, μα ύστερα την έκλεισε. Δεν την άντεχε! Μαϊμού χαμόγελα. Ενδιαφέρον προσποιητό. Επιτηδευμένη ανεμελιά. Ένας εικονικός κόσμος αγγελικά πλασμένος για μια πραγματικότητα που αιμορραγεί…

Το κινητό: Ένα διήγημα για τη μοναξιά

Έκανε μερικά βήματα απ’ το τραπεζάκι της τηλεόρασης μέχρι τη σκονισμένη εταζέρα. Ένα σωρό χάρτινα πρόσωπα του χαμογελούσαν. Μια ζωή ολόκληρη ή μάλλον μονάχα οι στιγμές εκείνες μιας ευτυχίας που τότε φάνταζε παντοτινή, μα τελικά αποδείχτηκε πρόσκαιρη, βρίσκονταν φωλιασμένη πίσω από τζάμια θαμπά. Τα μάτια του στάθηκαν για κάμποσο στην καθεμία. Ένας κόμπος έφραξε το λαιμό. Ένα βαρίδιο πλάκωσε το στήθος. Μια γεύση πικρή στάθηκε στην άκρη της γλώσσας του. Γύρισε ξανά στον καναπέ. Κοίταξε το ρολόι στο δεξί του χέρι.

Μα γιατί δε χτυπά; Μήπως τέλειωσε η μπαταρία του κι έκλεισε; ψιθύρισε τις σκέψεις του. Με δάκτυλα που τρέμουν έπιασε το μαύρο πλαίσιο γύρω απ’ την οθόνη. Πάτησε το μεσαίο στρόγγυλο κουμπί. Η οθόνη του φώτισε. Μισό έκλεισε τα μάτια. Έφερε το κινητό κοντά τους. Εκείνα περιπλανήθηκαν για λίγο προσπαθώντας να βρουν το εικονίδιο της μπαταρίας. Ήταν πλήρως φορτισμένο! Θα περιμένω λίγο ακόμα!, αποφάσισε τελικά. Έβαλε το κινητό στην τσέπη του πουκαμίσου του. Να το ‘χει κοντά του. Να το προλάβει όταν θα χτυπήσει.

Έφαγε ανόρεχτα δυο φρυγανιές με λίγη φέτα και κάνα δυο ελιές. Ύστερα ξάπλωσε. Ο ουρανός έπαιρνε μια βαθιά μαύρη απόχρωση, όταν άνοιξε τα μάτια του. Βράδιαζε κι εκείνο ακόμα να χτυπήσει… Άναψε ένα κερί. Η φλόγα του αν και χλωμή κατάφερε να ραγίσει το σκοτάδι. Σηκώθηκε και κλείδωσε την εξώπορτα. Κανείς δεν του χτύπησε και σήμερα! Άνοιξε το μικρό ραδιόφωνο, που βρίσκονταν στην κορυφή της στοίβας με τα βιβλία, πάνω στο κουτσό τραπέζι, εκείνο που έγερνε επικίνδυνα. Η μόνιμη συντροφιά του για χρόνια, για νύχτες αφέγγαρες που φάνταζαν ατελείωτες!

Μια φωνή ζεστή και τόσο γνώριμη πλημμύρισε το δωμάτιο. Η αισθαντική και μελαγχολική φωνή της Τάνιας χάιδεψε τρυφερά τα αυτιά του.

«Κι όπως θα ‘σαι μοναχός

Μες στην ερημιά της γης

Θα κρεμάσεις κάποια νύχτα

Τα κουρέλια της ψυχής

Και θα μου ζητάς να ‘ρθω

Να σε βρω στην ερημιά

Μα εγώ δε θα υπάρχω

Θα ‘μαι πια πολύ μακριά» 

Το βλέμμα του συννέφιασε. Δάκρυα κύλησαν στο σταφιδιασμένο του πρόσωπο. Το κινητό τώρα βρίσκονταν ανάμεσα στα δάκτυλά του. Το κρατούσε σφιχτά, με μια ναυαγισμένη σχεδόν ελπίδα, κρυμμένη σε μια γωνιά της χούφτας του. Μα, θα έμενε βουβό για άλλο ένα βράδυ. Το ήξερε! Κι εκείνος μόνος, θαρρείς από πάντα, με τον ίσκιο της μοναξιάς να γέρνει όλο και πιο βαρύς επάνω του…

Η γέρικη τριανταφυλλιά: Ένα διήγημα για την μοναξιά της 3ης ηλικίας

 

Σχόλια