«Η ελληνική επανάσταση ήταν ουσιαστικά μια ευρωπαϊκή επανάσταση, -η οποία-, άλλαξε το status quo στην Ανατολική Μεσόγειο, την ως τότε πολιτική της Ιερής Συμμαχίας και το δόγμα περί ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Επρόκειτο, όχι για μια «ακόμη επαρχιακή εξέγερση», όπως λαθεμένα πίστεψαν οι Τούρκοι, αλλά για ένα γεγονός που έφερε τα πάνω κάτω στο πολιτικό σκηνικό της Γηραιάς Ηπείρου.
«Μόλις ξέσπασε η επανάσταση, ο λαός προσέφερε ό,τι είχε και δεν είχε (…) άντρες και γυναίκες, έδιναν τη ζωή τους για να ελευθερωθεί ο τόπος από τον ξένο ζυγό. Οι αγρότες έδιναν τα ζώα τους, οι γυναίκες τους άνδρες τους, οι βοσκοί τα πρόβατα τους» και όλοι μαζί κατέθεσαν βαρύ φόρο αίματος στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Μια ανεξαρτησία, όμως, η οποία, ίσως, δεν ήλθε ποτέ!
Στις 9/1/1824, η επαναστατική κυβέρνηση αιτήθηκε την χορήγηση δανείου, ύψους 800.000£, στην Μ. Βρετανία. Την εποχή εκείνη, η Γηραιά Αλβιόνα αποτελούσε το κέντρο των δανειακών συμβάσεων μεταξύ (των) κρατών/χωρών. Το παράδοξο έγκειται στο γεγονός, ότι στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν υπήρχε επίσημο κράτος. Οι Άγγλοι τραπεζίτες, διαπραγματεύονταν, όχι με ένα επίσημα αναγνωρισμένο κράτος, αλλά με μια αντιπροσωπεία επαναστατών, προχωρώντας μάλιστα στη σύναψη συμφωνίας για δανειοδότηση. Πως ήταν σίγουροι οι Άγγλοι για την έκβαση της επανάστασης, δανείζοντας σε μια χώρα που ουσιαστικά, ακόμη, δεν είχε ανεξαρτητοποιηθεί; Πολύ απλά, δεν ήταν ! Για αυτό, φέρθηκαν στην Ελλάδα, όχι σαν μια αδύναμη, τάλαινα χώρα που προσπαθούσε να ορθοποδήσει, οικονομικά και κοινωνικά, αλλά -όπως έχει ειπωθεί από αρκετούς ιστορικούς- ως ένα πτώμα, το οποίο ανερυθρίαστα σκύλεψαν.
Την ίδια ώρα που ο λαός με αυταπάρνηση αγωνιζόταν, παρέχοντας δαψιλώς όλα τα υλικά μέσα που διέθετε για τις ανάγκες της εξέγερσης, κάποιοι έκαναν τα πάντα, ή για να αυξήσουν τα κέρδη τους ή για να μην χάσουν όσα είχαν «χτίσει» επί τουρκοκρατίας. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, οδηγηθήκαμε στο πρώτο δάνειο. Οι κοτζαμπάσηδες, οι πλούσιοι καραβοκύρηδες των νησιών και εν γένει οι «προύχοντες», όχι μόνο δεν ενίσχυσαν, σύμφωνα με την οικονομική τους δύναμη, τον αγώνα, αλλά σε πλείστες περιπτώσεις φιλονικούσαν μεταξύ τους, για το ποιος θα γίνει ο κυρίαρχος των «εθνικών γαιών» ή/και του στόλου των Τούρκων. Ένιοι εξ εκείνων, για τους οποίους σήμερα εκφωνούμε δεκάρικους, για την « ανδρεία» και τη « φιλοπατρία τους ήταν εκείνοι, οι οποίοι άδειασαν το ταμείο της «φιλικής εταιρείας», καθώς και το ταμείο δωρεών των Ελλήνων και φιλελλήνων εμπόρων του εξωτερικού.
Καθότι, λοιπόν, το ταμείο ήταν μείον, ενώ παράλληλα, οι ανάγκες του αγώνα αυξάνονταν, μερικοί οπλαρχηγοί και αρκετοί από τους προαναφερθέντες πρόκριναν την ιδέα της αίτησης χορήγησης δανείου. Ωστόσο, όπως είπαμε στην αρχή, δεν υπήρχε επίσημη κυβέρνηση- ένα επίσημο όργανο, υπεύθυνο για την διαπραγμάτευση με τους δανειστές (sic). Η λύση, βρέθηκε. Οι προεστοί, παραγκωνίζοντας τον Δ. Υψηλάντη, καταργώντας τη Γερουσία της Πελοποννήσου και καθαιρώντας τον Θ. Κολοκοτρώνη από το αξίωμα του αρχιστράτηγου, ίδρυσαν τη δική τους τοπική κυβέρνηση, τη δική τους τοπική Γερουσία, αποστέλλοντας μια επιτροπή, με ξεκάθαρο ρόλο και υπόσταση. Έτσι, νομότυπα μπορούσαν να είναι εκείνοι που θα παρελάμβαναν το δάνειο ( κυβέρνηση Άργους).
