Τα πιο συνηθισμένα γλωσσικά λάθη, που κάνουν οι Έλληνες στις μέρες μας.

“It’s all Greek to me” είναι μια χαρακτηριστική φράση, που χρησιμοποιείται από τους Άγγλους ως παρομοίωση μιας κοπιώδους πράξης με την δυσκολία, που κρύβει η ελληνική γλώσσα. Eίναι κάτι αντίστοιχο με την ελληνική φράση «Μου φαίνονται κινέζικα». Κι αυτό, γιατί ως γνωστόν η ελληνική είναι μια περίπλοκη γλώσσα με απειροαμέτρητο λεξιλόγιο, κανόνες και εξαιρέσεις. Ασφαλώς, από το μεγαλύτερο μέρος αυτού του γλωσσικού πλούτου που μας χαρίζεται, ο μέσος Έλληνας εντάσσει στο ενεργητικό του ένα πολύ μικρό ποσοστό, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται αρκετά ορθογραφικά και εκφραστικά λάθη στην χρήση της ελληνικής γλώσσας.

Πολλά από αυτά δεν είναι ευδιάκριτα, μιας και εξαιτίας της επαναλαμβανόμενης χρήσης τους έχουν ενταχθεί στον προφορικό- συχνά και στον γραπτό- λόγο και μας βγαίνουν αβίαστα.

Για του λόγου του αληθές, θα ακούσουμε μερικούς γλωσσολόγους να ισχυρίζονται, ότι όταν ένα «λάθος» χρησιμοποιείται κατά την επικοινωνία στην καθημερινή ζωή, παγιώνεται και εν τέλει παύει να θεωρείται λάθος.

Παρόλ’ αυτά, σε αυτό το άρθρο θα αναφερθούμε σε μερικά από τα γλωσσικά σφάλματα στα οποία υποκύπτουμε στο γραπτό και στον προφορικό λόγο.

ό,τι ή ότι: Δυσδιάκριτη η διαφορά τους, αλλά χρησιμοποιούνται σε δυο διαφορετικές περιπτώσεις. Το «ότι» εισάγει ειδικές προτάσεις και ισοδυναμεί με το «πως». Το «ό,τι» έχει τη σημασία του «οτιδήποτε, αυτό το οποίο» και αναλύεται σε αναφορική πρόταση.

πχ: Πες μου μόνο, ότι είσαι ασφαλής.  Αλλά: Θα ήθελα να μάθω ό,τι έχει ειπωθεί ως τώρα.

κατ’ αρχάς ή κατ’ αρχήν: Το «κατ’ αρχάς» έχει χρονική χροιά και ορίζεται ως «στην αρχή, αρχικά». Πολλές φορές συγχέεται καταχρηστικά με το «κατ’ αρχήν», το οποίο σημαίνει «στην ουσία/ ως προς τα βασικά σημεία».

πχ: Κατ’ αρχάς, να σας καλωσορίσω που παρευρίσκεστε εδώ. Αλλά: Το ζήτημα θα πρέπει να συζητηθεί κατ’ αρχήν και μετά να προχωρήσουμε στις λεπτομέρειες.

Πότε βάζουμε –ν: Πολλές φορές αναρωτιόμαστε αν το άρθρο, που προηγείται του ουσιαστικού ή του επιθέτου θα πάρει –ν ή όχι. Ο κανόνας, λοιπόν έχει ως εξής:

Για να αποφεύγεται η σύγχυση μεταξύ αρσενικού και ουδετέρου αποφασίστηκε το τελικό -ν να διατηρείται πάντα στα αρσενικά άρθρα και στις αντωνυμίες.

Έτσι στο θηλυκό, το παραμένει, όταν η λέξη, που έπεται, αρχίζει από φωνήεν, κάποιο στιγμιαίο σύμφωνο (κ, π, τ, μπ, ντ, γκ, τσ, τζ) ή από διπλό σύμφωνο (ξ, ψ).

πχ: τον κήπο (αρσενικό) Αλλά: το αγόρι (ουδέτερο)

πχ: την πέτρα Αλλά: τη μπαλάντα

πολλή αγάπη ή πολύ αγάπη: Η σωστή απάντηση είναι η φράση «πολλή αγάπη», αφού το επίθετο «πολύς-πολλή-πολύ» συνοδεύει ουσιαστικά ως επιθετικός προσδιορισμός και τίθεται στην ανάλογη κλίση του ουσιαστικού. Αντίθετα, το επίρρημα «πολύ» συνοδεύει ρήματα, επιρρήματα και επίθετα.

πχ: Έχει πολλή τύχη. Αλλά: Είναι πολύ καλύτερο από το προηγούμενο.

Ραντεβού στη μία ή στις μία: Έχουμε και λέμε: Στις= πληθυντικός, μια= ενικός. Τι; Όχι; Οι περισσότεροι έχουμε συνηθίσει να το λέμε έτσι, ωστόσο η έκφραση είναι λανθασμένη, αφού γραμματικά ορθό θεωρείται το «Στη/τη μία».

«Σε έναν γάμο, ο ένας παντρεύεται και ο άλλος νυμφεύεται»: Έχουμε συνηθίσει να χρησιμοποιούμαι την λέξη «παντρεύομαι» και για έναν άντρα όσο και για μια γυναίκα. Βέβαια άμα ψάξουμε την προέλευση αυτής της λέξης διαπιστώνουμε ότι προέρχεται από το «υπανδρεύομαι», δηλαδή «είμαι υπό την προστασία ενός άντρα». Συνεπώς, το σωστό είναι η λέξη αυτή να χρησιμοποιείται για γυναίκες, η αντίστοιχη ενέργεια για κάποιον άνδρα είναι το «νυμφεύομαι».

