Ένα σύντομο αφιέρωμα στον Ζαν Λύκ Γκοντάρ και γιατί αξίζει να εξερευνήσεις τον ριζοσπαστικό του κόσμο!
«Κάνω ταινίες με αρχή, μέση και τέλος αλλά όχι πάντα με αυτή τη σειρά»
Ο Ζαν Λύκ Γκοντάρ αναμφισβήτητα είναι ένας κινηματογραφικός θρύλος, μια ριζοσπαστική προσωπικότητα που συγκρούστηκε με το κατεστημένο αμφισβητώντας το χολιγουντιανό σινεμά και χαράζοντας μια καινούρια πορεία στον τρόπο που βλέπουμε τη μεγάλη οθόνη.
Γεννημένος στις 3 Δεκεμβρίου του 1930 στο Παρίσι, γόνος μιας μεγαλοαστικής γαλλοελβετικής οικογένειας ο Γκοντάρ μετά το διαζύγιο των γονιών του μετακομίζει μόνιμα στο Παρίσι για να σπουδάσει Εθνολογία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης.
Εκεί θα αρχίσει να συναναστρέφεται με γνωστούς κινηματογραφιστές όπως ο Τρυφώ, ο Ρομέρ, ο Ριβέτ που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα πορεία του.
Το 1951 ο πατέρας του τον απειλεί ότι αν δεν σταματήσει την ενασχόληση με τον κινηματογράφο και δεν συνεχίσει τις σπουδές του θα διακόψει την μηνιαία χρηματοδότηση του. Οι επόμενοι μήνες θα είναι δύσκολοι με τον Γκοντάρ να συντηρείται από περιστασιακές δουλειές, δανεικά και μικροκλοπές.
Το 1952 δημοσιεύει τα πρώτα του άρθρα στο περιοδικό «Les Cahiers du cinema» του γνωστού θεωρητικού του κινηματογράφου Αντρέ Μπασίν, ο οποίος υπήρξε και ο ιδρυτής της nouvelle vague.
Ο Γκοντάρ γράφει πύρινους λόγους που κατακεραυνώνουν το γαλλικό σινεμά, καταδικάζοντας την στείρα εικόνα που προωθεί το χόλιγουντ και εγκλωβίζει το θεατή σε συγκεκριμένες νόρμες που τον απομακρύνουν από την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης.
Το 1954 θα γυρίσει την πρώτη μικρού μήκους ταινία του, το ντοκιμαντέρ «Επιχείρηση Μπετόν» ενώ το 1960 θα ολοκληρώσει την πρώτη του μεγάλη ταινία, το «Με κομμένη την ανάσα» με τον Ζαν Πόλ Μπελμοντό που θα εγκαινιάσει και το κίνημα της Nouvelle Vague.
Ένα τολμηρό ρομαντικό αριστούργημα που θα συστήσει τον Γκοντάρ στο κινηματογραφικό κοινό και θα επαναπροσδιορίσει την έννοια του σινεμά.
Θα ακολουθήσουν ο «Μικρός στρατιώτης» ,η «Περιφρόνηση» του Αλμπέρτο Μοράβια, ο «Τρελός Πιερό»,το «Vivre sa vie», το «Alphaville» κ.α.
Το έργο του Ζαν Λύκ Γκοντάρ περιβάλλεται από ένα πολιτικό μανδύα, σαφώς επηρεασμένο από το Μάη του ’68, τοποθετεί στο κάδρο του ήρωες που στοχάζονται για υπαρξιακά και φιλοσοφικά ζητήματα με έναν ανέμελο και τολμηρά «αθώο» τρόπο.
Ταινίες από το σινεμά για το σινεμά, σεναριακές ιδέες που ολοκληρώνονται μέσα από ερωτικά βλέμματα και «οπλισμένες» ατάκες που εκτοξεύονται με άνεση και φυσικότητα σε κάθε σκηνή.
Με επιρροές από τον Μάρξ και τον Μπρέχτ, ο Γκοντάρ ήταν ένας επαναστατικός κινηματογραφιστής που εισήγαγε μια νέα τεχνική ελεύθερη από τα στεγανά του εντυπωσιασμού και του εύκολου θεάματος.
Εγκαινίασε ένα είδος που συνδυάζει το λόγο με την εικόνα, την πένα με το κινηματογραφικό πανί, την πολιτική και τις υπαρξιακές ανησυχίες του Νίτσε και του Μποντλέρ με ήρωες της διπλανής πόρτας.
Όλα ειδομένα μέσα από μια κάμερα που κινείται χωρίς περιορισμούς, χωρίς πρέπει και μη, με μια σαγηνευτικά άναρχη διάθεση.
«Ο κινηματογράφος είναι η πιο όμορφη απάτη στον κόσμο»
Ο Γκοντάρ οραματίστηκε ένα σινεμά πρωτοποριακό, αλλιώτικο, που δεν θα σε κάνει να βλέπεις μόνο αλλά και να σκέφτεσαι. Το σινεμά είναι μια απάτη, ένα πανί , ένα ψέμα.
Εκείνος όμως προσπάθησε να δώσει ουσία σε αυτό το ψέμα με ένα ξεχωριστό τρόπο. Μπλέκοντας τις τέχνες μεταξύ τους, ξεφεύγοντας από τα όρια, αμφισβητώντας. Και το πέτυχε. Μας έκανε να δούμε το κινηματογράφο με άλλα μάτια.