Όσο για τους Άγγλους, ένα σμήνος από « τυχοδιώκτες, τοκογλύφους, και αγνώστου ποιότητος επιχειρηματίες, οι οποίοι είχαν πλουτίσει με τους ναπολεόντειους πολέμους και ήθελαν να ‘’ακουμπήσουν κάπου τα λεφτά τους» είχαν οσμιστεί αίμα και σαν όρνεα προσέγγιζαν τους Έλληνες απεσταλμένους στα φουαγέ της Εσπερίας. Γνώριζαν ότι, δανείζοντας την Ελλάδα, με υποθήκη μάλιστα τις «εθνικές γαίες», θα δημιουργούσαν ένα κράτος δορυφόρο τους, με κυβερνήσεις μαριονέτες, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της Αυτοκρατορίας και εμποδίζοντας παράλληλα, τις επιδιώξεις του Τσάρου- αποτελώντας ανάσχεση της ρωσικής καθόδου στη Μεσόγειο.
Ο Νίτσε έλεγε, ότι η σχέση πιστωτή-οφειλέτη, είναι μια σχέση που δεν διέπεται από κανένα πνεύμα ισότητας και δικαιοσύνης. Αυτό ακριβώς, συνέβη και με την ελληνική επανάσταση.
Προηγουμένως, αναφέραμε το ποσό του 1ου ελληνικού δανείου (800 χιλ.£). Ωστόσο, η Ελλάδα παρέλαβε λιγότερο από το μισό. Οι οκτακόσιες χιλιάδες, ήταν η ονομαστική αξία του δανείου, αφού η πραγματική του αξία ήταν το 59% της ονομαστικής, δηλαδή 319.000£. Απ’ αυτές, το 3% παρακρατήθηκε ως επίσημη προμήθεια και μεσιτεία και 16.000£ ως χρεόλυτρα (μίζα). Παράλληλα, άλλο ένα 1½ % κρατήθηκε ως εγγύηση ασφάλιστρων κινδύνου, ενώ άλλες 80.000£ δεσμεύτηκαν εν είδει εισφοράς τόκων δύο χρόνων, κάτι πρωτάκουστο και εντελώς παράνομο. Τέλος, 3.200£ κρατήθηκαν ως προμήθεια πληρωμής τόκων, ενώ ο τόκος έφτανε στο δυσθεώρητο ύψος του 9% ( είχε συμφωνηθεί αρχικά 5%). Η διάρκεια αποπληρωμής του δανείου ήταν 36 έτη!
Η στυγερή, αιμοδιψής και άτεγκτη στάση των δανειστών έναντι της Ελλάδας δεν σταματά εδώ. Οι Βρετανοί τοκογλύφοι, εκβίασαν την Ελλάδα, πάλι προς όφελος των δικών τους πολεμικών βιομηχανιών-επιχειρήσεων. Δέσμευσαν τους Έλληνες, να αγοράσουν οπλισμό από την Αγγλία, ειδάλλως δεν θα εκταμίευαν τα όποια χρήματα είχαν απομείνει. Πούλησαν στην Ελλάδα, όπλα πραγματικής αξίας 11.900£, έναντι 28.900£, αισχροκέρδεια, δηλαδή πάνω από το 100%. Ωστόσο, η αγυρτεία δεν σταματά εδώ. Τα όπλα, τα οποία παραλάβαμε, είτε ήταν παλιά και δεν εξυπηρετούσαν τις σύγχρονες πολεμικές ανάγκες, είτε ήταν τελείως άχρηστα, όντας οπλισμός προς απόσυρση από τον αγγλικό στρατό των Επτανήσων!!!
Όταν τα χρήματα του δανείου κατατέθηκαν στα δημόσια ταμεία, μια αίσθηση διονυσιακής μέθης και ένας άκρατος – διάχυτος ενθουσιασμός εγκολπώθηκε στις καρδιές των επικεφαλής της επανάστασης (πολιτικών και στρατιωτικών). Ενώ παράλληλα, όπως θα έλεγε και ο Παπαρρηγόπουλος, «ηύξησε τον περί κατοχής της εξουσίας πόθον». Στη μάχη για την διασπάθιση του Δημοσίου (δανεικού) χρήματος πρωτοστάτησαν οι εφοπλιστές των νησιών, αλλά και μικρομεσαίοι επιχειρηματίες που είχαν διαβλέψει ότι το δάνειο θα αποτελούσε «μάνα εξ ουρανού» για την εκπλήρωση των προσωπικών τους φιλοδοξιών. Όπως πάντα, όμως, συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, στις περιπτώσεις δηλαδή, στις οποίες μαζεύονται πολλοί παίκτες που θέλουν « το ίδιο φύλλο στο τραπέζι», δημιουργήθηκαν έριδες που οδήγησαν στον Α’ Εμφύλιο (φθινόπωρο 1823- καλοκαίρι 1824). Από την μία πλευρά, ήταν οι: Κουντουριώτης, Κολέτης, Μαυροκορδάτος ( οι κυβερνητικοί), και από την άλλη ήταν οι στρατιωτικοί, υπό τον Θ. Κολοκοτρώνη και τον Νικηταρά. Κύριος στόχος και των δύο παρατάξεων, ήταν όχι η εξόντωση του αντιπάλου, αλλά ο προσεταιρισμός αυτού. Τρανταχτό παράδειγμα, είναι η υπόθεση «Γκούρα», του πρωτοπαλίκαρου του Ανδρούτσου που εξαγοράστηκε από τους «κυβερνητικούς». Όλα αυτά, την ίδια ώρα που οι Οθωμανοί ετοίμαζαν την αντεπίθεση τους και η επανάσταση είχε αρχίσει να απειλείται.