«Τι είμαστε όταν είμαστε μόνοι; Κάποιοι, όταν είναι μόνοι παύουν να υπάρχουν.»
-Eric Hoffer ~ για τη μοναξιά
Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι κόμπους, σαν να είχε σβολιάσει το μείγμα του τσιμέντου τότε που το έχτιζαν. Τα λευκά παρτέρια ξεφλούδισαν. Η σάρκα τους έπεφτε κομμάτι-κομμάτι. Ύστερα σκορπούσε σε μυριάδες κόκκους σκόνης. Το χώμα στα σπλάχνα τους είχε πετρώσει. Λουλούδια έπαψαν να ανθίζουν. Μονάχα αγριόχορτα φύτρωναν και φούντωναν που και που, αναλόγως την εποχή.
Οι αγέρωχες -αν και γέρικες- τριανταφυλλιές βάσταζαν ακόμη. Τι κι αν τα ζιζάνια και τα χόρτα εξαπλώνονταν απειλητικά γύρω τους. Εκείνες αψηφώντας τα χρόνια που βάραιναν τα λεία φύλλα τους, ψήλωναν και ψήλωναν, πιστές στον αγώνα τους για επιβίωση. Εξάλλου η επανάσταση, κυλούσε στο αίμα τους. Κωδικοποιημένη στο “dna” τους. Στα ντελικάτα τους άνθη, που κάθε άνοιξη άνθιζαν κι άνοιγαν τα πέταλά τους, αποκαλύπτοντας το κόκκινο χρώμα τους.
Οι γλάστρες είχαν σχεδόν λιώσει απ’ το καθημερινό άγγιγμα του ήλιου. Κάποιες τρύπησαν κιόλας στον πάτο τους, με το στεγνό τους χώμα να κυλά σε σβόλους στην χαλικοστρωμένη αυλή. Λυγερόκορμες σαύρες, με τα γυαλιστερά τους λέπια να στραφταλίζουν, σουλατσάριζαν ανενόχλητες στην αυλή. Σκαρφάλωναν στους τοίχους του χαμηλού σπιτιού κι έφταναν γεμάτες περιέργεια στο περβάζι του ξύλινου παραθύρου. Τότε, ξεφύτρωνε απ’ το εσωτερικό του ο γάτος εκείνης. Νιαούριζε προειδοποιητικά με την απειλή να κρέμεται στην άκρη απ’ τα μουστάκια του. Οι σαύρες τρομαγμένες έτρεχαν και χάνονταν στο πυκνό σκοτάδι, που ύφαιναν οι ίσκιοι από τα ψηλά αγριόχορτα.
Ένα ακόμη καλοκαίρι είχε μόλις διαβεί του χρόνου το κατώφλι. Ο ήλιος σκέτη λάβα αναδύονταν απ’ του ουρανού την άκρη. Λάβα που έτρεχε καυτή, παχύρρευστη στους δρόμους, κάνοντας την πλάση να ιδρώνει. Τα τζιτζίκια στις ροδακινιές, προφυλαγμένα στη δροσιά των φύλλων του, χάλαγαν τον κόσμο με το τραγούδι τους. Εκείνη, καθημερινά άπλωνε τα πρησμένα της ποδάρια σε μια καρέκλα πλαστική, που ήταν κάποτε άσπρη.
Μα, τα καλοκαίρια πέρασαν από πάνω της αφήνοντας ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους. Αποτύπωμα κίτρινο, που σαν ανεμοβλογιά σκόρπισε πάνω στο πλαστικό της δέρμα. Καθισμένη στην αυλή της, με τον τροφαντό της γάτο κουλουριασμένο πάνω στην κοιλιά της, να γουργουρίζει νυσταγμένος. Το κεχριμπαρένιο της βλέμμα καρφώνονταν στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Οι μέρες έρχονταν κι έφευγαν, βιαστικές. Κι εκείνη να περιμένει…
Να καρτερά ν΄ ακούσει το μπουλούκι των εφήβων να σέρνει το βήμα του προς την θάλασσα και να γελά ανέμελο. Οι ερωτικοί του ψίθυροι να έρπονται ντροπαλοί ανάμεσά τους. Τα παιδιά του δημοτικού, απαλλαγμένα από τις σχολικές τους υποχρεώσεις, να οργώνουν τους δρόμους ολημερίς. Να παίζουν κρυφτό, κυνηγητό, κουτσό, ψείρες και μήλα. Οι μπάλες, απρόσκλητοι επισκέπτες να εισχωρούν στις αυλές. Να ρίχνουν γλάστρες, να πέφτουν επάνω σε τραπέζια κάνοντας τα φλιτζάνια να αναπηδούν απ’ την τρομάρα τους.
