Μισό αιώνα μετά και όμως δεν μπορείς να περιφρονήσεις το αριστούργημα του Ζαν Λυκ Γκοντάρ.

Σε μια εποχή, που μεσουρανούσε η Nouvelle Vague, ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ αποφασίζει να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη μια νουβέλα του Αλμπέρτο Μοράβια. Προσαρμοσμένη στα δεδομένα της εποχής με πολύχρωμο σινεμασκόπ και διάσημους πρωταγωνιστές, ξεφεύγοντας από τα «ταραγμένα» νερά της ιδιαίτερης καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας του.

Όσοι πίστεψαν ότι ο Γκοντάρ «περιφρόνησε» το «εκκεντρικό» σινεμά και ασπάστηκε τη νοοτροπία των υπερπαραγωγών ξεγελάστηκαν.

Η «Περιφρόνηση» είναι μια αισθηματική, βαθιά τραγική ιστορία γεμάτη αντιφάσεις και αλληγορικά παιχνίδια ντυμένη με το περίβλημα της εμπορικότητας, η οποία καταδικάζεται δια στόματος των πρωταγωνιστών της.

Ένας αλαζονικός αμερικάνος παραγωγός προτείνει σε έναν θεατρικό συγγραφέα να γράψει το σενάριο για τη  μεταφορά  της «Οδύσσειας» στη μεγάλη οθόνη. Εκείνος αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο χρήμα και την τέχνη. Αν δεχτεί απαρνιέται τα ιδανικά του και βυθίζεται στη δίνη της εμπορικότητας που απαξιεί, αν αρνηθεί δεν θα μπορεί να προσφέρει όσα επιθυμεί στην αγαπημένη του Καμίγ.

Το δίλημμα είναι καίριο και η διαμάχη μεταξύ ποιοτικού και εμπορικού κινηματογράφου  σχεδόν αυτοβιογραφική.

Η “χρυσή” πρόταση θα φέρει τη ρίξη ανάμεσα στο ζευγάρι και θα οδηγήσει στην αποδόμηση της σχέσης τους. Μέσα από μια σπουδαία σκηνή στο διαμέρισμά τους, όπου απογυμνωμένοι κυριολεκτικά και μεταφορικά θα αποκαλύψουν με φυσική αναίδεια στην κάμερα τις ανασφάλειες και τις αγωνίες τους.

Ο Γκοντάρ δημιούργησε μια ταινία μέσα στην ταινία. Μίλησε για μια ακόμη φορά για το σινεμά επιμένοντας στην αυτοαναφορικότητα και ήρθε  ένα βήμα πιο κοντά εξωτερικά τουλάχιστον στον κινηματογράφο που αγαπά να μισεί. Μόνο και μόνο για να τον σατιρίσει με μεγαλύτερη άνεση. Τα πολλά γυμνά πλάνα της ακαταμάχητης Μπριζίτ Μπαρντό ήταν ένα ειρωνικό σχόλιο στις απαιτήσεις των παραγωγών του.

Η “Περιφρόνηση” χαρακτήριστηκε απο πολλούς ως  η πιο τρυφερή ταινία της καριέρας του, όχι άδικα.

Εμφανώς επηρεασμένος απο τον χωρισμό με την επι χρόνια  μούσα του Άννα Καρίνα, ο Γκοντάρ κινεί την κάμερά του με μελαγχολικούς ρυθμούς, αποτυπώνοντας προσωπικούς κραδασμούς με τους διαλόγους των ηρώων του. Η μαύρη περούκα που φοράει η Μπαρντό σε μια σκηνή ομολογεί σιωπηρά την ηχηρή απουσία της από την  ψυχή και την ταινία του.

«Το σινεμά υποκαθιστά τον κόσμο όπως τον επιθυμούμε» ακούγεται στην αρχή της ταινίας.

Η «Περιφρόνηση» 54 χρόνια μετά την πρώτη προβολή της συνεχίζει να εμπνέει και να αποτελεί μια  απο τις πιο εμβληματικές και ειλικρινείς ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ στην μεγάλη οθόνη.

Σχόλια