“Πλύντε καλά τις λέξεις

Τις πιάσαν χέρια βρώμικα

Αν δεν αποκαταστήσουμε τις λέξεις

Καρδιά με καρδιά δε σμίγουν

Κι ούδ’ άνθρωπος θα καταλάβει

Το συνάνθρωπο του…”

 

Γραμμένο το 1982, το τελευταίο ίσως από τα μεγάλα μυθιστορήματα της σπουδαίας Ελληνίδας συγγραφέως και αγωνίστριας Διδώς Σωτηρίου,  φωτίζει  με απαράμιλλο τρόπο μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ελληνικής ιστορίας, τις μετεμφυλιακές δεκαετίες του ’50 και του ’60.

Με πρωταγωνιστή τον Άρη, έναν νεαρό άντρα, τελούντα υπό το αφόρητο βάρος της ιστορικής παρακαταθήκης που του κληροδότησαν οι δυο αντίθετες ιδεολογικά πλευρές της κατακερματισμένης οικογένειας του,  η συγγραφέας αναπλάθει το ζοφερό κλίμα μιας περιόδου με την οποία αρνούνταν να καταπιαστούν μέχρι πρόσφατα συγγραφείς και καλλιτέχνες.

Πληγωμένη από τη κατοχή και τον εμφύλιο σπαραγμό, η ελληνική κοινωνία αναδιπλώνεται στο μικροαστισμό και τον υποκριτικό καθωσπρεπισμό της, διογκώνοντας, στην προσπάθεια της να προφυλαχθεί από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», το διχαστικό κλίμα του παρελθόντος σε κάθε γειτονιά και κάθε οικογένεια.

Η οικονομική ύφεση, η αύξουσα μεταναστευτική τάση,  η γενικευμένη ανομία και η πολιτική αβεβαιότητα συνθέτουν το μωσαϊκό μιας εποχής που παρουσιάζεται ως καταστέλλουσα κάθε ιδεολογική έξαρση, κάθε νέο αγώνα.

Μια άρχουσα «εθνικόφρων» Δεξιά, αποφασισμένη από τα διδάγματα του παρελθόντος, να ξεριζώσει με ποικίλα μέσα κάθε σημάδι αντίδρασης, εμφυτεύοντας στους νέους εκ απαλών ονύχων την αγάπη για το Έθνος και την τάξη και παρουσιάζοντας τον Κομμουνισμό ως φυσικό εχθρό των ανωτέρω αξιών και μια κουρασμένη Αριστεράθρηνούσα τους νεκρούς της και τα ανθρώπινα απομεινάρια των ζωντανών της, αντιμέτωπη με πιστοποιητικά φρονημάτων και δυσμενή μεταχείριση από ένα κράτος του παραλόγου αποτελούν τις κυρίαρχες ιδεολογικές τάσεις που φαντάζουν στο νέο πρωταγωνιστή ως απότοκα ενός παρελθόντος από το οποίο επιθυμεί διακαώς να απαγκιστρωθεί.

διδω

Μεγαλωμένος στην πολυπληθή εθνικόφρονα οικογένεια του πατέρα του, από θείες και θείους, ο Άρης, ορφανός και από τους δυο γονείς του, γαλουχείται με σκοπό να αποστραφεί την μητέρα που τον εγκατέλειψε και συνακολούθως την αριστερή ιδεολογία της μητρικής πλευράς της οικογένειας του.

Ανήσυχος στο πνεύμα, ζωηρός μελετητής της λογοτεχνίας και της επιστήμης, ο Άρης δεν αποτελεί πρόσφορο έδαφος για να ριζώσει η προπαγάνδα των κηδεμόνων του. Αναγνωρίζοντας τη διαφθορά των ηθών, το σκοταδισμό και τη θρησκοληψία του περιβάλλοντος του, ο νεαρός πρωταγωνιστής, ωστόσο, δε στρέφεται αβασάνιστα προς την «απαγορευμένη» πλευρά των συγγενών του. Αρνούμενος πεισματικά να λάβει τα γράμματα του μοναδικού εναπομείναντα αδελφού της μητέρας του, που εκτίει την ποινή του ως πολιτικός κρατούμενος στις φυλακές, καθώς και να ασπαστεί την ιδεολογία των συναδέλφων και γνωστών του που τον κατηχούν με τις ιστορίες και τα βιώματα τους από τον εμφύλιο, ο Άρης λαχταρά να ανεύρει μια αλήθεια δική του, ανήκουσα αποκλειστικά στη δική του γενιά και όχι στα φαντάσματα της προηγούμενης.

