You gonna float too…

 Γράφει ο αναγνώστης μας Γιάννης Πλας

Τα τελευταία χρόνια, ο Stephen King έχει γράψει ένα μεγάλο αριθμό βιβλίων τρόμου και αρκετά από αυτά έχουν μεταφερθεί στο σινεμά ή στην “μικρή” οθόνη. Αν εξαιρέσει κανείς ορισμένα adaptions τα οποία θεωρούνται καλά απo κοινό και κριτικούς, τα περισσότερα δεν κατάφεραν να σταθούν επάξια στο ύψος των περιστάσεων, καταλήγοντας ως μέτριες μεταφορές των ιδεών του διάσημου συγγραφέα στον κινηματογράφο.

Στην περίπτωση του It, ή πρώτη του μεταφορά έγινε το 1990 ως τηλεοπτική σειρά με πρωταγωνιστή τον Tim Curry στον ρόλο του δαιμόνιου κλόουν Pennywise. H σειρά απέσπασε σχετικά καλές κριτικές και ενίσχυσε σημαντικά τον φόβο για τους κλόουν σε όσους ήδη τρόμαζαν στην παρουσία ενός βαμμένου γελωτοποιού.

Εν έτη 2017, ο Andy Muschietti (γνωστός για το Mama) σκηνοθετεί για δεύτερη φορά το adaption του βιβλίου του King, δημιουργώντας υψηλές προσδοκίες και μεγάλο hype προτού η ταινία κυκλοφορήσει στις σκοτεινές αίθουσες.

Η παλέτα χρωμάτων που χρησιμοποιείται στο film έχει 80’s αισθητική, μαζί με ένα συνδυασμό παιδικής νοσταλγίας, που αν είστε millennial ποτέ δεν ζήσατε.

Για το λόγο αυτό, ο γράφων είδε πρόσφατα το It, με σκοπό να παρουσιάσει την άποψη του, για το αν η ταινία που ο ίδιος και ένα μεγάλο πλήθος κόσμου περίμενε με ανυπομονησία, κατάφερε να ικανοποιήσει τις προσδοκίες που δημιούργησε.

Μετά όμως από την παραπάνω εισαγωγή ας πάρουμε καλύτερα τα πράγματα από την αρχή.

Η ιστορία έχει ως εξής: Το καλοκαίρι του 1989, στην μικρή πόλη του Derry, μικρά παιδιά εξαφανίζονται με ιλιγγιώδες ρυθμό και μια παρέα ανηλίκων αναγκάζονται να έρθουν αντιμέτωποι με ένα πανάρχαιο κακό που έχει την μορφή ενός κλόουν.

Βλέποντας την ταινία, ένα από τα πράγματα που σου μένουν στο μυαλό ακόμα και αν φύγεις από την αίθουσα, είναι η σκηνή που το It εμφανίζεται για πρώτη φορά. Ο γράφων δεν θα μακρηγορήσει σε αυτό το θέμα και θα αφήσει το θεατή να δει από μόνος του πως δίνεται μια νέα και περισσότερο τρομακτική πινελιά σε μια σεκάνς που χαρακτηρίζεται πλέον κλασσική.

Στην συνέχεια, ο Bill Skarsgård προσφέρει  μια υποδειγματική ερμηνεία ως Pennywise The Dancing Clown, που μπορεί κατά την ταπεινή μου γνώμη να μην είναι το ίδιο τρομακτικός όσο ο Tim Curry, αλλά σίγουρα είναι περισσότερο διασκεδαστικός, ενώ σε κάνει να περιμένεις με αγωνία την στιγμή που θα εμφανιστεί στην οθόνη. Ο τρόπος που κάθε φορά κινείται θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περίτεχνος, καθώς ο τόνος της φωνής του δείχνει να ισορροπεί αποτελεσματικά ανάμεσα σε έναν κλόουν και  ένα αδηφάγο τέρας.

αυτό

Οι χαρακτήρες των παιδιών δεν είναι “χάρτινοι” μιας και στον καθένα φαίνεται να δίνεται η σημασία που του αξίζει, χωρίς να προσπερνιούνται αδιάφορα προκειμένου να εμφανισθεί το επόμενο jumpscare.

Ωστόσο, ορισμένες φορές,  η ταινία μοιάζει να ξεχνάει πως είναι ταινία τρόμου και θυμίζει περισσότερο ένα coming of age film που δείχνει να έχει ομοιότητες με το Stand by Me, το οποίο είναι και αυτό βασισμένο σε βιβλίο του ίδιου συγγραφέα.

Τώρα σχετικά με τον καλλιτεχνικό τομέα, η μουσική δια χειρός Benjamin Wallfisch, έχει τον αέρα της παιδικής αθωότητας που είναι αναμιγμένος με ένα overdose τρόμου από τις Ανατριχίλες του R. L. Stine, δίνοντας την αίσθηση ενός ανατριχιαστικού παραμυθιού.

Η παλέτα χρωμάτων που χρησιμοποιείται στο film έχει 80’s αισθητική, μαζί με ένα συνδυασμό παιδικής νοσταλγίας, που αν είστε millennial ποτέ δεν ζήσατε, αλλά το έχετε αισθανθεί σίγουρα όταν ανοίξατε το συρτάρι με τις φωτογραφίες της γιαγιάς και είδατε σε ορισμένες τους γονείς σας με ποδήλατα και μεγάλους σκελετούς γυαλιών.

Συνοπτικά, βγαίνοντας από την αίθουσα αυτά που μου έμειναν στο μυαλό ήταν ορισμένες καλές σκηνές, κάποια όμορφα κινηματογραφικά κάδρα και ένα παραμορφωμένο αίσθημα Stranger Things. Σίγουρα το It του Andy Muschietti, αποτελεί μια διασκεδαστική ταινία και διαφοροποιείται από τις συνηθισμένες ταινίες τρόμου “κονσέρβες” που προβάλλονται τα τελευταία χρόνια. Η ταινία διεκδικεί επάξια την θέση της στις πιο καλές μεταφορές βιβλίων του King στο σινεμά και καταλήγει να είναι ένα αξιοσημείωτο κινηματογραφικό γεγονός για αυτό τον Σεπτέμβριο.αυτόΕπιμέλεια Κειμένου: Γιάννης Πλας

Σχόλια