O Μαρκούζε στο βιβλίο του «Η Αισθητική Διάσταση» θεωρεί απαραίτητο να εξηγήσει τι είναι αισθητική και γιατί είμαστε υποχρεωμένοι να ασχολούμαστε μ’ αυτήν.

Για τον συγγραφέα η τέχνη εκφράζει μιαν αλήθεια, είναι μια εμπειρία. Δίνει έμφαση στην τέχνη ως ιδεολογία και προσπαθεί να εξηγήσει τον ταξικό χαρακτήρα της μέσα από τις θέσεις της μαρξιστικής αισθητικής με βάση τη θεωρία «Βάση-Εποικοδόμημα».

Σύμφωνα με τον Μαρξ υπάρχει άμεση σχέση της τέχνης με τις παραγωγικές σχέσεις, αφού εκείνη είναι μέρος του εποικοδομήματος. Επομένως, όπως και οι άλλες ιδεολογίες μπορεί να έρθει πριν ή μετά την κοινωνική αλλαγή.

Θίγεται η σχέση τέχνης και κοινωνικής τάξης και υποστηρίζεται ότι η προοδευτική τέχνη είναι αυτή της ανερχόμενης τάξης, ενώ αντίθετα η παρακμάζουσα τάξη μπορεί να επιφέρει μόνο μία παρακμιακή μορφή τέχνης. Άρα, θα έλεγε κανείς πως η τέχνη μπορεί να ταυτιστεί με τις άλλες τέχνες του εποικοδομήματος, παραδείγματος χάριν την πολιτική.

Οι θέσεις αυτές επιχειρούν να τονίσουν πως οι παραγωγικές σχέσεις αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του καλλιτεχνικού δημιουργήματος. Βέβαια πρέπει να τονισθεί το γεγονός ότι το σχήμα «βάση –εποικοδόμημα» είναι μία σχηματοποιημένη μορφή που έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση των μη υλικών δυνάμεων.

Επιπλέον, ο Μαρκούζε τονίζει το γεγονός ότι η ταξική συνείδηση προκύπτει από την υποκειμενικότητα των ατόμων δηλαδή τη συνείδηση και το ασυνείδητο το οποίο όμως φαίνεται σιγά σιγά να ξεθωριάζει και άρα η επαναστατική αλλαγή προκύπτει από αυτήν την ίδια την υποκειμενικότητα. Σε αυτό το σημείο ο Μαρκούζε θεωρεί πως η μαρξιστική θεωρία προδόθηκε από την ίδια την πραγμοποίηση αφού η υποκειμενικότητα υπέκυψε στη συλλογική συνείδηση.

Λόγω του ότι το άτομο αποτραβήχτηκε από την πραγματικότητα της αστικής κοινωνίας οδηγήθηκε στη μετατόπιση του χώρου πραγμάτωσής του και ταυτόχρονα άλλαξε το κίνητρο του κέρδους στον χώρο του πάθους, της φαντασίας και της συνείδησης. Παράλληλα, η ίδια η υποκειμενικότητα προσπαθούσε να ξεφύγει από την εσωτερικότητά της και να ενσωματωθεί στην υλική και πνευματική κουλτούρα. Αυτή η απελευθέρωση της υποκειμενικότητας συγκροτείται στην ιστορικότητα των ατόμων. Τονίζει πως η ιστορικότητα ορίζεται από την ταξική της κατάσταση και πως οι μη υλικές της δυνάμεις όπως η αγάπη, το μίσος είναι καθοριστικές αφού συγκροτούν την πραγματικότητα.

Καρλ Μαρξ: η ταραχώδης ζωή του κορυφαίου διανοητή

Ο Μαρκούζε οικειοποιείται την άποψη ότι μέσα στην τέχνη η υποκειμενικότητα υποβιβάζεται και με αυτόν τον τρόπο χειραφετείται από το κατεστημένο. Έτσι, ο δημιουργός εμφανίζεται ως κάποιος που καταπιέζεται και το έργο τέχνης εκφράζει εκείνο το άπιαστο, το ονειρικό και το ουτοπικό που αποζητά ο καθένας ,χωρίς ίσως καν να το γνωρίζει.

Αυτή ακριβώς η λειτουργία της τέχνης ξεπερνά την πραγματοποιημένη αντικειμενικότητα και ανοίγει τον δρόμο για την αναγέννηση της εξεγερμένης υποκειμενικότητας. Μέσα από αυτό το πλαίσιο αναδεικνύεται η επαναστατική δυνατότητα και ο χειραφετητικός δυναμισμός της αισθητικής μορφής τέχνης, δηλαδή, ο διαχωρισμός από την διαδικασία της υλικής παραγωγής της έδωσε την δυνατότητα να αποφενακίσει την πραγματικότητα, που αναπαράγεται στη διαδικασία αυτή.

Συνεχίζοντας την ανάλυσή του, ορίζει την «αισθητική μορφή τέχνης» ως τη μετατροπή ενός δεδομένου περιεχομένου σε ένα αυτοτελές όλον όπως ένα θεατρικό έργο. Έτσι, το έργο αποκτά μια δική του αξία μέσα από τον μετασχηματισμό της γλώσσας και της αντίληψης και τελικά αναπαριστά την ουσία της πραγματικότητας.