Νέους γονείς να περπατούν με το μικρό ανάμεσα τους. Να κάνει εκείνο δειλά τα πρώτα του βήματα και κάθε που τα καταφέρνει να λάμπει το πρόσωπο τους από χαρά, να τους χαρίζει φαφούτικα χαμόγελα. Μα να πέφτει και κάποιες φορές, να κλαίει φοβισμένο από την πτώση. Η μάνα να το αγκαλιάζει σφιχτά στον κόρφο της. Να εισπνέει εκείνο τη γνώριμη μυρωδιά της -γάλα και φρεσκοψημένη ζύμη πασπαλισμένη ζάχαρη-κανέλα- . Να πλημμυρίζουν τα ρουθούνια του απ’ την ευωδιά της. Να ξυπνά ασφάλεια και να κοιμίζει φόβους.
Τις φίλες της να περνούν, φορώντας τα ψάθινα καπέλα τους, με τις σατέν κορδέλες σαν σημαίες να ανεμίζουν. Να σηκώνεται και να περπατά μέχρι τη σήτα του φράχτη. Να τις καλημερίζει εγκάρδια. Να πιάνουν το καλαμπούρι κι ύστερα εκείνες, μαούνες που θαλασσοδέρνονται, να κινούν με το ασταθές τους βήμα για τη θάλασσα, για να το βρέξουν, όπως χαριτολογούν συνήθως και λύνονται στα γέλια. Να γεμίζει τις Κυριακές η ατμόσφαιρα με τούφες γκρίζου καπνού, εξατμισμένο λίπος κι η μυρωδιά της τσίκνας να ξυπνά την πείνα της. Χαρούμενες κουβέντες, φωνές και τραγούδια -κάθε στίχος και παράσιτο- να γρατζουνούν τα αυτιά της.
Τα μεσημέρια εκείνα τα πολύ ζεστά, που ο ύπνος βάραινε τα βλέφαρά της να αντηχεί από πέρα μακριά η ντουντούκα του μανάβη. Να μετρά από μέσα της για κάμποσα λεπτά κι ύστερα να εμφανίζεται και στον δικό της μαχαλά. Να ανοίγει τέρμα τη φωνή στο ράδιο απ’ το φορτηγάκι του -για να κάνει αισθητή την παρουσία του- και να περιμένει.
Σιγά-σιγά οι νοικοκυρές με τα εμπριμέ βαμβακερά φουστάνια τους, να κολλούν απ’ τον ιδρώτα πάνω στα κωλομέρια τους, να κοντοζυγώνουν την καρότσα με την πραμάτεια του. Να γεμίζουν τις τσάντες φρούτα και ζαρζαβάτια, να ξεκινούν έπειτα τα παζαρέματα και να σκούζουν όλες μαζί για τις αυξημένες τιμές τους. Ιδρώτας να κυλά στο κατακόκκινο πρόσωπο του μανάβη. Να φυσά και να ξεφυσά εκείνος, απηυδισμένος, προσπαθώντας -μάταια- να αντιμετωπίσει τις γριές καρακάξες.
Και σαν η ώρα περνά, να υποκύπτει τελικά στα παζαρέματά τους, θέλοντας κι αυτός ο χριστιανός να βρεθεί μιαν ώρα αρχύτερα στο σπιτικό του, κάτω απ’ τον παχύ ίσκιο της μουριάς, στη μέση της αυλής του. Να του σερβίρει η κυρά Κατίνα, η γυναίκα του, ένα πιάτο με μπόλικο καρπούζι και λίγη φέτα, να χορτάσει την πείνα του, αλλά και να δροσίσει τα διψασμένα του χείλη.