παρελάζω ή παρελαύνω: Στην καθημερινή ομιλία των Ελλήνων έχει κατοχυρωθεί το «παρελάζω», προκειμένου να δηλωθεί ότι κάποιος κάνει παρέλαση. Παρά ταύτα, θα έπρεπε να χρησιμοποιείται το «παρελαύνω» ως πιο σωστός ετυμολογικά τύπος.

«προ + γενική» και «μετά + αιτιατική»: Πιο συγκεκριμένα, π.μ. (=προ μεσημβρίας), μ.μ. (=μετά μεσημβρίαν), π.Χ. (=προ Χριστού), μ.Χ. (=μετά Χριστόν).

«τριάμισι λεπτά» και «τρεισήμισι μέρες»: Σαφώς δεν μπορούμε να πούμε «τρεισήμισι λεπτά» και «τριάμισι μέρες», για το λόγο που δε λέμε «τρεις λεπτά». Το αριθμητικό τρείς ακολουθείται από αρσενικά και θηλυκά ουσιαστικά, σε αντίθεση με το «τρία» που έλκεται από ουδέτερα. Το ίδιο ισχύει και για το «τεσσερισήμισι».

«πληροί» και όχι «πληρεί»: Κι αυτό γιατί το ρήμα «πληρώ» προέρχεται από το αρχαιοελληνικό συνηρημένο ρήμα «πληρόω, ῶ», οπότε στο β’ και γ’ ενικό πρόσωπο διατηρεί τις συναιρέσεις του μέχρι και σήμερα.

πχ: Δεν τον προσέλαβαν, γιατί δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την θέση.

ασχολιόμαστε; NOT: Το σωστός τύπος είναι «ασχολούμαστε», γιατί το ρήμα είναι «ασχολούμαι» και όχι «ασχολιέμαι». Και φυσικά στον παρατατικό είναι «ασχολούμουν, ασχολούσουν, ασχολούνταν…» και όχι «ασχολιόμουν […]», αφού διατηρεί την αρχαιόκλιτη φύση του.

παρεμπιπτόντως ή παρεπιπτόντως;: Η ιδανική απάντηση είναι η πρώτη. Το «παρεμπιπτόντως» είναι μετοχή ενεργητικού ενεστώτα και γεννάται από το ρήμα «παρεμπίπτω». Στην ανάλυση του γίνεται παρά+εν+πίπτω, όπου το «ν» τρέπεται σε «μ».

η λάθος…απάντηση: Αν και επικρατεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο να χρησιμοποιούμε το ουσιαστικό «λάθος» δίπλα σε ένα ουσιαστικό, γραμματικά αυτό δεν ευσταθεί. Θα μπορούσε κανείς να πει «Έδωσες λανθασμένη απάντηση», αλλά όχι «Έδωσες λάθος απάντηση». Το ήξερες;

Χρονική αύξηση: Ιδιαίτερα στην καθημερινή ομιλία τα κάνουμε θάλασσα με την χρονική αύξηση στα σύνθετα ρήματα. Μπορείς να δεις τα πάντα: Ρήμα χωρίς αύξηση στον παρατατικό ή στον αόριστο, ρήμα με αύξηση στην προστακτική και πολλά άλλα. Φαντασία να ‘χει ο κόσμος. Ποιο είναι το σωστό όμως; Ας πάρουμε το ρήμα «παραγγέλνω» (Το πιο κατάλληλο ρήμα για να το εμπεδώσει κανείς 😛): Όταν θέλουμε να μιλήσουμε για κάτι που έγινε (Αόριστος), τότε βάζουμε χρονική αύξηση. Όταν όμως σκοπεύουμε να δώσουμε κάποια συμβουλή ή προσταγή διατηρούμε το ρήμα όπως είναι, δηλαδή χωρίς αύξηση.

πχ: Παρήγγειλα χθες το βράδυ. Aλλά: Θα παραγγείλεις τώρα να φάμε;

Ποιος, τί, πού, πώς ή Ποιος, τι, που, πως: Συχνά ερχόμαστε στο δίλλημα, πότε και εάν τονίζονται οι λέξεις αυτές. Αρχικά, ο μονοσύλλαβος τύπος «ποιος, ποια, ποιο» μένει πάντοτε άτονος. Κατά δεύτερον, τα ερωτηματικά «τι, που, πως» είτε συναντώνται σε ευθεία είτε σε πλάγια ερώτηση παίρνουν τόνο. Κατ’ εξαίρεση , το «που» όταν είναι αντωνυμία και σημαίνει «το οποίο» και το «πως» όταν είναι σύνδεσμος και συμπίπτει με το «ότι» δεν τονίζονται, αφού δεν ρωτάμε κάτι.

Δες τη διαφορά: Πού ήσουν; Αλλά: Αυτό που είπες δεν ήταν σωστό.

• Όσον αφορά την έγκλιση τόνου, που μπορεί να υπάρξει μπέρδεμα μεταξύ των αδύνατων τύπων της προσωπικής αντωνυμίας (μου, σου, με, σε…) με την κτητική, ισχύουν:
-Ο πατέρας τού είπε ( = ο πατέρας του είπε σε αυτόν).
-Ο πατέρας του είπε ( = ο δικός του πατέρας είπε).

Επίσης, όταν ένα ουσιαστικό τονίζεται στην προπαραλήγουσα και μετά ακολουθεί αδύνατος τύπος αντωνυμίας, παίρνει και έναν δεύτερο τόνο στην λήγουσα.

πχ: ο άνθρωπός μου, τα όριά μου, αγόρασέ το

Και τέλος, «Ανήκε», κι όχι «άνηκε»: Γιατί εύλογα το ρήμα είναι «ανήκω».

Σχόλια