Ο Άρης δεν απορρίπτει τις ιδεολογίες από αναλγησία ή εφηβικό κυνισμό, ολόκληρη η ύπαρξη του διακατέχεται από τη λαχτάρα να απελευθερωθεί από το βαρύ φορτίο του παρελθόντος, ώστε να αντιμετωπίσει με ενάργεια και θάρρος τις νέες προκλήσεις που θέτει εμπρός του η δική του πραγματικότητα. Εκπροσωπώντας μια γενιά που πασχίζει να επιβιώσει σε αντίξοες συνθήκες πάνω στα χαλάσματα της προηγούμενης,  αδυνατώντας να διαμορφώσει τη δική της ιδεολογία και εκτίμηση των γεγονότων του παρελθόντος ανεπηρέαστη από προπαγάνδα και συναισθηματικές εξάρσεις, ο Άρης ξεσπάει:

«Μέσα σε ένα τέτοιο χάος παραλάβαμε μεις βάρδια. Με Κορέες, Αλγερίες, με τη πιπίλα της υδρογονοβόμβας, με την απελπισία της ανεργίας, με την αφαίμαξη της μετανάστευσης. Με ανοιχτές τις πόρτες για τα σνακ μπαρ και τα σφαιριστήρια και κλειστές για τα σχολεία και τα πανεπιστήμια.  Ποιος θα μας σώσει τώρα από τον ουδέτερο εαυτό μας και από τους λύκους που καραδοκούν; Γύρω μας πλήθυναν οι ατομιστές, οι μοιρολάτρες, οι αδιάφοροι, οι καχύποπτοι, οι μηδενιστές.  Καταντήσαμε καιροσκόποι, συμφεροντολόγοι, υποκριτές, πολυμήχανοι, έτοιμοι για κάθε κατρακύλα. Οι περισσότεροι δε πιστεύουν πια σε τίποτα.  Το μόνο που τους απασχολεί είναι να περνούν καλά αυτοί, να βαδίζουν σε ισώματα, να κυκλοφορούν δίχως ταυτότητα με κούρσες και με ξεφτισμένα ιδεολογικά εγχειρήματα στη κωλότσεπη του μπλουτζίν τους. Είμαστε μια γενιά αντιηρωική που δε γνώρισε την ευτυχία της έξαρσης.. Για ποια ιδανικά να αγωνιστούμε και να πεθάνουμε; »

Στην προσπάθεια του να αφοσιωθεί στο μεγάλο του πάθος, τη συγγραφή, ο Άρης ανασυνθέτει το παρελθόν της οικογένειας του, με τη συμβολή των γραμμάτων του φυλακισμένου θείου και των μαρτυριών που αυτός του προσκομίζει. Μπροστά στα αναρίθμητα βάσανα, τα βασανιστήρια, το θάνατο και την εξορία, με τα οποία πλήρωσαν την αγωνιστική τους συμβολή συγγενείς και, ο Άρης αμβλύνει τη δογματική στάση του, παύει να αναζητά αντίβαρα, και συμφιλιώνεται συγκινημένος με το παρελθόν του.  

κατεδαφιζομεθα

Μια σύγχρονη γενιά που πασχίζει να οικοδομήσει κάτι το αυθεντικό και πηγαίο ανάμεσα σε κουφάρια, αντιμέτωπη με τη πλήρη κοινωνική σαθρότητα, τις οικονομικές αντιξοότητες και τον εκφυλισμό των ιδεολογιών και μια παρελθούσα γενιά δέσμια των θυσιών και του αίματος της- ανάμεσα τους, μοναδικός δίαυλος ο συνεχής, απερίσπαστος αγώνας του ανθρώπου σε κάθε εποχή για ολοκλήρωση, δικαιοσύνη και φως.

Σχόλια