Το σμήνος των νοικοκυράδων γύρω απ’ τον ταλαίπωρο μανάβη πάντα τη διασκέδαζε. Γελούσε καμιά φορά, σαν έβλεπε τις κάργιες να τον ζαλίζουν. Ένα γέλιο εφήμερο, με σύντομη ημερομηνία λήξης. Τις περισσότερες φορές κράταγε μονάχα κάποια δευτερόλεπτα. Ύστερα, το χαμόγελο πέταγε μακριά απ’ το πρόσωπο της. Χάνονταν μεσ’ τον γαλανό ορίζοντα. Οι ώμοι της κύρτωναν από το βάρος της θλίψης…
Για ποιο λόγο να παζαρέψεις με τον μανάβη για την πραμάτεια του; Για ποιον να τα ψωνίσεις όλα αυτά τα καλούδια; Για ποιον να βάλεις την κατσαρόλα στην φωτιά; σκέφτονταν και το σάλιο στο στόμα της πίκριζε. Φαρμάκι γίνονταν. Τα παλικάρια της, αετοί περήφανοι, τα λύγισε η κρίση, η ριμάδα. Άνοιξαν τις φτερούγες τους και πέταξαν μακριά.
Χρόνια ολάκερα, πόσοι χειμώνες περάσαν και πόσα καλοκαίρια με το σαράκι της ξενιτιάς να ροκανίζει τη ψυχή της. «Μάνα, τα πράγματα εδώ είναι καλύτερα. Το πιάτο στο τραπέζι μας είναι γεμάτο!» της λέγανε κάθε φορά στο σύντομο τηλεφώνημά τους. Αλήθεια ή ψέμα, ο Θεός κι η ψυχή τους το ήξεραν. Τα λόγια τους όμως δρούσαν καταπραϋντικά.
Παυσίπονο για το έρμο το στομάχι της, που απ’ την μαύρη εκείνη μέρα του αποχαιρετισμού σφίχτηκε κόμπος σφιχτός. Ήρθε μετά κι ο καιρός το χώμα να πλακώσει τον Μανωλάκη της, τον άντρα της. Έμεινε εκείνη μόνη κι έρημη, φυλακισμένη σε τέσσερα ντουβάρια. Σκιάχτρο σε χωράφι χέρσο, αδειανό.
Το ηχηρό χασμουρητό του γάτου την επαναφέρει στην πραγματικότητα. Η θύελλα των αναμνήσεων κοπάζει μέσα της. Ο Ευτύχης -ο γάτος- τεντώθηκε πάνω στην κοιλιά της. Από την μουσούδα του μέχρι την άκρη της ουράς, το τρίχωμα του σηκώθηκε όρθιο. Έριξε έπειτα ένα σάλτο και χάθηκε μέσα στα χόρτα. Το κυνηγητό με τις παιχνιδιάρες σαύρες είχε μόλις ξεκινήσει. Βόλεψε καλύτερα το μαξιλάρι στην πλάτη της. Τα χείλη της σφίχτηκαν. Μια τσεκουριά πόνου την πελέκισε στη μέση.
Τα μάτια της κοιτούν λαίμαργα το δρόμο. Γύρω της, σιωπή. Το χωριό της έρημο. Κανείς δε φάνηκε και φέτος. Πάνε χρόνια. Οι δρόμοι άδειοι. Οι αυλές χορταριασμένες. Τα ξύλινα παραθυρόφυλλα σαπίζουν αργά, ηδονικά. Η ακρογιαλιά γεμάτη αγκάθια. Συντροφιά της το κύμα, που σκάει πότε-πότε ερμητικά κι οι ψίθυροι του παρασυρμένοι απ’ τους καλοκαιρινούς ανέμους, σαν υποψία φτάνουν στα αυτιά της.
Εκείνη όμως εκεί. Μια ανεπαίσθητη κουκκίδα στην άκρη του ίδιου για χρόνια φόντου. Το ξέρει. Θα ‘ρθει μια μέρα που θα ξεθωριάσει κι εκείνη. Θα εξαφανιστεί. Και θα μείνει αδειανό το φόντο, να βουλιάζει στη μοναξιά του. Αλλά πότε; σκέφτεται καμιά φορά, πικραμένη και τεντώνει το βλέμμα στην στροφή του δρόμου, μπας και τον δει να κατηφορίζει…