Η τέχνη για τον Μαρκούζε θα πρέπει να έχει κριτική λειτουργία αφού στόχος είναι να απελευθερωθεί, κάτι που το οφείλει στην αισθητική μορφή. Εξάλλου, το αυθεντικό έργο τέχνης είναι στην πραγματικότητα ένα περιεχόμενο στο οποίο δόθηκε μορφή.

”Με την τέχνη συγκεκριμενοποιείται το αόρατο, το άφατο, το απερίγραπτο, αλλά πανταχού παρόν και το ζητούμενο, εκείνο που δίνει ελπίδες ότι μπορεί να μιλήσει για την φύση και τον άνθρωπο, πέρα από τις λέξεις και τις περιγραφές και να φανερώσει το κρυμμένο νόημα των πραγμάτων.”

Παράλληλα, θεωρεί πως η αισθητική μορφή είναι αλληλένδετο κομμάτι με την αυτονομία και την αλήθεια. Η τέχνη με την αλήθεια της καταφέρνει να σπάσει το μονοπώλειο της κατεστημένης πραγματικότητας και να ορίσει το τι είναι πραγματικότητα. Με την ρήξη αυτή ο πλασματικός κόσμος της τέχνης εμφανίζεται ως αληθινή πραγματικότητα. Ο συγγραφέας μας πληροφορεί πως η συμφιλίωση με την κατεστημένη πραγματικότητα συνυπάρχει με την εξεγερσιακή και αυτό οφείλεται στην κάθαρση και στον λυτρωτικό της χαρακτήρα.

Η ερμηνεία της τέχνης, παρόλο που έχει επισημανθεί πως έχει αδικήσει τις ιδέες των Μαρξ και Έγκελς, έχει ως κύριο στόχο να παρουσιάσει την ουσία μίας πραγματικότητας και όχι μόνο αυτό που φαίνεται εξωτερικά, δηλαδή όχι μόνο τις κοινωνικές σχέσεις αλλά και τους νόμους που τις καθορίζουν. Πιο συγκεκριμένα, ο πρωταγωνιστής ενός έργου τέχνης αποτελεί ένα είδος προτύπου αντικειμενικής πραγματικότητας. Εδώ, όμως, μπορεί κανείς να πιστέψει πως η τέχνη ελίσσεται μόνο σε θεωρητικό πλαίσιο, καθώς είναι πολύ δύσκολο να περάσει στο χώρο της αισθητικής μορφής. Το έργο τέχνης, η αναπαράσταση της κοινωνικής ολότητας αν δεν μπορεί να αναλύσει έννοιες κοινωνικής θεωρίας, δεν μπορεί να γίνει κατανοητό ούτε με όρους φιλοσοφικούς.

Η μαρξιστική αισθητική εμποδίζει και υποτιμάει την γνωστική λειτουργία της τέχνης ως ιδεολογία. Σκοπός της τέχνης είναι να παρουσιάσει αλήθειες οι οποίες δεν σχετίζονται με την παραγωγική διαδικασία. Την βρίσκουμε απέναντι από την δεδομένη κοινωνία. Αφού ρόλος της τέχνης είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου, επομένως θα πρέπει να πέσει το τείχος της υποταγής του ανθρώπου από την κοινωνία. Αυτό βέβαια ξεκινά από την επανάσταση, παρ’ όλα αυτά η επανάσταση στην τέχνη από ένα σημείο και μετά προσπερνιέται, δε αποτελεί κύριο θέμα του έργου.

Παράλληλα, η τέχνη μέσα της αισθητικής μορφής της μας οδηγεί σε απαγορευμένες διαστάσεις της πραγματικότητας. Με την τέχνη συγκεκριμενοποιείται το αόρατο, το άφατο, το απερίγραπτο, αλλά πανταχού παρόν και το ζητούμενο, εκείνο που δίνει ελπίδες ότι μπορεί να μιλήσει για την φύση και τον άνθρωπο, πέρα από τις λέξεις και τις περιγραφές και να φανερώσει το κρυμμένο νόημα των πραγμάτων.

Η τέχνη, επομένως, επηρεάζεται μεν από την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά ταυτόχρονα δεν αναιρεί και την αυτονομία της και τις προσπάθειές της για ελευθερία.


Ο Χέρμπερτ Μαρκούζε (Herbert Marcuse, 19 Ιουλίου 1898– 29 Ιουλίου 1979) ήταν Γερμανός θεωρητικός μαρξιστής, εβραϊκής καταγωγής, φιλόσοφος και κοινωνιολόγος  και μέλος της Σχολής της Φρανκφούρτης. Γεννημένος στο Βερολίνο, ο Μαρκούζε σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ  και στο Πανεπιστήμιο του Φραιμπουργκ, από το οποίο έλαβε το διδακτορικό του. Αποτελούσε σημαντική προσωπικότητα του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας στη Φρανκφούρτη αργότερα γνωστό ως Σχολή της Φρανκφούρτης. Ήταν παντρεμένος με τη Σόφι Βέρτχαϊμ (1924-1951), την Ίνγκε Νόιμαν (1955-1972) και την Έρικα Σερόβερ (1976-1979). Στα έργα του, ο Μαρκούζε ασκούσε κριτική στον καπιταλισμό, στη μοντέρνα τεχνολογία, στον ιστορικό υλισμό και στον πολιτισμό της ψυχαγωγίας, υποστηρίζοντας ότι αποτελούν νέες μορφές κοινωνικού ελέγχου.

Μαρκούζε

 

Σχόλια